(Πλάτωνας, «Απολογία Σωκράτη»)
Η μοχθηρία δεν έχει πρόσωπο. Εχει στίγμα. Ιδεολογικό. Κοινωνικό. Τόσο σταθερά επαναλαμβανόμενο στον πλου της Ιστορίας, που μόνο τυχαίο δεν μπορεί να θεωρηθεί. Μήτε αυθόρμητο. Μήτε νεανικό. Μήτε άναρχο κι αναρχοαυτόνομο. Είναι μαύρο σαν τον «ασφαλίτη» που πιάστηκε στα πράσα, γκριζομάλλης και τριανταπεντάρης να ηγείται των μαυροκούκουλων... εναντίον της περιφρούρησης του ΠΑΜΕ. Και στο κινητό του είχε δυο κλήσεις το παλικάρι. Στη «μαμά» (;) και στον «μπαμπά» (!). Οι «εταιρείες» ήταν για άλλα κινητά κι ακίνητα λοστάρια, καπνογόνα, όλα τα ακριβά παραφερνάλια της οργανωμένης συστημικής καταστολής.
Μοχθηροί άνθρωποι που φοβούνται τους πολλούς ανθρώπους της δουλειάς άμα τους κοιτάνε κατά πρόσωπο. Κάτι φασιστοειδή που πήραν χολερικές πένες και μαρκούτσια, ευγενικές χορηγίες αφεντικών, και τις μετέτρεψαν σε «μούσες» του εσμού των εθισμένων στην αλλοτρίων συμφερόντων «αγανάκτηση» της τυφλής βίας.
Είναι εκείνοι οι φτηνοί, εργαστηριακής παραγωγής διανοούμενοι του συστημικού 24ώρου, που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την καπότα του βοσκού απ' την καπότα του πορνοβοσκού και ψάχνουν την παιδεραστία ως «εκτροπή του προφίλ», όπως ψάχνουν το κεφάλι που στέκεται κοιτάζοντας ψηλά να το κόψουν ως αναιδή αντίσταση. Είναι κι ανάμεσά τους κάτι κουμάσια που ανατριχιάζουν με τον τρόπο που συλήθηκε το πτώμα του Καντάφι «γιατί δεν είναι στην κουλτούρα μας», πετάνε βαρύγδουπα. Ούτε ο Αχιλλέας ούτε ο Βουλγαροκτόνος...
Η προβοκάτσια θέλει μοχθηρό ιδιοκτήτη επικοινωνιακού χωρόχρονου. Σε όλες τις εποχές. Κι αποκτά ταχύτητα καθώς σέρνεται στις αποστάσεις της άγνοιας και της απελπισίας των καιρών. Και προτρέχει του θανάτου.