Το πρόγραμμα που υλοποιεί η Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (ΕΕΤΑΑ), με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, στο οποίο αντανακλώνται οι κατευθύνσεις της ΕΕ. Δεν έχει στόχο την παροχή Προσχολικής Αγωγής σε βρέφη και νήπια αλλά εφαρμόζεται με σκοπό να προωθήσει την απασχόληση των μητέρων. Αυτό δηλώνει σαφώς και ο τίτλος «Εναρμόνιση Οικογενειακής και Επαγγελματικής Ζωής», κάτω από τον οποίο υλοποιείται. Οι στόχοι του είναι, επομένως, διαφορετικοί από τις ανάγκες της λαϊκής οικογένειας και των παιδιών της.
Αποτέλεσμα αυτής της κατεύθυνσης είναι να αποκλείονται χιλιάδες αιτήσεις κάθε χρόνο. Τα τελικά αποτελέσματα για τα παιδιά που θα γίνουν δεκτά στους σταθμούς μέσω του προγράμματος φέτος, αναμένεται να δοθούν στη δημοσιότητα σήμερα. Οπως, όμως, δείχνουν οι προσωρινοί πίνακες που έχουν καταρτιστεί, τα παιδιά που απορρίφθηκαν ξεπερνούν τις 26 χιλιάδες. Ωστόσο, ο αριθμός αυτός αποτελεί μια μόνο ψηφίδα από τη συνολική εικόνα, καθώς δεν αποδίδει τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος που αντιμετωπίζουν χιλιάδες εργαζόμενοι και άνεργοι γονείς που αναζητούν μια θέση σε βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς για το παιδί τους. Πολύ περισσότερες είναι οι μητέρες που αποκλείονται από τη συμμετοχή τους στο συγκεκριμένο πρόγραμμα λόγω των εισοδηματικών κριτηρίων που αυτό θέτει. Μάλιστα, το «ταβάνι» του ετήσιου οικογενειακού εισοδήματος φέτος χαμήλωσε στις 27 χιλιάδες ευρώ για τις τετραμελείς οικογένειες, από 30 χιλιάδες που ήταν το αντίστοιχο όριο πέρσι.
Η πολιτική της «συμφιλίωσης» οικογενειακών και επαγγελματικών υποχρεώσεων κινείται γύρω από τον άξονα της αύξησης της «ευελιξίας» στην απασχόληση. Το πού οδηγεί την Προσχολική Αγωγή η πολιτική αυτή το δείχνουν ακόμα πιο καθαρά ορισμένα παραδείγματα από μια σειρά κράτη - μέλη της ΕΕ, όπου οι υπηρεσίες παιδικής μέριμνας είναι απόλυτα προσαρμοσμένες στις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις των εργαζόμενων γονιών και ιδιαίτερα των μητέρων.
Στις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά μερικής απασχόλησης στις γυναίκες, όπως είναι η Ολλανδία και η Βρετανία, η χρήση των υπηρεσιών φροντίδας βρεφών και νηπίων γίνεται με αντίστοιχα μειωμένο ωράριο. Μάλιστα, η Ολλανδία, προκειμένου να επιτυγχάνεται η «βέλτιστη» χρήση των υπηρεσιών, έχει θεσπίσει μια αναλογία ανάμεσα στον αριθμό των ωρών εργασίας της μητέρας και στις ώρες χρήσης των υπηρεσιών Προσχολικής Αγωγής. Για τα παιδιά ηλικίας μέχρι 3 ετών η αναλογία αυτή έχει οριστεί στο 140%. Ετσι, για 20 ώρες εργασίας της μητέρας αναλογούν 28 ώρες παραμονής του παιδιού της στον παιδικό σταθμό. Το σκεπτικό είναι πως με τον τρόπο αυτό περιορίζεται η «μη ορθή» χρήση των υπηρεσιών, πέρα από αυτή που απαιτεί το κατά κανόνα μειωμένο ωράριο εργασίας της μητέρας. Οι ώρες, δηλαδή, που περνά ένα παιδί στον παιδικό σταθμό δεν προσδιορίζονται από κάποιο παιδαγωγικό πρόγραμμα αλλά από την ανάγκη της εργαζόμενης να αφήσει κάπου το παιδί της τις ώρες της δουλειάς.
