Τετάρτη 28 Δεκέμβρη 2011
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
Θέατρο
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Ξένη κωμωδία
«Ο φυλακισμένος της διπλανής πόρτας» στο «Ιλίσια»

«Η θεία και εγώ»
«Η θεία και εγώ»
Σπουδαίος, πολυβραβευμένος και πολυγραφότατος «μάστορας» της κωμωδίας, μιας κωμωδίας - συνήθως - με κοινωνικού περιεχομένου αποχρώσεις και πρόσωπα που αντιστοιχούν στη ζωή, στις συμπεριφορές, στις ελπίδες και στα προβλήματα των μικροαστικών και λαϊκών στρωμάτων της αμερικανικής κοινωνίας, ο Νιλ Σάιμον, «οσμιζόμενος» την κλιμάκωση των ανθρωποβόρων - εργασιακών και βιοποριστικών - συνεπειών που συνεπαγόταν η οικονομική κρίση του καπιταλισμού - αμερικανικού και παγκόσμιου - στη δεκαετία του 1970 σε βάρος των εργαζομένων λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων στις ΗΠΑ, το 1971 έγραψε τον «Φυλακισμένο της δυτικής Λεωφόρου» (αυτός είναι ο πρωτότυπος τίτλος του έργου). Ο γεννημένος και μεγαλωμένος στις φτωχογειτονιές του Μπρονξ, Σάιμον έγραψε μια κοινωνικών προεκτάσεων κωμωδία, θεόπικρη μεν αλλά με αισιοδοξία και πίστη για την αντοχή που προσφέρει η αγάπη και η αλληλεγγύη σε κάθε άνθρωπο της ανάγκης. Μια κωμωδία άκρως επίκαιρη, λόγω του νέου, οξύτερου απ' ό,τι στη δεκαετία του 1970 κύκλου παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού. Ο πρωταγωνιστής του έργου, ο Μελ, πολλά χρόνια στέλεχος μιας μεγαλοεταιρείας, μια μέρα, ξαφνικά και αναίτια, απολύεται, λόγω «οικονομικών δυσκολιών» της εταιρείας. Αποσβολωμένος και ντροπιασμένος κρύβει την απόλυσή του από τη γυναίκα και τα αδέλφια του. Για πολύ καιρό, μάταια, αναζητά δουλειά. Τριγυρνά ολόημερα στη «ζούγκλα» της καπιταλιστικής «μητρόπολης», για να περνά η μέρα. Τρώγονται και τα λιγοστά χρήματά του στην τράπεζα. Μένει χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Αγωνιά και για το στεγαστικό του δάνειο. Καθώς η ανεργία και η φτώχεια μεγαλώνουν αυξάνονται και κλοπές σπιτιών. Κατακλέβουν και το δικό του σπίτι. Η απραξία και το γεγονός ότι η γυναίκα του μαθαίνοντας την απόλυσή του, βρήκε δουλειά, ίσα ίσα για να ψευτοζήσουν, τον «τρελαίνει». Χωρίς την έμπρακτη αγάπη της γυναίκας του και την οικονομική στήριξη του αδελφού του για ψυχοϊατρική παρακολούθησή του, η ζωή του Μελ θα καταστρεφόταν για πάντα, όπως αμέτρητων άλλων ανθρώπων. Πολύπειρος, σε πλήρη ωριμότητα, πολύπλευρο και πλούσιο υποκριτικό ταλέντο για όλα τα θεατρικά είδη, με αποδειγμένη σκηνοθετική ικανότητα, ο Γρηγόρης Βαλτινός ευστόχησε όχι μόνο με την επιλογή αυτής της κωμωδίας, αλλά και με την εκσυγχρονιστική μετάφρασή της (ευστοχότατη και η παράφραση του τίτλου σε «Φυλακισμένου της διπλανής πόρτας») και τη σκηνοθετική και ερμηνευτική διδασκαλία της, με συντελεστές το λιτά ρεαλιστικό και καλαίσθητο σκηνικό και τα κοστούμια του Γιώργου Πάτσα, τους μουσικούς ήχους του Κώστα Εμμανουηλίδη και τους φωτισμούς της Μελίνας Μάσχα. Ο ίδιος στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ακροβατώντας με θαυμαστή απλότητα, αμεσότητα και αλήθεια ανάμεσα στο δραματικό και κωμικό, συνθέτει αδιάρρηκτα την ανθρώπινη με την κοινωνική πτυχή του έργου. Πολύτιμος ο Κώστας Φλωκατούλας με την πηγαία κωμικότητα αλλά και την ευαισθησία του. Κωμικοσατιρικά ανάλαφρη η ερμηνεία της Υβόννης Μαλτέζου. Αξιόλογες είναι και οι ερμηνείες των Κατερίνας Λέχου, Αλεξάνδρας Παντελάκη και Φωτεινής Ντεμίρη.

