Ας δούμε πρώτα όμως, κάποια ιστορικά στοιχεία:
Στο μεσαίωνα, οι γαιοκτήμονες στη Σκοτία και στην τότε Αγγλία είχαν διαπλεκόμενα συμφέροντα μεταξύ τους (π.χ. πολλοί βαρόνοι από τις δύο χώρες είχαν κτήματα και στις δύο πλευρές των συνόρων). Αυτό εκφράστηκε ακόμα και στο επίπεδο της βασιλικής οικογένειας όπου υπήρχαν διαχρονικές σχέσεις αίματος και διεκδικήσεις από τις δύο πλευρές (από την ανάληψη των δύο θρόνων από τον Τζέιμς Ι στα 1603, δηλαδή ένας βασιλιάς για τις δύο χώρες). Η νέα αστική τάξη της Σκοτίας, στο τέλος του 17ου αιώνα, προσπάθησε να ενισχύσει τη θέση της στο αναπτυσσόμενο παγκόσμιο εμπόριο με ένα εγχείρημα (γνωστό ως το «Σχέδιο Νταριέν» το 1695) που αφορούσε στη δημιουργία μιας αποικίας στον Παναμά για να ελέγξει τον ισθμό. Το εγχείρημα εξελίχθηκε σε καταστροφή και οδήγησε στη χρεοκοπία του κράτους και έτσι η αστική τάξη ζήτησε τότε την ένωση με την Αγγλία, για να μπορεί να προστατεύσει τα συμφέροντα της, κάτι που έγινε με τη Πράξη της Ενωσης του 1707 που επικυρώθηκε από τις δυο βουλές (τα χρέη διαγράφτηκαν και η σκοτσέζικη Λίρα αρχικά συνδέθηκε με την αγγλική Λίρα). Ετσι ξεκινάει η πάνω από 300 χρόνια συνένωση της Σκοτίας με την Αγγλία και την Ουαλία.
Το ζήτημα της ξεχωριστής πορείας της αστικής τάξης της Σκοτίας επανέφερε στο προσκήνιο το Σκοτσέζικο Εθνικό Κόμμα (SNP), που ιδρύθηκε το 1934 με εθνικιστικό προφίλ και σοσιαλδημοκρατική πολιτική διαχείρισης. Το κόμμα αυτό σταδιακά αποκτούσε δύναμη ιδιαίτερα με τη δημιουργία ξεχωριστού Σκοτσέζικου Κοινοβουλίου το 1999. Στις εκλογές για τη Βουλή της Σκοτίας το 2007 και το 2011 (που λειτουργεί σαν Βουλή κρατιδίου μέσα στο πλαίσιο του Ηνωμένου Βασιλείου) συγκροτεί την τοπική κυβέρνηση. Το κόμμα αυτό ανέλαβε τη δέσμευση στο εκλογικό του πρόγραμμα να διεξαχθεί δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκοτίας. Το 2012 με τη συμφωνία της βρετανικής κυβέρνησης αποφασίστηκε να διεξαχθεί δημοψήφισμα στις 18/9/2014 με τη ερώτηση: «Συμφωνείτε ότι η Σκοτία πρέπει να είναι ανεξάρτητη χώρα;».
Οι δυνάμεις που είναι υπέρ της ανεξαρτησίας είναι το SNP, οι Πράσινοι και το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Σκοτίας (τροτσκιστές) και μια πολύ μικρή ομάδα από το Εργατικό Κόμμα. Ενα τμήμα της αστικής τάξης στη Σκοτία στηρίζει την ανεξαρτησία μέσα από το φορέα «Επιχειρήσεις για τη Σκοτία».
Οι δυνάμεις που είναι κατά είναι το Εργατικό Κόμμα, οι Συντηρητικοί, οι Φιλελεύθεροι, ενώ φαίνεται ότι η πλειοψηφία των μεγάλων επιχειρήσεων στο επίπεδο της Βρετανίας εναντιώνεται στην ανεξαρτησία.
Το συνδικαλιστικό κίνημα, όπως εκφράζεται από το STUC (συνομοσπονδία συνδικάτων στη Σκοτία) δεν έχει πάρει επίσημη θέση.
Το SNP καλλιεργεί τον εθνικισμό και προβάλλει σοσιαλδημοκρατικές θέσεις για να συγκεντρώνει ψήφους από την εργατική τάξη στην κεντρική Σκοτία (εκεί που το Εργατικό Κόμμα κυριαρχούσε για 100 χρόνια). Πήρε κάποια μέτρα να ενισχύσει αυτό το προφίλ π.χ. κατάργηση των διδάκτρων στην ανώτατη εκπαίδευση.
