Η «ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ» άρχισε το 2003 από την κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών - Πρασίνων υπό τον Γκέρχαρντ Σρέντερ. Ενα από τα χαρακτηριστικά της ήταν η απορρύθμιση της σταθερής εργασίας στο όνομα της «απασχόλησης» και της «ανταγωνιστικότητας». Ο θεσμός της «μίνι εργασίας» (minijobs) που καθιερώθηκε στο πλαίσιο εκείνης της μεταρρύθμισης εκθειάστηκε από πολλούς Ευρωπαίους ηγέτες, όπως ο Νικολά Σαρκοζί, που επιχείρησε να επιβάλει ανάλογο μοντέλο στη Γαλλία.
Πρόκειται για δουλειές με αμοιβές που δεν ξεπερνούν τα 400 ευρώ μηνιαίως και οι οποίες μπορούν να υπάρχουν παράλληλα με ένα επίδομα κοινωνικής βοήθειας ή επιπλέον μια «παραδοσιακή» εργασία.
Αφού προηγήθηκαν η δραστική περικοπή των επιδομάτων ανεργίας και η σμίκρυνση του χρόνου επιδότησης των ανέργων, τα «minijobs» εμφανίστηκαν από τη γερμανική κυβέρνηση ως κίνητρο για τους ανέργους για να αναζητήσουν εργασία. Ηταν τότε που οι άνεργοι κατηγορήθηκαν ότι προτιμούν τη «θαλπωρή» του επιδόματος ανεργίας και... τεμπελιάζουν.
ΟΜΩΣ ΤΑ «MINIJOBS» έχουν το πλεονέκτημα για τους εργοδότες ότι είναι σχεδόν εντελώς απαλλαγμένα από δαπάνες Κοινωνικής Ασφάλισης. Ετσι, οι εργαζόμενοι αυτής της κατηγορίας δεν έχουν δικαίωμα για τη λήψη κανενός επιδόματος υγείας ή ανεργίας. Εκτός και αν έχουν οι ίδιοι τη δυνατότητα να πληρώσουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές. Κάτι που μοιάζει με ανέκδοτο αν υπολογίσουμε ότι οι μηνιαίες αποδοχές τους δεν ξεπερνούν τα 400 ευρώ.
Το ίδρυμα σημειώνει ότι σχεδόν το 90% αυτών των θέσεων εργασίας εντάσσεται στην κατηγορία των πολύ χαμηλόμισθων και υπογραμμίζει ότι μόνον για το 9% των 7,3 εκατομμυρίων ατόμων που τις καταλαμβάνουν λειτουργούν ως διαβατήριο για μια κανονική δουλειά.
ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΣΗΜΕΙΩΘΕΙ ότι η εργασία αυτού του τύπου είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στον κλάδο των ξενοδοχείων, της εστίασης, του λιανικού εμπορίου και των εταιρειών παροχής υπηρεσιών. Κατά μέσον όρο, ένας «μινιτζόμπερ» κερδίζει δύο φορές λιγότερα την ώρα από έναν πλήρως απασχολούμενο, υπογραμμίζουν οι ερευνητές του ιδρύματος. Υπολογίζεται ότι το 90% των «minijobers» εργάζονται για λιγότερα από 9,76 ευρώ μεικτά την ώρα στη δυτική Γερμανία και για λιγότερα από 7,03 ευρώ την ώρα στην ανατολική Γερμανία, ποσό που δεν επιτρέπει στον εργαζόμενο να ξεπεράσει το όριο της φτώχειας.