Κυριακή 29 Απρίλη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 26
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΑΡΙΣΙΝΗ ΚΟΜΜΟΥΝΑ
Η λογοτεχνία τον καιρό της Κομμούνας

Σπίτσο απο την εποχή της Κομμούνας. Ο σκιτσογράφος τοποθετεί τον Τριέρ, τον δικτάτορα όπως αναφέρει να λέει στο σαλίγγαρο που ιππεύει:«Εμπρός... το νού σου στους Παριζιάνους!...
Σπίτσο απο την εποχή της Κομμούνας. Ο σκιτσογράφος τοποθετεί τον Τριέρ, τον δικτάτορα όπως αναφέρει να λέει στο σαλίγγαρο που ιππεύει:«Εμπρός... το νού σου στους Παριζιάνους!...
Το ζήτημα της σχέσης της παρισινής Κομμούνας με τη λογοτεχνία δεν έχει να κάνει μόνο - και οπωσδήποτε δεν έχει να κάνει κυρίως - με την αντανάκλαση του ίδιου του σημαντικού αυτού, για την ιστορία της ωρίμανσης του προλεταριάτου, γεγονότος σε λογοτεχνικά κείμενα, πεζά ή ποιητικά. Η σημαντικότερη πλευρά του είναι η εξής: κάτω από ποιους όρους διαμορφώνεται και διαδίδεται και ποιες κοινωνικές συνθήκες και ιδεολογικές - πολιτικές θέσεις αντανακλά το λογοτεχνικό προϊόν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ο αιώνας αυτός είναι, από τη μια, ο αιώνας στον οποίο η αστική τάξη εδραιώνει οριστικά την εξουσία της και, μάλιστα, ο καπιταλισμός περνά στο τελευταίο του στάδιο, το κρατικομονοπωλιακό. Από την άλλη πλευρά όμως - κάτι που δηλώνεται πασιφανώς και από τα ίδια τα γεγονότα της Κομμούνας - είναι ο αιώνας μέσα στον οποίο ωριμάζει η εργατική τάξη, αποκτά κοσμοθεωρία και συνείδηση και διεκδικεί για πρώτη φορά τον αυτόνομο και καθοδηγητικό της ρόλο στα κινήματα ανατροπής.

Το εποικοδόμημα αντανακλά τη βάση των κοινωνιών: ο τρόπος με τον οποίο παράγεται το έργο τέχνης, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο διαδίδεται, η διαμόρφωση των ειδών στην τέχνη συνολικότερα και, ειδικότερα, στη λογοτεχνία, καθρεφτίζει τις διαδικασίες στην οικονομική και κοινωνική βάση της πυραμίδας. Ολόκληρος ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται από τη διάδοση στη λογοτεχνία του είδους εκείνου που ονομάζεται μυθιστόρημα και που θεωρείται είδος κατ'` εξοχήν «αστικό». Ο όρος εδώ σημαίνει δύο πράγματα: το μυθιστόρημα είναι αστικό είδος όσον αφορά τις προϋποθέσεις συγγραφής και διάδοσής του. Το μυθιστόρημα απαιτεί ένα διευρυμένο κοινό το οποίο επί πλέον θα έχει τόσο το χρόνο για διάβασμα, όσο και το χρήμα για την πρόσβαση στο βιβλίο μέσω της αγοράς - κάτι που επιτρέπει και πολύ μεγάλα, για τα δεδομένα της εποχής, τιράζ. Από την άλλη πλευρά, το μυθιστόρημα είναι αστικό είδος, με την έννοια ότι αντανακλά με εξαιρετική ενάργεια την αστική κοινωνία: τον τρόπο ζωής που διαμορφώνεται μέσα στα πλαίσιά της, τις συγκρούσεις της, τη συγκρότηση συνείδησης, ατομικής ή συλλογικής, που συνεπάγεται αυτός ο τρόπος παραγωγής. Ως εργαλεία για τη ρεαλιστική απεικόνιση της αστικής κοινωνίας, το μυθιστόρημα χρησιμοποιεί διάφορες καλλιτεχνικές μεθόδους, οι οποίες προσιδιάζουν, κάθε φορά, σε άλλη φάση ανάπτυξης της αστικής τάξης. Για παράδειγμα, στις αρχές του αιώνα, κυριαρχεί συνολικά στην τέχνη, και βέβαια, και στο μυθιστόρημα, η ρομαντική σχολή, με κύρια στοιχεία μια σχετική στροφή στον ανορθολογισμό, καθώς και μια «ηρωοποίηση» και εξιδανίκευση προσώπων και καταστάσεων. Θα δούμε παρακάτω ότι ο ρομαντισμός εκπνέει πολύ αργά: στα 1864 ο Ουγκώ ολοκληρώνει τους «Αθλίους» του, που αποτελούν ένα μάλλον μεικτό είδος ανάμεσα στο ρεαλισμό και στο ρομαντισμό.

