Το νούμερο των εισακτέων ανά ίδρυμα βέβαια δεν είναι ένας απλός αριθμός. Είναι επίσης γνωστό ότι τα τελευταία χρόνια τα νούμερα αυτά έχουν πολύ μικρές διακυμάνσεις, με εξαίρεση ίσως κάποια Τμήματα με ασαφές ή ανύπαρκτο επιστημονικό αντικείμενο, που απλά ακολουθούσαν τις βραχυπρόθεσμες στοχεύσεις της αγοράς. Η συζήτηση που διεξάγεται σήμερα είναι καταρχήν δεμένη με τη συζήτηση για τις μετεγγραφές που προηγήθηκε, καθώς και με τη συζήτηση για τις διαγραφές των αποκαλούμενων «αιώνιων» φοιτητών. Σε μια δεύτερη ανάγνωση των παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι η πραγματική ανησυχία της δικομματικής και των παλιότερων κυβερνήσεων δεν είναι το «ξεκαθάρισμα των λιμναζόντων», ούτε οι μετεγγραφές ή διαγραφές των σπουδαστών που αδυνατούν σήμερα να παρακολουθήσουν τις σπουδές από τον τόπο κατοικίας τους.
Εγνοιά τους είναι η μεγαλύτερη συμμόρφωση της ελληνικής εκπαιδευτικής πραγματικότητας με τα διεθνή πρότυπα και την πείρα της σύνδεσης ανώτατης εκπαίδευσης - καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αυτό βέβαια γίνεται ακόμα πιο κρίσιμο για το κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις του σε μια ασταθή και ασθμαίνουσα πορεία εξόδου από την καπιταλιστική κρίση και λειτουργεί φυσικά σε βάρος των παιδιών από τις εργατικές - λαϊκές οικογένειες, που σπουδάζουν με στερήσεις ειδικά στη φάση της κρίσης.
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που προτείνεται να έχει τη γενική εποπτεία του αριθμού των εισακτέων στα ανώτατα ιδρύματα η περίφημη ΑΔΙΠ (Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας). Πρόκειται για μηχανισμό που συντονίζει, μέσω των εσωτερικών και εξωτερικών αξιολογήσεων και πιστοποιήσεων, τη διαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών και της εικόνας των ΑΕΙ με τα κριτήρια της αγοράς. Η ΑΔΙΠ άλλωστε έχει ήδη καταθέσει προτάσεις για τη «διαχείριση του φοιτητικού πληθυσμού», όταν διεξαγόταν η συζήτηση για τις συγχωνεύσεις των ιδρυμάτων και τα σχέδια «Αθηνά». Ο «υπερπληθυσμός» των φοιτητών και η βάση εισαγωγής, κατά την ΑΔΙΠ, καθώς και ο «λιμνάζων» φοιτητικός πληθυσμός, δυσχεραίνουν τη λειτουργία των ιδρυμάτων και τη σύνδεσή τους με την αριστεία. Η λύση που προτείνεται: Η διαμόρφωση πολλών διαφορετικών «διαδρομών στη μεταλυκειακή εκπαίδευση», μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται 1ετή, 2ετή και 3ετή προγράμματα σπουδών από τα ίδια τα πανεπιστημιακά ιδρύματα...! Με απλά λόγια, η ΑΔΙΠ έχει ήδη υποδείξει τα «βαρίδια» εκείνα που δυσκολεύουν την επίτευξη της αριστείας στα ιδρύματα, η οποία είναι απαραίτητη στον ανταγωνισμό και στην κατηγοριοποίηση των ιδρυμάτων και επιμέρους Τμημάτων.
