Πέμπτη 11 Απρίλη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 22
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΝΤΕΡΕΚ ΤΣΙΑΝΦΡΑΝΣ
Το τέλος του δρόμου

2013 Focus Features

Το συναρπαστικό, σε εύρος και διάρκεια, πλάνο - σεκάνς της εισαγωγής, στέλνει τους συνειρμούς κατευθείαν στο μεγαλειώδες εισαγωγικό πλάνο - σεκάνς της ταινίας του Ορσον Ουέλς «TOUCH OF EVIL» (1958), απόσπασμα, που εμπίπτει στη διδακτέα ύλη της ιστορίας του κινηματογράφου, ως υποδειγματικό. Και μόνο απ' αυτό, ο σκηνοθέτης κατάφερε ήδη να εξασφαλίσει τον εν μέρει θαυμασμό μας κι ας μη διαθέτει η προσπάθειά του, ούτε τη συνθετότητα της mise-en- scene (της σκηνοθεσίας στο εσωτερικό του κάδρου), ούτε και την περιπλοκότητα των κινήσεων της μηχανής, στην κλασική ταινία του Ουέλς.

Εδώ, ακολουθούμε μια κόκκινη δερμάτινη «πλάτη» να κινείται γοργά και αποφασιστικά προς τα μπρος. Η κάμερα, σχεδόν κολλημένη, πάνω της. Ο αθλητικός άνδρας με τα οξιζεναρισμένα μαλλιά διασχίζει φιλάρεσκα το χώρο του λούνα παρκ με τα πολύχρωμα λαμπιόνια που αναβοσβήνουν. Ο άνδρας μπαίνει στο αντίσκηνο που θα φιλοξενήσει το νούμερό του. Συνοδευόμενος από τις ιαχές του κονφερασιέ/ εργοδότη, ανεβαίνει στη μοτοσικλέτα και με φασαριόζικα αναμμένη μηχανή μπαίνει, με άλλους δυο μοτοσικλετιστές, σε ένα στρογγυλό, ατσαλένιο κλουβί που πάνω στα εσωτερικά του τοιχώματα θα λάβει χώρα η ατραξιόν για την οποία πληρώνονται, ο «γύρος του θανάτου»... Ο Λουκ είναι ένας περιφερόμενος stuntman με σώμα καλυμμένο από τατουαρισμένα δάκρυα και μοτίβα από τη Βίβλο... Ο Ράιαν Γκόσλινγκ μπορεί να άλλαξε το αυτοκίνητο με μοτοσικλέτα, όμως και εδώ υποδύεται έναν παρά τη θέλησή του κακοποιό...

... που ξεκίνησε σαν μίζερος stuntman που στο παρελθόν, ξανάρθε στον τόπο αυτόν και η ολιγόχρονη παραμονή του έφερε στον κόσμο έναν γιο. Τώρα, μπροστά του έχει την κοπέλα από το παρελθόν, εκείνη τώρα δεν είναι μόνη, έχει μια σοβαρή σχέση και δεν ενδιαφέρεται για όποια αναζωπύρωση της παλιάς. Ο Λουκ, παρατημένος ο ίδιος από πατέρα, θεωρεί ότι από την ώρα που η έγκυος γυναίκα γέννησε το παιδί του, του ανήκει πρωτίστως το παιδί και κατ' επέκταση η μάνα. Ετσι ανακηρύσσει ως λόγο ύπαρξής του αυτήν την πρωτόγνωρη αίσθηση πατρότητας που δίνει νόημα στη ζωή του. Και πάει παραπέρα... Αποφασίζει να εγκατασταθεί στην πόλη, να βρίσκεται δίπλα στο γιο του, να κάνει ό,τι καλύτερο για να συντηρεί την οικογένειά του. Το μοναδικό πάραυτα εφικτό μοιάζει να είναι η ληστεία τράπεζας. Υποκινητής και συνεταίρος ένας μοναχικός λύκος ο ιδιοκτήτης του συνεργείου αυτοκινήτων πορτρέτο που ο Τσιανφράνς ζωγραφίζει ηχητικά με τις βραχνές νότες του Μπρους Σπρίνγκστιν που παράλληλα αναδεικνύουν το βλέμμα του σκηνοθέτη στην κοινωνία και την ταξική της σύνθεση, συμπαγές φόντο σε ό,τι αφορά φιλοδοξίες και διαφθορά του ατόμου. Η επιτυχία της πρώτης ληστείας τον μεθά αλλά και τον πετά στον εθισμό, στην απληστία... Ο Ράιαν Γκόσλινγκ είναι αυτός που βάζει τον τόνο στην ταινία. Ερμηνεύει με εξαίρετη ευαισθησία και εσωτερικότητα το σκληρό περίγραμμα του Λουκ που υποκινείται από την αμέτρητη θλίψη του βλέμματός του που βαθαίνει όλο και περισσότερο τις ρυτίδες που ξεφυτρώνουν γύρω από το στόμα του... Ο περιθωριακός, φτωχοδιάβολος Λουκ - προϊόν αλλά και αναπαραγωγός του συστήματος που τον παρήγαγε - από τη στιγμή που η «ζωή» του αποκαλύπτει το νόημα της δικής του ζωής, αποφασίζει να γίνει «νοικοκυραίος», ώστε να μπορέσει να το γευτεί. Και το σύστημα διδάσκει σε όλους τους τόνους ότι άξιος οικογενειάρχης είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής. Είναι η συμπεριφορά του Λουκ που συνιστά το κλειδί και του δράματος που ακολουθεί, όπου ο νεαρός αστυνομικός με τον υπερβάλλοντα ζήλο - τον υποδύεται ο Μπράντλεϊ Κούπερ - ο έτερος πρωταγωνιστής που κι αυτός, μόλις έγινε πατέρας θα χρισθεί σε ήρωα της πόλης. Ο Γκόσλινγκ και ο Κούπερ εκπέμπουν ακεραιότητα, είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, του λευκού αμερικάνικου ανδρισμού και οι ιστορίες τους υφαίνονται δραματικά στο ίδιο τελάρο.