Ο διεθνισμός του Φεγί

Σκίτσο με τίτλο «Η Κομμούνα».Σκιττσαρισμένος ο Αρτούρ Αρνώ
Σκίτσο με τίτλο «Η Κομμούνα».Σκιττσαρισμένος ο Αρτούρ Αρνώ
Το 1830 με 1848 η Γαλλία συνταράσσεται από παλλαϊκές κινητοποιήσεις που παίρνουν το χαρακτήρα επανάστασης. Ο ταξικός χαρακτήρας των συγκρούσεων αυτών είναι διπλός: από τη μια, η αστική τάξη ξεκαθαρίζει ολοκληρωτικά τους λογαριασμούς της με το λεγόμενο «ancien regime», το πολιτικό δηλαδή εποικοδόμημα της φεουδαρχίας. Η δυναστεία των Βουρβώνων εκδιώκεται οριστικά από τη Γαλλία και η μοναρχία καταργείται. Διαμορφώνονται έτσι καλύτερες προϋποθέσεις, μέσα στο νέο αστικό νομοθετικό πλαίσιο, για την εδραίωση και τη διεύρυνση των οικονομικών δραστηριοτήτων της γαλλικής αστικής τάξης. Από την άλλη όμως πλευρά, στις επαναστάσεις αυτές αρχίζει να κάνει ξεκάθαρη την παρουσία του το γαλλικό προλεταριάτο. Στην αρχή, δε διατυπώνει αυτόνομα τα αιτήματά του: ακολουθεί την αστική τάξη αλλά αποτελεί το τμήμα του πληθυσμού που παλεύει με τη μεγαλύτερη μαχητικότητα για την εδραίωση των αστικοδημοκρατικών κατακτήσεων. Να πώς περιγράφει ο Β. Ουγκώ στους «Αθλίους», τον εργάτη που συμμετέχει σε μια από τις μυστικές οργανώσεις που πολέμησαν στις εξεγέρσεις του 1830 - 1833:

«Ο Φεγί ήταν ένας εργάτης βενταλοποιός, ορφανός από πατέρα και μάνα, που κέρδιζε μόλις και μετά βίας τρία φράγκα την ημέρα και που δεν είχε παρά μια μόνο σκέψη: να ελευθερώσει τον κόσμο. Είχε κι άλλη μια έννοια: να μορφωθεί. Αυτό το ονόμαζε επίσης απελευθέρωση. Είχε μάθει από μόνος του να γράφει και να διαβάζει: ό,τι γνώριζε, τόχε μάθει μόνος. Ο Φεγί ήταν μια γενναιόδωρη καρδιά. Είχε μια αγκαλιά τεράστια. Αυτό το ορφανό είχε υιοθετήσει τους λαούς. Τού 'λειπε η μάνα του, αφοσιώθηκε στην πατρίδα. Δεν ήθελε να υπάρχει πάνω στη γη ούτε ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα. Καλλιεργούσε μέσα του με τη βαθιά προσήλωση του ανθρώπου του λαού σε αυτό που σήμερα αποκαλούμε "ιδέα των εθνοτήτων". Είχε μάθει ιστορία ακριβώς για να δείχνει τις γνώσεις του πάνω στο θέμα. Μέσα σ' αυτό τον κύκλο των νεαρών ουτοπιστών που νοιάζονταν κυρίως για τη Γαλλία, αντιπροσώπευε το εξωτερικό. Ειδικότητά του ήταν η Ελλάδα, η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Ιταλία».