Είναι ευνόητο ότι για κεφαλαιοκράτες και αστικές κυβερνήσεις γνώμονας δεν είναι να εξασφαλίζεται η πλήρης γνώση του επιστημονικού αντικειμένου ή η ανάπτυξη της Ερευνας προς όφελος των λαϊκών αναγκών. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν τους αφορά η ποιότητα στην εκπαίδευση, με τους δικούς τους φυσικά όρους και περιεχόμενο. Τα «άριστα» ιδρύματα είναι αυτά που θα παράγουν απόφοιτους με χρήσιμα για την αγορά υψηλά προσόντα και θα εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο αποφοίτων, «κράχτες» μεγαλύτερων ιδιωτών - επενδυτών στην Ερευνα και εκπαίδευση. Τα «άριστα» ιδρύματα με αυτούς τους όρους έχουν καλύτερες προϋποθέσεις να τροφοδοτήσουν την καπιταλιστική παραγωγή με τις ερευνητικές πατέντες, με το ανθρώπινο δυναμικό που χρειάζεται για να είναι ανταγωνιστική και να παρατείνει το χρόνο ζωής της μέχρι την επόμενη κρίση. Τα υπόλοιπα Τμήματα μπορούν και πρέπει να συνδράμουν στην αγορά της εκπαίδευσης προσφέροντας δεξιότητες και καταρτίσεις κάθε είδους, αλλάζοντας και τα ίδια χαρακτήρα, τύπο πτυχίου και πρόγραμμα σπουδών.
Στα παραπάνω έρχονται να «κουμπώσουν» και οι πρόσφατες αλλαγές στο Λύκειο, καθώς και η συζήτηση για το σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ. Οι κινητοποιήσεις άλλωστε των μαθητών αναδεικνύουν την οξύτητα της κατάστασης στα δευτεροβάθμια ιδρύματα, ενώ αντικειμενικά προκύπτει το ζήτημα ενιαιοποίησης της αντίληψης για το χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων σε Λύκειο και ΑΕΙ, καθώς και του συντονισμού της δράσης, της υιοθέτησης κοινών πλαισίων πάλης μαθητών και σπουδαστών. Το νέο σύστημα εισαγωγής που απεργάζονται είναι απόρροια του διαφοροποιημένου λυκείου που προχωρά πλέον με την «τράπεζα θεμάτων», τις τάξεις μαθητείας, την επιλογή τελικά από το μαθητή και την οικογένειά του σε ποιο σχολείο θα πάει. Καθώς, δε, οι διάφορες σχολές και Τμήματα των ΑΕΙ, μαζί με το υπουργείο, θα καθορίζουν τους συντελεστές βαρύτητας των εισαγωγικών μαθημάτων, είναι σαφές ότι οι μαθητές από φτωχές λαϊκές οικογένειες ένα δρόμο θα έχουν: Από τα σχολεία δεύτερης κατηγορίας στα προγράμματα κατάρτισης, ενώ τα παιδιά των αστών θα μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα στα καλύτερα σχολεία και Πανεπιστήμια. Η αποκάλυψη δηλαδή της ταξικότητας της εκπαίδευσης σε όλο της το μεγαλείο...
Βέβαια, μπορεί κάποιος να ρωτήσει, καλοπροαίρετα: Και τι κακό υπάρχει στο να καθορίζει ένα Τμήμα το δυναμικό των σπουδαστών που μπορεί να πάρει, σήμερα μάλιστα που οι περικοπές της χρηματοδότησης δημιουργούν σοβαρά προβλήματα λειτουργίας των Τμημάτων; Ολο αυτό το διάστημα, και ενώ σε ιδρύματα και Τμήματα έχουν εκλεγεί οι νέες πλέον διοικήσεις, παρακολουθούμε μια προσπάθεια διαχείρισης της οξυμένης κατάστασης που, ...στην καλύτερη των περιπτώσεων, αναζητά λύσεις νομικίστικες ή απομονώνει τη χρηματοδότηση, αφήνοντας στο απυρόβλητο τη στρατηγική του κεφαλαίου και των ευρωενωσιακών επιτελείων.
