Η ανάδειξη του νέου διπολισμού που διαμορφώνεται ανάμεσα στη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ, σχήματα - δορυφόροι των δύο πόλων, αλλά και δυνάμεις που «οραματίζονται» τη συγκρότηση ενός τρίτου και αυτοτοποθετούνται στην κεντροαριστερά, οι μεταξύ τους κολεγιές αλλά και ανταγωνισμοί είναι στοιχεία μιας διαδικασίας που αντανακλά επιτακτικές ανάγκες της αστικής τάξης στη δοσμένη χρονική συγκυρία, όπως η ανάγκη για σταθερό πολιτικό σκηνικό που θα δίνει σταθερές αστικές κυβερνήσεις. Αντανακλά όμως και ανταγωνισμούς ανάμεσα στα διάφορα τμήματα του κεφαλαίου που αφορούν το μείγμα διαχείρισης, την αναδιάταξη συμμαχιών στο έδαφος των συνθηκών που διαμορφώνει η καπιταλιστική κρίση κ.ά.
Οι αστικές πολιτικές δυνάμεις δε χωρίζονται με σινικά τείχη, προέχει το συλλογικό συμφέρον της αστικής τάξης. Εκεί ακριβώς συναντιούνται όταν μιλούν για «παραγωγική ανασυγκρότηση», «κοινωνική συνοχή», συμμαχίες που θα τονώσουν την ανταγωνιστικότητα των ντόπιων επιχειρηματικών ομίλων κ.ά. Αυτή είναι και η συγκολλητική ουσία. Στη χώρα μας κανένα απ' τα υπάρχοντα αστικά κόμματα ή κόμματα αστικής διαχείρισης δεν ελπίζει σε αυτοδύναμη κυβερνητική προοπτική. Η ΝΔ ήδη συγκυβερνά με το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ αναζητά δυνάμεις που θα του προσέφεραν στήριγμα στην περίπτωση που αναλάβει τη διακυβέρνηση, ενώ άλλα κόμματα προορίζονται να έχουν ένα δευτερεύοντα αλλά καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση κυβερνήσεων συνεργασίας. Ορισμένα από αυτά επιδιώκουν να παίξουν και στον ένα και στον άλλο πόλο, αυτό εκφράζεται και σε διαφορετικές προσεγγίσεις που εκφράζονται στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο βρήκαν ήδη πρακτικό αντίκρυσμα τα προτάγματα της «Προοδευτικής Συμμαχίας», του φορέα της σοσιαλδημοκρατίας που προέκυψε μετά την αποχώρηση κομμάτων από τη Σοσιαλιστική Διεθνή, με πρωτεργάτη το γερμανικό SPD. Κίνηση που επεδίωκε να επιδράσει σαν καταλύτης για τη δημιουργία μεγάλων συνασπισμών, εξασφαλίζοντας τη συμμετοχή της σοσιαλδημοκρατίας σε κυβερνήσεις. Η προοπτική άμεσης κυβερνητικής συνεργασίας του SPD με το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα της Μέρκελ το επιβεβαιώνει.
Καυγαδίζουν για το «πάπλωμα», την ώρα που μοιράζονται το ίδιο «κρεβάτι». Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να ερμηνευτεί η άρνηση της ΔΗΜΑΡ να στηρίξει την «πρωτοβουλία των 58» για τη δημιουργία ενιαίου πολιτικού φορέα της κεντροαριστεράς. Αλλά και η στάση που κρατά ο ΣΥΡΙΖΑ, που διαπερνιέται απ' την αρχική του τοποθέτηση περί «υλικών κατεδαφίσεως» με τα οποία «δεν χτίζεται τίποτα καινούργιο».
Ο ΣΥΡΙΖΑ, υποδοχέας ενός μεγάλου κομματιού στελεχών που αποσπάστηκε από το ΠΑΣΟΚ, απορρίπτει σήμερα την ιδέα δημιουργίας μιας ελληνικής «Ελιάς», παρόλο που ο βασικός του κορμός (ο ΣΥΝ) υπήρξε θιασώτης των κεντροαριστερών πειραμάτων σε Γαλλία, Ιταλία κ.α. Δεν απορρίπτει βεβαίως την ανάγκη αναμόρφωσης του «σοσιαλιστικού» (βλέπε σοσιαλδημοκρατικού) χώρου, διεκδικώντας την πρωτοκαθεδρία στο χώρο αυτό. Για του λόγου το αληθές, θυμίζουμε πως ήταν ο Αλ. Τσίπρας αυτός που στις 30 Γενάρη του 2013 δήλωνε σε εκπομπή της ΝΕΤ: «Πιστεύουμε ότι είναι παρά φύσιν να έχουμε δύο πόλους χωρίς κέντρο και είναι παρά φύσιν να στοιχίζονται τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας πίσω από μία ακραία δεξιά πρόταση, δεν πιστεύω ότι αυτό θα συνεχιστεί για πολύ»...
