Κυριακή 29 Απρίλη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 23
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Απαιτείται ένταση των αντιλαϊκών μέτρων

«Πλάτες», αλλά και οδηγίες προς την κυβέρνηση να προχωρήσει στην προώθηση των εκτρωματικών μέτρων για την Κοινωνική Ασφάλιση

Αν για το... όραμα της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ χρειάστηκε μια ολόκληρη υπερδεκαετής περίοδος πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας και αμφισβήτησης των δικαιωμάτων των εργαζομένων, για την «πραγματική σύγκλιση» απαιτούνται είκοσι χρόνια πλήρους ξεθεμελίωσης των εργατικών κατακτήσεων και ολοκλήρωση των διαρθρωτικών προσαρμογών της ελληνικής οικονομίας. Αυτό ήταν το μήνυμα που εξέπεμψε το πρωί της Παρασκευής από το κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδας ο διοικητής του ιδρύματος, ο οποίος για μια ακόμα φορά παρουσίασε το μοντέλο των πολιτικών που οφείλουν να ακολουθήσουν για τα επόμενα χρόνια οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών της ΕΕ.

Ο Λουκάς Παπαδήμος έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, δίνοντας αποστομωτικές απαντήσεις σε όλους εκείνους που φαντάζονται - ή που κάνουν πως πιστεύουν - ότι είναι δυνατόν να γίνει οποιοσδήποτε διάλογος και συνδιαλλαγή με τους κυβερνώντες, που χαράζουν και εφαρμόζουν την ασκούμενη πολιτική. Εξήγησε σε όλους τους τόνους και με όλους τους δυνατούς τρόπους, ότι για την Ελλάδα μονόδρομος είναι αυτό που στην ΕΕ, με μια κουβέντα, ονομάζουν κατάκτηση «ανταγωνιστικότητας». Ανέλυσε, δηλαδή, τη γενικότερη στρατηγική της οικονομικής ολιγαρχίας για το σύνολο των απαιτούμενων αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων και παρουσίασε την ένταση με την οποία πρέπει να... εργαστούν οι κυβερνώντες για να προωθηθεί το μοντέλο της λεγόμενης πραγματικής σύγκλισης. Ενα μοντέλο, που εντάσσεται στο γενικότερο κεφάλαιο «ανταγωνιστικότητα της οικονομίας», το οποίο εκπονήθηκε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, περιλαμβάνεται στη γνωστή Συνθήκη του Μάαστριχτ και τη «Λευκή Βίβλο» και έκτοτε υπόκειται σε διάφορες «προσαρμογές» στις ολοένα και πιο αρπαχτικές διαθέσεις του πολυεθνικού κεφαλαίου. Με δυο λόγια, ο Λ. Παπαδήμος εξήγησε ότι καλές ήταν οι μέχρι σήμερα νομοθετικές παρεμβάσεις σε μια σειρά από τομείς της οικονομίας και των εργασιακών σχέσεων (νόμος Σιούφα, νόμοι για ιδιωτικοποιήσεις, νόμος για την ιδιωτική ασφάλιση, απελευθερώσεις αγορών, οι ρυθμίσεις για αύξηση των κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών, το μίνι ασφαλιστικό, ο νόμος για τις ευέλικτες μορφές εργασίας κλπ.), αλλά όλα αυτά... είναι λίγα! Σήμερα δεν επαρκούν, γιατί, όπως ισχυρίστηκε, στο «νέο πλέον περιβάλλον», που λειτουργεί η ελληνική οικονομία, η «πραγματική σύγκλιση είναι μια μακροπρόθεσμη προοπτική», ενώ το «μέγεθος των προσπαθειών που πρέπει να καταβληθούν» οφείλουν να στοχεύουν στην «έγκαιρη αντιμετώπιση των παραγόντων και συνθηκών που επηρεάζουν δυσμενώς τις αναπτυξιακές προσπάθειες της χώρας».