Στο διαγωνισμό τους πάνω σε διαχειριστικές λύσεις, οι σπουδαστές που έχουν αιτηθεί μετεγγραφής γίνονται μπαλάκι από τις γραμματείες στο υπουργείο και αντίστροφα, ενώ είναι σοβαρός ο κίνδυνος να χάσουν το εξάμηνο και να μην πάρουν τελικά τις μετεγγραφές. Καταρχήν, οι σπουδαστές, μέσα από Επιτροπές Αγώνα, μέσα από τις συλλογικές διαδικασίες, πρέπει να απαιτήσουν από τις διοικήσεις να πάρουν θέση στην ουσία του προβλήματος. Να διεκδικήσουν χρηματοδότηση, αίθουσες και συγγράμματα, άλλες απαραίτητες υποδομές, εκπαιδευτικό και διοικητικό δυναμικό. Να απαιτήσουν να αξιοποιηθούν αίθουσες και χώροι που διαθέτουν τα ΑΕΙ, την ίδια στιγμή που οι διοικήσεις απεργάζονται σχέδια «αξιοποίησης», ξεπουλήματος δηλαδή, των υποδομών αυτών. Αυτά φυσικά το σπουδαστικό κίνημα πρέπει να τα απαιτήσει από τους προέδρους, τους κοσμήτορες κλπ., χωρίς αυταπάτες για το ρόλο που έχουν κληθεί και αποδεχτεί στην πλειοψηφία τους να παίξουν στο προχώρημα της ιδιωτικο-οικονομικής λειτουργίας των ΑΕΙ. Επιπλέον, οι σπουδαστές πρέπει να αποκαλύπτουν τι κρύβεται πίσω από αυτές τις εξελίξεις, ποιοι είναι οι πραγματικοί λόγοι που μέρος της ευθύνης για τον αριθμό των εισακτέων μεταφέρεται στα Τμήματα.
Είναι σίγουρο πως οι εξελίξεις και αυτήν τη χρονιά θα είναι προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης ακόμα πρόσδεσης της εκπαίδευσης στις ορέξεις των μονοπωλίων. Ηδη έχουν προετοιμάσει την υποδομή για να προχωρήσουν στην κατηγοριοποίηση που θα φέρει τον ανταγωνισμό των ανώτατων ιδρυμάτων, των Τμημάτων, των ερευνητικών εργαστηρίων και ινστιτούτων. Εχουν αναβαθμίσει το ρόλο της ΑΔΙΠ για να υποδεχτεί αυτόν τον ανταγωνισμό, βάζοντας κλίμακες και επίπεδα στα πτυχία, στους αποφοίτους, στα προγράμματα σπουδών, «πιστοποιώντας» εκ μέρους των επιχειρήσεων τα προγράμματα και τα Τμήματα εκείνα που είναι ανταποδοτικά, που αποφέρουν βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα κέρδη στους μεγαλοεπιχειρηματίες του αντίστοιχου κλάδου.
Στον αντίποδα όλων των παραπάνω, υπάρχει η πρόταση της ΚΝΕ και του Μετώπου Αγώνα Σπουδαστών μέσα στα ΑΕΙ, που παλεύει για δωρεάν σίτιση και στέγαση, δωρεάν συγγράμματα, καμιά διαγραφή και καμιά παρεμπόδιση των σπουδαστών να παρακολουθήσουν τις σπουδές τους. Να πάρουν όλοι οι μετεγγραφέντες πάσο και κάρτες σίτισης, να μη χάσουν επουδενί το εξάμηνο. Η πρόταση αυτή αντικειμενικά συναντιέται με τα ριζοσπαστικά αιτήματα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, για κατάργηση της «τράπεζας θεμάτων», επαρκείς υποδομές, κάλυψη όλων των κενών σε δασκάλους και βιβλία. Και συναντιούνται γιατί είναι προτάσεις που στηρίζονται στην ανάγκη ανάπτυξης της οικονομίας και των κλάδων της παραγωγής με γνώμονα τα λαϊκά συμφέροντα.
Αυτού του είδους η ανάπτυξη, παράλληλα με τα δεδομένα κάθε επιστήμης, θα καθορίζει (και θα επανακαθορίζει συχνά) ποια Τμήματα, πού και με ποια εφόδια θα λειτουργούν στα πλαίσια μιας Ενιαίας Ανώτατης Εκπαίδευσης, διασφαλίζοντας στους σπουδαστές ότι με το πτυχίο τους θα βρίσκουν αμέσως δουλειά στο αντικείμενό τους. Η πρόταση αυτή του Κόμματός μας είναι εργαλείο που πρέπει να δουλεύεται καθημερινά μέσα στο σπουδαστικό κίνημα, όσο και αν για τους περισσότερους σπουδαστές φαντάζει μακρινή. Τότε πρέπει να τους δείχνουμε ότι οι αγώνες για τη δωρεάν σίτιση και στέγαση, που μια μεγάλη μάζα το καταλαβαίνει και το απαιτεί, φέρνουν πιο κοντά τους αγώνες και την πραγματικότητα μιας πραγματικά φιλολαϊκής οικονομικής ανάπτυξης και Παιδείας.