Το νέο στοιχείο στο πορτρέτο αυτό είναι ο διεθνισμός του εργάτη Φεγί: σε αυτόν, η αρχή των εθνοτήτων δεν έχει ακριβώς τη διάσταση με την οποία τη διατύπωσε ο διαφωτισμός όταν σήμαινε την αναγκαιότητα της ανερχόμενης αστικής τάξης να εγκαθιδρύσει έθνη - κράτη. Στον εργάτη αυτό, ο διεθνισμός είναι ένα «ηθικό», φιλάνθρωπο, ρομαντικό, με την επαναστατική έννοια του όρου, συναίσθημα, μακριά πάντως ακόμα από την έννοια του προλεταριακού διεθνισμού.

Η κατάληξη των επαναστάσεων αυτών δεν ήταν ακριβώς ευτυχής: η πανίσχυρη πια αστική τάξη προβαίνει σε ένα ακόμα βήμα για την εδραίωση της δικτατορίας της. Το βήμα αυτό δεν είναι άλλο από την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας από το Λουδοβίκο Βοναπάρτη και την εγκαθίδρυση της δεύτερης αυτοκρατορίας. Ενός ωμά τυραννικού καθεστώτος που συμπίπτει με μια περίοδο μεγάλης οικονομικής ευμάρειας για την αστική τάξη - μιας ευμάρειας που, εξ άλλου αυτό το ίδιο καθεστώς με τις άθλιες μεθόδους του εγγυάται. Η εποχή της δεύτερης αυτοκρατορίας στη Γαλλία χαρακτηρίζεται, σε επίπεδο επίσημου «πολιτισμού» από το θρίαμβο του απόλυτου κιτς. Οι αστοί έχουν όλα τα οικονομικά μέσα για να αποκτήσουν αντικείμενα πολυτελείας, να κατασκευάσουν σπίτια πολυτελείας από τα πιο ακριβά υλικά - και το κάνουν χωρίς να αφήνουν τη σφραγίδα έστω και του παραμικρότερου καλού γούστου στα κατασκευάσματά τους.

Ο νατουραλισμός

Την ίδια αυτή εποχή, το επαναστατικό - σοσιαλιστικό κίνημα εμφανίζει κάμψη. Η κυριαρχία της αστικής τάξης φαίνεται απόλυτη και δεν αφήνει χώρο για οράματα και ιδανικά. Οι πρωτοπόροι καλλιτέχνες της εποχής, εγκλωβισμένοι μέσα σε ένα κλίμα απογοήτευσης και ασαφών πολιτικών επιλογών και συμπαθειών, στρέφονται προς την πιο ρεαλιστική - με την έννοια όμως της «φωτογραφικής» - απεικόνιση της πραγματικότητας. Αληθινό είναι αυτό που διδάσκουν οι θετικές επιστήμες και επιβεβαιώνει η καθημερινή εμπειρία και η πράξη: αυτό είναι το δόγμα πάνω στο οποίο στηρίζεται το αισθητικό - καλλιτεχνικό ρεύμα του νατουραλισμού. Ενα ρεύμα που ωθεί την απεικόνιση της πραγματικότητας στα άκρα, παρουσιάζοντας ακόμα και τις πιο άσχημες, κάποτε και αηδιαστικές λεπτομέρειες της καθημερινότητας.