Επί της ουσίας, υποστηρίζει ότι μια ανεξάρτητη Σκοτία, λόγω των εσόδων από το φυσικό αέριο, μεταξύ άλλων, θα μπορούσε να γίνει μια κοινωνία με περισσότερη ευημερία και κοινωνική δικαιοσύνη. Η Σκοτία έχει το 95% των αποθεμάτων του Ηνωμένου Βασιλείου και πρόσβαση στη Βόρεια Θάλασσα και τα νέα αποθέματα που ανακοινώθηκε πρόσφατα ότι ανακαλύφθηκαν. Υποστηρίζει ότι θα μπορούσε να διαπραγματευτεί καλύτερα για τα «συμφέροντα της Σκοτίας» απευθείας με την ΕΕ και όχι μέσα από το Λονδίνο. Υπόσχεται ότι θα καταργήσει τη βάση με πυρηνικά όπλα στο Φάσλαν, ενώ θα παραμένει στο ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, θα μειώσει τη φορολογία στο κεφάλαιο, για να προσελκύσει επενδύσεις (να σημειωθεί ότι οι τράπεζες που εδρεύουν στη Σκοτία έχουν κεφάλαια 1.254% του ΑΕΠ της Σκοτίας).
Ως κυβέρνηση πάγωσε τις μισθολογικές αυξήσεις των δημοσίων υπαλλήλων για 4 χρόνια και έχει απολύσει το 25% από αυτούς από το 2008 και μετά. Δεν αποσαφηνίζει ζητήματα που αφορούν το νόμισμα (δηλώνει ότι μπορεί η Σκοτία να ενταχθεί στην Ευρωζώνη ή να παραμένει με τη Λίρα με τη συμφωνία της βρετανικής κυβέρνησης ή χωρίς τη συμφωνία της). Γενικά, υπόσχεται μια σοσιαλδημοκρατική διαχείριση απελευθερωμένη από το «νεοφιλελευθερισμό» του Λονδίνου και τα μέτρα λιτότητας. Αυτό τραβάει δυνάμεις που είναι δυσαρεστημένες με τα αντιλαϊκά μέτρα και πιστεύουν ότι η λύση μπορεί να βρεθεί μέσα από την ανεξαρτησία. Δηλαδή, στοχοποιείται η Βουλή (στο Λονδίνο) ως υπεύθυνη για τα δεινά του λαού και όχι ο καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης.
Πρόσφατα, οι αστικές δυνάμεις που είναι κατά της ανεξαρτησίας της Σκοτίας βγαίνουν πιο δυναμικά. Κατά κύριο λόγο, εστιάζουν στις πιθανές αρνητικές συνέπειες της ανεξαρτητοποίησης.
Σε αυτό το κλίμα, την περασμένη Πέμπτη, σύσσωμη η ηγεσία των ισχυρότερων αστικών κομμάτων της Βρετανίας πήγε στη Σκοτία, για να ενισχύσει το στρατόπεδο του «όχι» στην ανεξαρτητοποίηση. Σε διαφορετικές πόλεις βρέθηκαν ο πρωθυπουργός, Ντέιβιντ Κάμερον, ο συνοδοιπόρος του στην κυβέρνηση του Φιλελεύθερου Κόμματος, Νικ Γκλεγκ, και ο επικεφαλής του Εργατικού Κόμματος, Εντ Μίλιμπαντ.
Θέση κατά της ανεξαρτητοποίησης πήραν και οι δύο πρώην πρωθυπουργοί: Ο διάδοχος της Θάτσερ συντηρητικός Τζον Μέιτζορ και ο διάδοχος του Τόνι Μπλερ εργατικός Γκόρντον Μπράουν. Ο ενεργειακός κολοσσός ΒΡ εμφανίστηκε αντίθετος, ενώ η «Royal Scottish Bank» και η «Lloyds», απειλούν να φύγουν από τη χώρα. Επίσης, μεγάλες ξένες τράπεζες όπως οι: Barclays, Deutsche Bank, Societe Generale, JP Morgan, RBC Capital Markets and Credit Suisse δηλώνουν ότι θα ανέβει το ρίσκο των επενδυτών από την αναμενόμενη αστάθεια στην οικονομία μετά την ανεξαρτησία.
Παράγοντες, επίσης, της ΕΕ, όπως ο Μπαρόζο και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζ. Κλ. Γιούνκερ, προτρέπουν να διατηρηθεί η ένωση με το Ηνωμένο Βασίλειο.
Σε όλα αυτά τα επιχειρήματα, ο πρωθυπουργός της Σκοτίας, ηγέτης του Εθνικού Κόμματος Αλεξ Σάλμοντ και του «στρατοπέδου» υπέρ της ανεξαρτησίας ειρωνεύτηκε ότι οι ηγέτες του Ουέστμινστερ (κεντρικό προάστιο του Λονδίνου, όπου βρίσκονται οι κυβερνητικές υπηρεσίες) ...θυμήθηκαν πολύ αργά τη Σκοτία. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις πάντως δίνουν ένα μικρό προβάδισμα στο «όχι» με το ποσοστό των αναποφάσιστων να κυμαίνεται στο 10%, πράγμα που δείχνει το πόσο οριακά είναι τα πράγματα. Ωστόσο, είναι φανερό ότι όποιο και να είναι το αποτέλεσμα στην ενδοαστική αντιπαράθεση που κορυφώνεται οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα δεν πρόκειται να δουν ουσιαστικές αλλαγές στη ζωή τους με δεδομένο τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης που και τα δύο «στρατόπεδα» υπηρετούν.