Με την ίδια λογική, οι παιδικοί σταθμοί στις περισσότερες χώρες έχουν υιοθετήσει ωράρια λειτουργίας που ξεκινούν το πρωί και τελειώνουν το βράδυ, ώστε να καλύπτουν τα ποικίλα ωράρια των μητέρων και να εκπληρώνουν αυτό που σύμφωνα με την ΕΕ είναι ο στόχος τους: Να δίνουν τη δυνατότητα στις εργαζόμενες μητέρες να «παρκάρουν» το παιδί τους για όσες ώρες δουλεύουν ώστε να είναι διαθέσιμες όποτε και για όσο διάστημα τις χρειάζεται ο εργοδότης. Η κατεύθυνση της προώθησης των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων αποτυπώνεται και στις λεπτομέρειες της υλοποίησης του προγράμματος της ΕΕΤΑΑ. Δεν είναι τυχαίο ότι στη μοριοδότηση των αιτήσεων των μητέρων η μερική απασχόληση πριμοδοτείται με τα περισσότερα μόρια (45), ακολουθούν οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου (40 μόρια) και έπονται οι υπόλοιπες εργαζόμενες (35 μόρια) και οι άνεργες (20 ή 10 μόρια).
Ενδεικτικό για τη χαμηλή ποιότητα των υπηρεσιών παιδικής μέριμνας είναι το γεγονός πως σε μεγάλο μέρος τους παρέχονται μέσω της λεγόμενης «άτυπης μέριμνας». Μέσα, δηλαδή, από την ανάθεση της φροντίδας βρεφών και νηπίων σε προσωπικό που δε διαθέτει τις αντίστοιχες επιστημονικές γνώσεις και σπουδές, χωρίς να υπάρχουν οι απαιτούμενες υποδομές, στο πλαίσιο της «κοινωνικής οικονομίας», της δράσης των ΜΚΟ, των διαφόρων «εθελοντικών» και «φιλανθρωπικών» οργανώσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Γερμανία: Η στελέχωση των υπηρεσιών γίνεται από προσωπικό που έχει παρακολουθήσει μια σύντομη εκπαίδευση, διάρκειας 160 ωρών, και του έχει χορηγηθεί ένα σχετικό πιστοποιητικό.
Ο ρόλος των βρεφονηπιακών και παιδικών σταθμών δεν περιορίζεται στη φύλαξη των παιδιών κατά τις ώρες εργασίας των γονιών. Η Προσχολική Αγωγή πρέπει να είναι πρώτα απ' όλα δικαίωμα των ίδιων των παιδιών, είναι απαραίτητη για τη σωστή ψυχοσωματική τους ανάπτυξη και την ομαλή κοινωνικοποίησή τους. Γι' αυτό πρέπει να βρίσκεται στην αποκλειστική ευθύνη του κράτους. Να διασφαλίζονται επαρκής χρηματοδότηση, κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή, επιστημονικό παιδαγωγικό και βοηθητικό προσωπικό και παιδαγωγικό πρόγραμμα ανάλογο με την ηλικία των παιδιών.
Την ανάγκη για δημόσιες, δωρεάν, σύγχρονες υπηρεσίες Προσχολικής Αγωγής αναδεικνύουν το Συνδικάτο ΟΤΑ Αττικής και η Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδας (ΟΓΕ). Με αφορμή την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, μετατρέπουν τη Δευτέρα 1η Σεπτέμβρη σε μέρα ενημέρωσης και πάλης ώστε κανένα παιδί να μην αποκλειστεί, να στελεχωθούν οι παιδικοί σταθμοί με το απαραίτητο παιδαγωγικό και βοηθητικό προσωπικό, να μην κλείσει κανένας σταθμός αλλά να διευρυνθούν και να χρηματοδοτηθούν γενναία οι δημοτικές δομές για το παιδί και την οικογένεια. «Εργαζόμενοι στους δήμους, γονείς, σωματεία και φορείς, Λαϊκές Επιτροπές σε κάθε δήμο, από κοινού να παλέψουμε για τις ανάγκες των παιδιών και της λαϊκής οικογένειας!», είναι το κάλεσμα που απευθύνουν.