Ο νατουραλισμός είχε τις προϋποθέσεις να εξελιχθεί σε ένα πληβειακό αισθητικό ρεύμα: σε μια εποχή κατά την οποία, όπως είπαμε, κυριαρχεί το πολυτελές κιτς, η απεικόνιση χωρικών και εργατών, η ωμή περιγραφή σκηνών φτώχειας και ασθένειας όχι μόνο έρχεται σε αντίθεση με το φανταχτερά χυδαίο γούστο των αστών, αλλά και αποκαλύπτει την ύπαρξη μιας άλλης πραγματικότητας, που οι αστοί θα προτιμούσαν να ξεχάσουν. Ο θεμελιωτής του νατουραλισμού στις εικαστικές τέχνες, ο Κουρμπέ, ήταν δηλωμένος επαναστάτης. Αντίθετα, ο κυριότερος και επιφανέστερος εκπρόσωπος του ρεύματος στο χώρο της λογοτεχνίας, ο Γκουστάβ Φλωμπέρ, ήταν ένας έντιμος αστός, εστέτ και ηθικολόγος, παρά το γεγονός ότι ήταν ο πρώτος που έκανε κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματός του μια άπιστη γυναίκα, τη «Μαντάμ Μπωβαρύ», χωρίς μάλιστα να τη ρίχνει στο «πυρ το εξώτερο». Για τη στάση του Φλωμπέρ απέναντι στην Κομμούνα θα μιλήσουμε παρακάτω, γιατί αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς, ορισμένες φορές, το καλλιτεχνικό προϊόν ξεπερνά τις προθέσεις του δημιουργού του.

Η ίδια η Κομμούνα, ως γεγονός και πολιτική πραγματικότητα, δημιούργησε ένα νέου τύπου νατουραλισμό, κατεβάζοντας αυτή τη φορά τη λογοτεχνία στο δρόμο. Το πολύ μικρό χρονικό διάστημα που κράτησε στα χέρια του την εξουσία το γαλλικό προλεταριάτο δεν ήταν οπωσδήποτε αρκετό για τη δημιουργία έργων μακράς πνοής ή και λογοτεχνικής ακόμα σχολής (κάτι που συνέβη αργότερα, στη Σοβιετική Ενωση, με την καλλιτεχνική μέθοδο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού). Ομως, το πάθος των εξεγερμένων, οι οραματισμοί και η πίστη τους ότι κρατάνε στα χέρια τους ένα καλύτερο μέλλον για την ανθρωπότητα, όλα αυτά είχαν την άμεση αντανάκλασή τους στην ποίηση και στο τραγούδι. Στα οδοφράγματα της Κομμούνας, ο μελωδός της, Ευγένιος Ποτιέ, συνέθεσε τον ύμνο του παγκόσμιου προλεταριάτου, τη Γ` Διεθνή. Αλλά και η Λουίζα Μισέλ και ο Ιωάννης Βαπτιστής Κλεμάν μάχονταν στα οδοφράγματα και, ταυτόχρονα, με την ποίησή τους, υμνούσαν τον ηρωισμό της Κομμούνας ή σατίριζαν τους αστούς - εχθρούς της.

Μετά την ήττα της Κομμούνας, οι κομμουνάροι συγγραφείς ακολούθησαν τη μοίρα των υπόλοιπων εξεγερμένων: πολλοί από αυτούς ωστόσο (ανάμεσά τους και ο Ευγένιος Ποτιέ) έδωσαν τα καλύτερα έργα τους μέσα από τις φυλακές ή στην αυτοεξορία τους, στο εξωτερικό. Ανάμεσά τους, ξεχωρίζουν οι πεζογράφοι Ιούλιος Βαλ, ο οποίος, μετά το 1880, γράφει την τριλογία του «Ιάκωβος Βεντρά» και ο Λέων Κλαντέλ που γράφει το έργο «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς των Ιουδαίων» στο οποίο, με ρομαντικό πνεύμα περιγράφει τον ηρωισμό των μαχητών της Κομμούνας. Αλλά και ο κατ' εξοχήν ρομαντικός, ο μεγάλος Βίκτωρ Ουγκώ, που δεν είχε βέβαια καμιά μαρξιστική κατάρτιση, αλλά στεκόταν πάντοτε στο πλευρό των αδικημένων, μεταφέρει μνήμες της Κομμούνας στην ποιητική του συλλογή «Ο τρομερός χρόνος».