Ξαφνικά όλα αλλάζουν... Η αναμφισβήτητα καλοφτιαγμένη ταινία, ενώ ξεκινά με την ένταση και το άγχος μιας ρεαλιστικής καθημερινότητας, αλλάζει. Μετατρέπεται σε χιλιοειπωμένη ιστορία με διεφθαρμένους αστυνομικούς που το παίζουν αντεστραμμένοι Ρομπέν των Δασών. Και ο Γκόσλινγκ αντικαθίσταται από έναν καλοχτενισμένο Μπράντλεϊ Κούπερ που ενώ δεν είναι κακός στο ρόλο, υπογραμμίζει τη διαφορά με τον προηγούμενο. Σ' αυτό το σημείο αισθάνεσαι ότι το φιλμ σταμάτησε... για να συνεχίσει ασθμαίνοντας, με κάτι παντελώς διαφορετικό, στην τρίτη πράξη.

Η ταινία του Τσιανφράνς είναι κάτι σαν «τρία φιλμ σε ένα». Το πρώτο, υπερβολικό μεν, αλλά σφύζει από ενδιαφέρον ποικιλόμορφο! Εδώ όμως τελειώνει και η απόλαυση... Το δεύτερο - βαρετό - για τον αγώνα του αστυνομικού Κούπερ εναντίον ενός διεφθαρμένου κατεστημένου, ενώ στο τρίτο μέρος, που λαμβάνει χώρα 15 χρόνια μετά, το ενδιαφέρον κατά τι επανέρχεται και γινόμαστε μάρτυρες των συνεπειών των επιλογών των δύο προηγούμενων πρωταγωνιστών και του πώς αυτές εκφράζονται στο τόξο του μέλλοντος... Μάλλον απλοϊκή κατασκευή η ταινία, στην οποία κάθε της τμήμα αποδεικνύεται λειτουργικό ως προς τον εαυτό του. Τα τμήματα αυτά λειτουργούν χειρότερα τιθέμενα το ένα δίπλα στο άλλο. Το πρώτο, είναι το δυνατότερο απ' όποια πλευρά κι αν το δει κανείς, ενώ, στο τελευταίο συγκεντρώνονται οι περισσότερες αδυναμίες. Ετσι ο θεατής, μετά από 140 λεπτά προβολής, φεύγει με την εντύπωση /αίσθηση ότι το φιλμ αποδυναμώνεται όσο ξεδιπλώνεται... Πάντως, η υπερβολική δραματοποίηση μέσα από εκκλησιαστικές χορωδίες μοιάζουν να θέλουν να βγάλουν στην επιφάνεια μια μοιραία ατμόσφαιρα όπου υπογραμμίζεται ότι «δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει από την κληρονομικότητά του και τα αμαρτήματα του παρελθόντος» ή κάτι τέτοιο.

Στο σημερινό συμβατικό κινηματογραφικό τοπίο εύχεται κανείς να συναντά ταινίες που εκπλήσσουν, που τολμούν να προκαλούν τις προκατασκευασμένες προσδοκίες, χαρακτήρες ή ανάπτυξη του δράματος. Ωστόσο η συνολική εικόνα της «ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ» εμφανίζεται άνιση και ακατάστατη. Και δεν μπορεί να ικανοποιείται κανείς όταν διαπιστώνει ότι η ευφορία αφορά μόνο το 1/3 της ταινίας και συγκεντρώνεται αποκλειστικά στο πρώτο της μέρος που, ανεπιφύλακτα λέμε ότι είναι ό,τι καλύτερο έχουμε δει εδώ και πολύ, πολύ καιρό... Και θα ήταν άδικο να πούμε ότι το φιλμ μιλά αποσπασματικά για αμαρτήματα και μετάνοια, για αγάπη και ζήλεια, για το αν μπορούσε κάποιος να αναιρέσει τις πράξεις του... και πάνω απ' όλα για μια ιστορία για πατέρες και γιους.

Παίζουν: Ράιαν Γκόσλινγκ, Μπράντλεϊ Κούπερ, Εύα Μέντες, Ρέι Λιότα, Μπεν Μέντελσον, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2012).


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