Στέκεται ανυποχώρητα υπέρ της πλήρους εφαρμογής των διαρθρωτικών ανατροπών κυβέρνησης - τρόικας
«Είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι με το νέο χαράτσι στα ακίνητα. Ομως! Κανένας οργανισμός δεν είναι τσιφλίκι κανενός. Κανένας Φωτόπουλος δεν μπορεί να εμποδίζει την εφαρμογή των νόμων!», ήταν η δήλωση που έκανε ο εκπρόσωπος Τύπου της ΝΔ, Γ. Μιχελάκης, καθιστώντας σαφές ότι η ηγεσία της ΝΔ ρίχνει το βάρος της υπέρ της εφαρμογής του φορομπηχτικού μέτρου και γενικότερα των αντιλαϊκών νόμων, οι περισσότεροι εκ των οποίων έχουν άλλωστε ψηφιστεί και από την ίδια. Ταυτόχρονα, είναι ευνόητο ότι η «κατηγορηματική αντίθεση» στα λόγια αποσκοπεί στο να ρίξει στάχτη στα μάτια του λαού και στον εγκλωβισμό του εντός των τειχών του αστικού συστήματος.
Την ίδια ώρα, η ΝΔ συνεχίζει να ασκεί πιέσεις προκειμένου να υιοθετηθούν και να εφαρμοστούν άμεσα από την κυβέρνηση νέα μέτρα, με στόχο τη φοροελάφρυνση και φοροασυλία του κεφαλαίου. Ακόμα και μετά την επιβολή του νέου χαρατσιού, ζητά τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων στο 15% από 20%, πλήρη απαλλαγή από τις εργοδοτικές εισφορές, νέα γενναία φορολογικά κίνητρα για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τουρισμό και στην οικοδομή, στο όνομα της «επανεκκίνησης της οικονομίας».
Θεωρεί επίσης ως αυτονόητη την κυριαρχία των ευέλικτων μορφών εργασίας στο όνομα της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της επιχειρηματικότητας και γι' αυτό βάζει γερές πλάτες στη θέσπιση των επιχειρησιακών - ατομικών συμβάσεων και στην κατάργηση των κλαδικών και συλλογικών συμβάσεων. Η δέσμη αυτή των συμπληρωματικών στην εφαρμοζόμενη πολιτική φιλομονοπωλιακών μέτρων αποτελεί την καρδιά της δήθεν «εναλλακτικής πρότασής της» και το βασικό αντικείμενο της περιβόητης επαναδιαπραγμάτευσης με την τρόικα.
Ομως, τα περί «επαναδιαπραγμάτευσης» με την τρόικα δεν είναι παρά ένα πυροτέχνημα και μια προεκλογική «φούσκα», όπως και το «άλλο μείγμα» που επαγγέλλεται ο Αντ. Σαμαράς. Με τους στόχους του μνημονίου και του μεσοπρόθεσμου ποτέ δε διαφώνησε και δε διανοήθηκε να επαναδιαπραγματευτεί, αντίθετα διακηρύσσει ότι πρέπει να επιτευχθούν όσο γίνεται γρηγορότερα. Σε κάθε περίπτωση, η ηγεσία της ΝΔ δεν είχε ποτέ θέσει ως στόχο την επαναδιαπραγμάτευση των όρων του μνημονίου και του μεσοπρόθεσμου προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων, αλλά προς όφελος των εγχώριων μονοπωλιακών ομίλων.
Τα συμφέροντα αυτά θέλει να υπηρετήσει καλύτερα και αποτελεσματικότερα, έχοντας πάρει νωπή λαϊκή εντολή και αυτός είναι ο λόγος που προβάλλει το αίτημα για πρόωρες εκλογές. «Δική μας επιλογή είναι να ζητήσουμε από το λαό ισχυρή εντολή για καθαρές λύσεις. Θέλω όταν κυβερνήσω να έχω τα χέρια μου λυμένα για τις μεγάλες αλλαγές...», δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο πρόεδρος της ΝΔ.