Από το νατουραλισμό στο ρεαλισμό

Αναφερθήκαμε προηγουμένως στο Φλωμπέρ. Ο σημαντικός αυτός πεζογράφος, πολύ καινοτόμος όσον αφορά το λογοτεχνικό του έργο και μολονότι έτρεφε φανερή αντιπάθεια για ορισμένες πλευρές της συμπεριφοράς της άρχουσας τάξης, ωστόσο στο έργο του «Αισθηματική αγωγή» φαίνεται ότι δεν μπορεί να αποκοπεί από την τάξη του και καταδικάζει τους κομμουνάρους ως ταραχοποιούς.

Ωστόσο, η σημαντικότερη προσφορά της Κομμούνας στην ανάπτυξη νέων λογοτεχνικών ρευμάτων δε σχετίζεται μόνο με το πώς αντανακλώνται τα γεγονότα που σημάδεψαν τη δράση της στο λογοτεχνικό έργο: κυρίως, σχετίζεται με το ότι η ηρωική δράση και η τραγική της κατάληξη σηματοδοτούν την έναρξη μιας νέας φάσης στην ανάπτυξη τόσο του καπιταλισμού όσο και του εργατικού - κομμουνιστικού κινήματος. Αυτή η διαδικασία αντανακλάται και στη διαμόρφωση νέων καλλιτεχνικών και λογοτεχνικών ρευμάτων, νέας θεώρησης της πραγματικότητας από την πλευρά των καλλιτεχνών. Μετά την Κομμούνα, ο νατουραλισμός ωριμάζει και προχωρεί, πέρα από τη φωτογραφική απεικόνιση της πραγματικότητας, στην αποκάλυψη της ουσίας των κοινωνικών και ταξικών αντιθέσεων. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της σχολής αυτής, που αποτελεί το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο νατουραλισμό και το ρεαλισμό, είναι ο Εμίλ Ζολά. Τα 20 μυθιστορήματά του, κάτω από το γενικό τίτλο «Ρουγκόν - Μακάρ. Η φυσική και κοινωνική ιστορία μιας οικογένειας στα χρόνια της Δεύτερης Αυτοκρατορίας», περιγράφουν με ενάργεια όχι μόνο τη βιολογική πορεία της συγκεκριμένης οικογένειας, αλλά, κυρίως, τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία - με αιχμή τη διαμόρφωση της συνείδησης της εργατικής τάξης και την ανάπτυξη του κινήματός της. Σε δύο συνεχόμενα μυθιστορήματα («Η ταβέρνα» και «Το ορυχείο») βλέπουμε πολύ ξεκάθαρα αυτή την πορεία: στο πρώτο, η εργατική οικογένεια είναι ακόμη βυθισμένη στις ψευδαισθήσεις της, στο όραμα ότι μπορεί να αλλάξει ταξική θέση και να περάσει στην αστική τάξη. Το όραμα αυτό συνθλίβεται από τους δυσβάσταχτους όρους ζωής και τον αλκοολισμό. Στο δεύτερο μυθιστόρημα, ο γιος της ίδιας οικογένειας δραστηριοποιείται συνδικαλιστικά και πολιτικά και πρωτοστατεί στις μεγάλες κινητοποιήσεις των εργατών του ορυχείου που δουλεύει. Σε αυτό το έργο, ο Ζολά δίνει και μια από τις πιο σκληρές εικόνες της ζωής του προλεταριάτου που μας έχει δώσει η παγκόσμια λογοτεχνία.