Η Κοινωνική Ασφάλιση

Από τη σκοπιά της... ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή της προσπάθειας της άρχουσας τάξης να μειώσει το κόστος παραγωγής συνθλίβοντας εργασιακά δικαιώματα και απολαβές, προσεγγίζει το θέμα της Κοινωνικής Ασφάλισης ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας. Στηρίζοντας τα προτεινόμενα μέτρα από την κυβέρνηση και υιοθετώντας ουσιαστικά τη μελέτη των θατσερικών από τη Βρετανία που τη συνέταξαν, ο Λ. Παπαδήμος στέλνει μήνυμα προς κυβερνώντες και προς εργαζόμενους. Παίζοντας με ακρίβεια το ρόλο του εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη χώρα μας, διατυπώνει την άποψη ότι «κυριότερος παράγοντας με σοβαρές μακροπρόθεσμες συνέπειες για τη δημοσιονομική ισορροπία είναι το σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης» και απαιτεί λύσεις στην κατά το δυνατόν συντηρητικότερη κατεύθυνση.

Υποστήριξε πως η Τράπεζα της Ελλάδας δεν είναι αρμόδια να υποδείξει τρόπους επίλυσης του προβλήματος, αλλά μίλησε για την ανάγκη «γόνιμου διαλόγου», ο οποίος «πρέπει να επικεντρωθεί στην καλύτερη κατανόηση του προβλήματος και στη διεξοδική εξέταση των προτεινόμενων ρυθμίσεων». Οι διατυπώσεις και η λογική του διοικητή, δηλαδή, είναι πανομοιότυπες με εκείνες των κυβερνώντων. Λένε και οι δύο προς τους εργαζόμενους: Ελάτε να σας αναλύσουμε το πρόβλημα που υπάρχει και να συζητήσουμε την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, τη μείωση των συντάξεων και ό,τι άλλο έχουμε μέχρι σήμερα δημοσιοποιήσει σε σχέση με το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα.

Βέβαια, ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδας δε μένει στις γενικές περί του διαλόγου αναφορές προκειμένου να περάσουν τα αντιλαϊκά μέτρα. Προχωρά παραπέρα και με το πρόσχημα της «διεθνούς εμπειρίας» θέτει στο τραπέζι ανοιχτά - και όχι στα μουλωχτά όπως οι κυβερνώντες - το τριφασικό χιλιανό σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης. Σ' αυτά τα πλαίσια - και βεβαίως διαγράφοντας με μια μονοκονδυλιά το σύνολο των συνεπειών που έχει η επί δεκαετίες ασκούμενη πολιτική της καταλήστευσης των Ταμείων, της εισφοροδιαφυγής, των εισφοροαπαλλαγών, της «μαύρης εργασίας« κ.ο.κ. - κάνει λόγο για το δημογραφικό πρόβλημα και τις σχετικές «προβολές» που έχουν στη μελέτη τους οι Βρετανοί, βάσει των οποίων δεν αναμένονται θεαματικές εξελίξεις.

Με αφετηρία αυτή την παραδοχή υποστηρίζει την άποψη ότι «η εξασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος απαιτεί παρεμβάσεις στις εσωτερικές παραμέτρους του ισχύοντος συστήματος καθώς και στους βασικούς πυλώνες ασφάλισης και στους τρόπους αξιοποίησης των διαθεσίμων των Ταμείων», και εξηγεί: «Τα κύρια ερωτήματα αφορούν το ρόλο του κράτους (δηλαδή της μερικής χρηματοδότησης της Κοινωνικής Ασφάλισης από τα γενικά φορολογικά έσοδα), καθώς και την επιλογή του μείγματος των τριών βασικών προσεγγίσεων: Του διανεμητικού συστήματος (όπου οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων χρηματοδοτούνται από τις εισφορές των σημερινών ασφαλισμένων), του κεφαλαιοποιητικού συστήματος (όπου υπάρχει αυστηρή σχέση ανταποδοτικότητας μεταξύ εισφορών και παροχών σε ατομικό ή επαγγελματικό / κλαδικό επίπεδο) και της συμπληρωματικής ιδιωτικής ασφάλισης». Και όλα αυτά, βέβαια, ο κ. διοικητής τα σημειώνει προκειμένου να εξηγήσει πόσο καταστροφικό είναι το σύστημα στην Ελλάδα, όπου «κυριαρχεί το αναδιανεμητικό σύστημα με την κρατική συμμετοχή στη χρηματοδότηση, το οποίο εξαρτάται άμεσα από τη σχέση ασφαλισμένων-συνταξιούχων και επομένως από τις δημογραφικές προοπτικές, ενώ το κεφαλαιοποιητικό σύστημα εξαρτάται έμμεσα από τις δημογραφικές προοπτικές».