Σε εκείνη τη συνέντευξη, ο Αλ. Τσίπρας επιβεβαίωσε ότι είναι σημαντικότερα όσα ενώνουν τα κόμματα της αστικής διαχείρισης απ' όσα τα χωρίζουν. Αφησε ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, ακόμα και με τους Ανεξάρτητους Ελληνες ή με νέα σχήματα που θα προκύψουν μέσα απ' τις διεργασίες αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού σκηνικού, ευχόμενος να καταστεί δυνατή η συνεργασία με «δυνάμεις της ευρύτερης σοσιαλδημοκρατίας, του κέντρου, πατριωτικές δυνάμεις, ακόμη και με τη λαϊκή δεξιά». Στο πλαίσιο αυτό απηύθυνε κάλεσμα στους σοσιαλδημοκράτες «να αποφασίσουν με ποιους θα πάνε και ποιους θα αφήσουν», να επιλέξουν το νεοφιλελευθερισμό ή τη συμμετοχή τους στη διαμόρφωση μιας νέας «αριστερής» συμμαχίας.
Να θυμίσουμε ακόμα πως οι έριδες για τα σκήπτρα στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας άρχισαν από την επομένη των εκλογών του 2012. Το Σεπτέμβρη του 2012, ο ΣΥΡΙΖΑ τίμησε με εκδήλωσή του την επέτειο της ιδρυτικής διακήρυξης του ΠΑΣΟΚ, προκαλώντας τη μήνιν του ΠΑΣΟΚ. Ο Αλ. Τσίπρας δεν άφησε περιθώρια αμφισβήτησης της πρόθεσης του κόμματός του να καταλάβει το χώρο που άφηνε η υποχώρηση του ΠΑΣΟΚ στη σοσιαλδημοκρατία, αντιγράφοντας πιστά τις μεθόδους λαϊκής εξαπάτησης που χρησιμοποίησε το ΠΑΣΟΚ του '80 και αναπέμποντας ύμνους στην ιδρυτική διακήρυξή του. Δήλωνε: «η διακήρυξη των αρχών της 3ης του Σεπτέμβρη, όπως και κάθε πολιτική διακήρυξη που ενέπνευσε λαϊκούς αγώνες και σφράγισε την ιστορία του τόπου, δεν (...) μπορεί να είναι ιδιοκτησία από κληρονομιά οποιουδήποτε».
Ενα μήνα μετά, τον Οκτώβρη του 2012, ο Αλ. Τσίπρας, σε συνέντευξή του, στο «Βήμα» καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι, επειδή «πολλές από τις προτάσεις μας τις ασπάζονται σημαντικοί Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες», κρύβοντας φυσικά ότι τις ασπάζονται επειδή είναι προτάσεις διαχείρισης της εξουσίας των μονοπωλίων, τα οποία με αφοσίωση υπηρέτησε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία στο σύνολό της. Μάλιστα η γερμανική σοσιαλδημοκρατία αφού παζάρεψε τους όρους με τους οποίους θα προσφέρει ξανά τις υπηρεσίες της, από κοινού με την Α. Μέρκελ, ανέλαβε ξανά δράση. Στον καθρέφτη αυτής, της ευρωενωσιακής σοσιαλδημοκρατίας, που διεκπεραίωσε μεγάλο όγκο των φιλομονοπωλιακών αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων, ο ΣΥΡΙΖΑ αναγνωρίζει τον εαυτό του, γι' αυτό και συμπλήρωνε στα παραπάνω ο Αλ. Τσίπρας: «Η γερμανική Σοσιαλδημοκρατία πρέπει πάντως να συνειδητοποιήσει ότι ο συνομιλητής της στην Ελλάδα δεν μπορεί να είναι ένα κόμμα που βρίσκεται σε πλήρη διάλυση, το ΠΑΣΟΚ, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ».
Ρόλο συνομιλητή και συνεταίρου στη διαχείριση διεκδίκησε και το γερμανικό «αδελφάκι» του ΣΥΡΙΖΑ, το «Die Linke», που έφτασε να παρακαλάει τους σοσιαλδημοκράτες για ένα υπουργείο...