Ο Ζολά ήταν ένας στρατευμένος καλλιτέχνης. Οι κοινωνικές όμως συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την ήττα της Κομμούνας δε διαμόρφωσαν μόνο αυτό το ρεύμα στην τέχνη και στη λογοτεχνία γενικότερα. Από τις συνθήκες αυτές γεννήθηκε και μια ρεαλιστική λογοτεχνία που ανατέμνει την κοινωνία χωρίς να καταγγέλλει ή να επαγγέλλεται την ανατροπή. Αλλά και στις ίδιες αυτές συνθήκες (που, εξωτερικά τουλάχιστον είχαν τα γνωρίσματα μιας οριστικής κατίσχυσης της αστικής τάξης) έχει τις ρίζες της η «καταραμένη» ποίηση του Ρεμπώ και του Μπωντλέρ: ανθρώπων ασυμβίβαστων με την αστική ηθική που, όμως, έβλεπαν τη δυνατότητα για το ξεπέρασμά της όχι μέσα από την ταξική πάλη, αλλά μέσα από τον ανορθολογισμό και τον αμοραλισμό (κάτι τελείως έξω από τη λογική του «νοικοκύρη» Φλωμπέρ).

Η πολυεπίπεδη αυτή σχέση ανάμεσα στην Κομμούνα και στο γραπτό καλλιτεχνικό λόγο - την οποία με πολύ αδρές γραμμές προσπαθήσαμε να περιγράψουμε - δεν είναι κάτι μοναδικό και τυχαίο στην ιστορία της τέχνης: πάντοτε η τέχνη (ακόμα και ερήμην των προθέσεων των δημιουργών της) όχι μόνο καταγράφει και αντανακλά τις κοινωνικές σχέσεις και τις σχέσεις παραγωγής αλλά παίρνει και θέση, συνειδητή ή ασύνειδη, απέναντι στα κοινωνικά δρώμενα. Η ευτυχέστερη ίσως σύμπτωση είναι όταν ο άξιος, ο ταλαντούχος καλλιτέχνης επιλέγει συνειδητά να υπηρετήσει τις πρωτοπόρες κοινωνικές δυνάμεις και θέτει το έργο του στην πραγμάτωση αυτού του σκοπού, ανανεώνοντας θεματικά και μορφικά το είδος που υπηρετεί. Από μια άλλη πλευρά, δεν είναι εύκολο για έναν καλλιτέχνη να ξεπεράσει την τάξη από την οποία προέρχεται και τη μορφή εκείνη της ψευδούς συνείδησης που του καλλιεργείται από την άρχουσα τάξη και τον κάνει να πιστεύει ότι «τραγουδάει για να ξεχωρίσει από τον κόσμο». Δυστυχώς, στις μέρες μας (μια εποχή που, όσον αφορά μεταξύ άλλων και την «κιτς» πλευρά της επίσημης αισθητικής, θυμίζει αρκετά τη Δεύτερη Αυτοκρατορία) δεν είναι λίγοι εκείνοι οι - άξιοι κατά τα άλλα - καλλιτέχνες που δέχονται να εκποιήσουν την προσωπική τους αξιοπρέπεια για να λάβουν αξιώματα από την άρχουσα τάξη. Σήμερα ωστόσο, η εργατική τάξη, πιο ώριμη παρά ποτέ, μετά τις εφόδους της στον ουρανό, τις νίκες και τις ήττες της, πιο ώριμη και λόγω των κοινωνικών - οικονομικών συνθηκών, αφού ο καπιταλισμός βρίσκεται στην τελευταία φάση του, θέτει για μια ακόμη φορά στο διανοούμενο, στον καλλιτέχνη, στον άνθρωπο των γραμμάτων, το αίτημα όχι της συμπαράστασης αλλά της συστράτευσης στον αγώνα της, για έναν κόσμο όπου θα υπάρχει για όλους «αρκετό ψωμί και τριαντάφυλλα».


Της
Δώρας ΜΟΣΧΟΥ
Η Δώρα Μόσχου είναι μέλος του Τμήνατος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