Επιχειρώντας ν' απαντήσει στο εύλογο επιχείρημα για τα περιβόητα πλεονάσματα που παρουσιάζει ο κρατικός προϋπολογισμός και γιατί δε χρηματοδοτείται από τα κονδύλια αυτά το σύστημα της Κοινωνικής Ασφάλισης, ο κ. διοικητής διατύπωσε την άποψη ότι κάθε τέτοια προοπτική «είναι περιορισμένη, εφόσον προέχει η μείωση του εξωτερικού χρέους».

Κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής

Σε ό,τι αφορά στις γενικότερες επιδιώξεις για την υλοποίηση του στόχου της... «πραγματικής σύγκλισης», ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας εξήγησε ότι η επίτευξη του στόχου προϋποθέτει ότι:

  • Η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων θα πρέπει να «φυτοζωεί», αφού ένας από τους κυριότερους στόχους της πολιτικής «πραγματικής σύγκλισης» είναι «η μείωση του κόστους εργασίας» στο σύνολο της οικονομίας
  • Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να ξεχάσουν τις εμμονές που έχουν για την εξεύρεση εργασίας πλήρους απασχόλησης με βάση το 8ωρο
  • Το σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης θα πρέπει να «μεταρρυθμιστεί» σύμφωνα με τις εκτρωματικές προτάσεις της κυβέρνησης
  • Στον τομέα των δημοσίων δαπανών πρέπει να εξασφαλιστεί ο παραπέρα «περιορισμός των μη παραγωγικών δαπανών για τα επόμενα χρόνια»
  • Θα πρέπει σε μεγαλύτερο βαθμό να ενθαρρύνονται οι επενδύσεις του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου
  • Τα επιχειρηματικά κέρδη θα πρέπει να αυξάνονται με γρηγορότερους ρυθμούς
  • Θα προωθηθούν ταχύτατα οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Η «πραγματική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας - είπε ο κ. Παπαδήμος - σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, όπως η δεκαετία που υιοθετήθηκε στη Λισαβόνα, είναι ασφαλώς στόχος επιθυμητός, αλλά ταυτόχρονα φιλόδοξος». Οπως εξήγησε, προφανώς με στόχο να προσγειώσει όσους πιστεύουν σε τέτοιες εκτιμήσεις, «σύμφωνα με απλούς αριθμητικούς υπολογισμούς, εάν το ΑΕΠ της ΕΕ αυξάνεται σταθερά με ρυθμό 3% και το ΑΕΠ της Ελλάδας με 5%, τότε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας θα συγκλίνει με το αντίστοιχο της ΕΕ περίπου σε μια εικοσαετία».

Το ζήτημα βέβαια για τους εργαζόμενους δεν είναι οι στόχοι-όραμα που επιδιώκουν οι κυβερνώντες και η ΕΕ για μια τέτοιου είδους σύγκλιση. Το πρόβλημα είναι ότι, όπως σημειώνει ο Λ. Παπαδήμος, ο στόχος αυτός «θα απαιτήσει συνεχείς, έντονες και συντονισμένες προσπάθειες σε πολλούς τομείς: Την εφαρμογή κατάλληλης δημοσιονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής αλλά και τον ταχύτερο εκσυγχρονισμό και την αποτελεσματικότερη λειτουργία τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα». Για την «ταχύρυθμη και διατηρήσιμη ανάπτυξη στο έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον της ΕΕ, ο Λ. Παπαδήμος προσδιόρισε δύο ενδιάμεσους στόχους-προϋποθέσεις, τη «συνεχή αύξηση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας» και την «ολοκλήρωση της διαδικασίας δημοσιονομικής εξυγίανσης». Σ' αυτά τα πλαίσια:

«Η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να επιδιώξει με συστηματικό τρόπο τον περιορισμό των μη παραγωγικών δαπανών τα επόμενα χρόνια». Αυτό σημαίνει παραπέρα περιορισμό των δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα που έχουν απομείνει στον κρατικό προϋπολογισμό. Βέβαια, σ' αυτά τα πλαίσια κινείται ήδη και η κυβερνητική πολιτική. Οι πρόσφατες εξαγγελίες για «αναδιανομή των πόρων του κρατικού προϋπολογισμού» κινούνται ακριβώς στην κατεύθυνση που θέλει να συρρικνώνονται παραπέρα οι δαπάνες για υγεία, μόρφωση και κοινωνική ασφάλιση. Προς την κατεύθυνση αυτή βρίσκονται και οι μεθοδεύσεις στο επίπεδο των υπουργείων Προεδρίας και Υγείας, όπου με εγκυκλίους και νομοθετήματα προετοιμάζονται περικοπές για τις δαπάνες των νοσοκομείων, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης κλπ.

Την ίδια στιγμή, για την εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας, με δεδομένη την εισαγωγική διείσδυση από τις χώρες-μέλη της ΕΕ, πρέπει «να μειωθεί το κόστος παραγωγής». Το κακό όμως είναι ότι, σύμφωνα με την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας, το κόστος αυτό ζητείται να μειωθεί και πάλι σε βάρος των απολαβών των εργαζομένων.

Εκεί όμως που από την έκθεση φαίνεται όλο το στρατηγικό σχέδιο της άρχουσας τάξης σε βάρος των εργαζομένων, είναι οι σχετικές διατυπώσεις που αφορούν στην ανεργία και στο θέμα της λεγόμενης αύξησης της απασχόλησης. Η διαμόρφωση του ποσοστού της ανεργίας, σημειώνεται, μπορεί να αποδοθεί κατ' αρχήν σε οικονομικές διαταραχές και σε μεταβολές της οικονομικής πολιτικής, όπως είναι οι μεταβολές του κόστους του κεφαλαίου, του ρυθμού ανόδου της παραγωγικότητας και των πραγματικών μισθών. Οι μονιμότερες όμως συνέπειες των παραγόντων που καθορίζουν το ποσοστό της ανεργίας, ισχυρίζεται ο Λ. Παπαδήμος, εξαρτώνται από τα «θεσμικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων».

Με δυο λόγια, προβάλλεται ακόμα πιο καθαρά η άποψη που θέλει την ύπαρξη συλλογικών διαπραγματεύσεων και το καθεστώς μη απόλυτης μείωσης των μισθών σαν αιτία της διατήρησης της ανεργίας. Αρα, κατά την Τράπεζα της Ελλάδας, εκείνο που χρειάζεται για την αντιμετώπιση της ανεργίας δεν είναι μόνο να μοιραστούν οι ίδιες θέσεις εργασίας σε περισσότερους εργαζόμενους, αλλά η μοιρασιά αυτή να γίνει σε καθεστώς πλήρους ασυδοσίας του κεφαλαίου, οι εκπρόσωποι του οποίου πρέπει να αντιμετωπίσουν τον παράγοντα «κόστος κεφαλαίου». Από αυτή την άποψη δίνεται και μια σαφής οδηγία προς τους κυβερνώντες. Ο πρόσφατος νόμος για την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων περιέχει χρήσιμα μέτρα, αλλά «η αξιοποίηση των ρυθμίσεών του που αφορούν την ευελιξία του χρόνου εργασίας θα εξαρτηθεί κυρίως από τις πρωτοβουλίες και την ανταπόκριση των κοινωνικών εταίρων». Η διατύπωση, βέβαια, δεν απευθύνεται τόσο προς τους εργαζόμενους, αλλά κύρια προς τους εργοδότες, οι οποίοι θα πρέπει και οι ίδιοι να εντείνουν στο μέλλον τις προσπάθειές τους για την ευρεία εφαρμογή του νόμου.


Κ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