Σ' αυτές τις «μεγάλες αλλαγές» περίοπτη θέση κατέχει η δραστική μείωση του κράτους και η περιστολή των κρατικών δαπανών. «Η ΝΔ θεωρεί κορυφαίο ζήτημα τη μείωση του Δημοσίου και τον περιορισμό του σπάταλου κράτους», δήλωναν ξεκάθαρα οι αρμόδιοι τομεάρχες την περασμένη Τετάρτη, στέλνοντας μήνυμα ανοιχτής συναίνεσης και σύμπλευσης με τα σαρωτικά αντιλαϊκά μέτρα που προωθεί η κυβέρνηση στον τομέα αυτό, όπως η εργασιακή εφεδρεία και οι μαζικές απολύσεις εργαζομένων, η νέα σφαγή στους μισθούς και τις συντάξεις, οι συγχωνεύσεις και καταργήσεις φορέων του Δημοσίου, οι σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η ηγεσία της ΝΔ δε δίστασε να βάλει πλάτες ακόμα και στο άγριο πετσόκομμα των αναπηρικών συντάξεων και των προνοιακών επιδομάτων, υιοθετώντας και αναπαράγοντας τη συκοφαντική προπαγάνδα με τις συντάξεις και τα επιδόματα - «μαϊμού», ενώ δεν έβγαλε «κιχ» για τις αποφάσεις που πήρε το υπουργικό συμβούλιο την περασμένη Τετάρτη, να μειώσει κατά 1 δισ. ευρώ τις δαπάνες για τις αναπηρικές συντάξεις και τα προνοιακά επιδόματα, οδηγώντας στην απόλυτη φτώχεια και εξαθλίωση δεκάδες χιλιάδες λαϊκές οικογένειες.
Υποκριτική και προσχηματική είναι η αντίθεσή της και στην εφαρμογή του αντεργατικού όπλου της εργασιακής εφεδρείας. Αν και καυχιέται ότι είναι δική της ιδέα, υποστηρίζει δημαγωγικά ότι η δική της πρόταση δεν οδηγεί σε απολύσεις, αλλά στην αποφυγή απολύσεων. Πρόκειται βέβαια για επιχείρημα κάλπικο πέρα ως πέρα, γιατί ο πραγματικός στόχος της εργασιακής εφεδρείας ήταν «η μείωση του εργασιακού κόστους», όπως παραδέχονται τα στελέχη της ΝΔ. Είναι ολοφάνερο λοιπόν ότι η «μεταβατική πρόταση», που έκανε εκ των υστέρων, να παραμείνουν δηλαδή περίπου ισόβια (!) σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας όσοι εργαζόμενοι υπαχθούν σε αυτή, αποσκοπούσε στο να θολώσει τα νερά, ώστε να αποφύγει το πολιτικό κόστος.
Δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι από τη στιγμή που η κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει στη χρησιμοποίηση αυτού του αντιλαϊκού όπλου, οι μόνες ενστάσεις που προβάλλει η ηγεσία της ΝΔ αφορούν στα κριτήρια με τα οποία θα απολυθεί το προσωπικό του Δημοσίου, εκφράζοντας ανησυχίες για «κομματικές εκκαθαρίσεις». Ταυτόχρονα ανέδειξε ως «αιτία των μαζικών απολύσεων» τις 25.000 προσλήψεις συμβασιούχων ορισμένου χρόνου που έκανε η κυβέρνηση το 2010, προσφέροντας ουσιαστικά ένα βολικό άλλοθι για το πογκρόμ κατά των εργαζομένων στο Δημόσιο.
Την ίδια στιγμή, τα στελέχη της ΝΔ αναπαράγουν σε όλους τους τόνους το παραμύθι πως «αν περικοπούν δραστικά οι δαπάνες και μειωθεί το κράτος, θα πάρει ανάσα ο λαός και θα μπορούσαν να αποφευχθούν νέα μέτρα», επιδιώκοντας να εγκλωβίσουν το λαό στη στρατηγική εξόδου από την κρίση προς όφελος της πλουτοκρατίας.
Είναι ολοφάνερο ότι το «ξεκάθαρο "όχι" στην προοπτική της συγκυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ», που αναμένεται να επαναλάβει στη ΔΕΘ ο Αντ. Σαμαράς, είναι φραστικός λεονταρισμός άνευ περιεχομένου, που αποσκοπεί απλά στο κέρδισμα πόντων στη διαμάχη για την κυβερνητική πρωτοκαθεδρία. Ομως, μόλις πριν από τρεις μήνες, ο πρόεδρος της ΝΔ συμφώνησε στη συγκυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ και το ίδιο είναι πανέτοιμος να κάνει και τώρα, κατά προτίμηση μετά από εκλογές, ώστε να έχει το πάνω χέρι στο συνασπισμό εξουσίας υπέρ των μονοπωλίων.
Η ανατροπή της στρατηγικής που συνυπηρετούν με το ΠΑΣΟΚ, η αποδυνάμωση των δύο και των δορυφόρων τους, η ενίσχυση του ΚΚΕ, είναι προϋποθέσεις για να υπάρξει φιλολαϊκή διέξοδος από την καπιταλιστική κρίση, να ανοίξει ο δρόμος για ριζικές αλλαγές προς όφελος του λαού στο επίπεδο της εξουσίας και της οικονομίας.