«Η θεία και εγώ» στο «Βασιλάκου»

 «Ο φυλακισμένος της διπλανής πόρτας»
«Ο φυλακισμένος της διπλανής πόρτας»
Τρυφερά ανθρώπινη, αλλά και με κριτική ματιά για τις λαθεμένες σκέψεις, τις απερίσκεπτες συμπεριφορές, τις συναισθηματικές ανεπάρκειες του ανθρώπου, πικρόγευστη, μελαγχολικότατα χιουμοριστική είναι η κωμωδία του Μόρις Πάνιτς «Η θεία και εγώ». Θέμα της, πρωτίστως, το «ορφάνεμα» κάθε ανθρώπου όταν χάνει τους γονιούς του, όταν στερείται άθελά του ή από υπαιτιότητά του την αγάπη ενός δικού, η μοναξιά, ιδιαίτερα στα γηρατειά, η αχαριστία απέναντι σε συγγενή που προσφέρει την αγάπη του, η αδιαφορία και όταν αυτός ο συγγενής έχει ανάγκη την αγάπη του αγαπημένου συγγενή, ο θάνατος του ανθρώπου που πρόσφερε αγάπη, οι ενοχές που ξυπνούν, οι αναμνήσεις από το πεθαμένο πρόσωπο και, βέβαια, η συνειδητοποίηση ότι για τον καθένα έρχονται τα γηρατειά και η αβάσταχτη μοναξιά τους όταν δεν υπάρχει πια κανείς δικός να σ' αγαπά. Ο μεσήλικας Κεμπ, ορφανεμένος από γονείς και μεγαλωμένος με την αγάπη και φροντίδα της θείας του Γκρεής, ζει χρόνια μακριά της. Μόνη έγνοια του η δουλειά του και η ζωή του. Μια μοναχική χαμοζωή, ουσιαστικά. Σπάνια επισκέπτεται τη θεία που τον μεγάλωσε κι ας είναι ολομόναχη, γριούλα, κι ανήμπορη και λαχταρά για την παρουσία του και λίγα δείγματα αγάπης. Αλλά και όταν την επισκέπτεται δεν της προσφέρει την ευχαρίστηση που δίνει η τρυφερότητα και μια βόλτα. Η στερνή επίσκεψή του, με το θάνατό της, διεγείρει τη μνήμη, την ενοχή, τη θλίψη για την απώλεια, τη συνειδητοποίηση των αναμενόμενων γηρατειών του και της δικής του πλήρους μοναξιάς, αφού δεν υπάρχει πια κανείς να τον αγαπά και να τον αποζητά. Το έργο σε μετάφραση Γιώργου Βάλαρη, απόδοση Αντώνη Γασλαίου, με αφαιρετικό σκηνικό και κοστούμια της Αναστασίας Αρσένη, ατμοσφαιρικούς φωτισμούς Ανδρέα Μπέλλη, μουσική επιμέλεια Παναγιώτη Αυγερινού, σκηνοθετημένο με αισθαντικότητα και λεπτό χιούμορ από τον Πέτρο Ζούλια, ευεργετείται ερμηνευτικά. Η Μπέτυ Βαλάση υπέροχα, εκφραστικότατα, συγκινητικά «εύγλωττη» στον σιωπηλό - καθόλη τη διάρκεια του έργου, με μια έκπληξη στο φινάλε του - ρόλο της θείας. Λιτή, άμεση, αισθαντική, αλλά και «αντιπαλεύοντας» σοβαρά την υποκριτική μανιέρα και τις κωμικές ευκολίες του, είναι η ερμηνεία του Χρήστου Χατζηπαναγιώτη.


ΘΥΜΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