Κυριακή 24 Ιούνη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 23
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Ας μιλήσουμε για την παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή

Με τα στοιχεία του ΣΔΟΕ και του ΙΟΒΕ για την παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή, οι κυβερνώντες επιχειρούν να αλλοιώσουν την εικόνα της Ελλάδας των πατρικίων και των πληβείων

Μετά τη στροφή 180 μοιρών που αναγκάστηκε να κάνει η κυβέρνηση - κάτω από το βάρος των μαζικών λαϊκών αντιδράσεων - στις διαδικασίες και στο χρονοδιάγραμμα προώθησης της νέας δέσμης αντιλαϊκών μέτρων με το «μάξι Ασφαλιστικό», άρχισαν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας μια σειρά από στοιχεία και πληροφορίες, που δείχνουν ότι στην Ελλάδα των δύο ταχυτήτων (των πατρικίων και των πληβείων) ανθεί και γιγαντώνεται η παραοικονομία με τα κάθε είδους παρακλάδια της. Να διευκρινίσουμε, εδώ, πως πίσω από τον όρο «παραοικονομία» κρύβονται οι κάθε είδους υπόγειες συναλλαγές. Δηλαδή, η φοροδιαφυγή, η φοροκλοπή, η εισφοροδιαφυγή, οι μίζες, τα φακελάκια κλπ.

Εχουμε στο νου μας τα στοιχεία του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) και του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για την εκτεταμένη φοροδιαφυγή (στο ΦΠΑ) και την παραοικονομία. Σύμφωνα με τις παραπάνω εκθέσεις, προκύπτουν τα εξής: α) Η ηγεσία του ΣΔΟΕ εκτιμά ότι το ελληνικό δημόσιο εισπράττει μόλις το 60% του ΦΠΑ (άρα το υπόλοιπο 40%, που αντιπροσωπεύει ποσό ύψους 1,5 τρισ. δραχμών, φοροδιαφεύγει). β) Το ΙΟΒΕ και ο συντάκτης της συγκεκριμένης μελέτης μάς πληροφορούν ότι η παραοικονομία στην Ελλάδα αντιπροσωπεύει το 36,7% του ΑΕΠ (που σημαίνει ότι συναλλαγές άνω των 15 τρισεκατομμυρίων δραχμών κινούνται υπογείως και γίνονται με «μαύρο χρήμα»).

Οσο κι αν φαίνεται παράξενο, η δημοσιοποίηση των συγκεκριμένων στοιχείων (για τη φοροδιαφυγή στο ΦΠΑ και την παραοικονομία) δε γίνεται επειδή οι κυβερνώντες και οι κάθε είδους συνοδοιπόροι τους ανακάλυψαν ξαφνικά το πρόβλημα και τις παρενέργειές του. Η παραοικονομία και η φοροδιαφυγή είναι υπαρκτά προβλήματα, τα οποία παραδέχτηκε δημόσια και η κυβέρνηση, διά στόματος κυβερνητικού της εκπροσώπου, Δ. Ρέππα, και αρμόδιου υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Γ. Παπαντωνίου, που έδωσαν - όπως ήταν αναμενόμενο - τις δικές τους εξηγήσεις και ερμηνείες για την ύπαρξη του φαινομένου και ποιοι είναι οι κερδισμένοι.

Ομως, ο χρόνος που επιλέχθηκε να δημοσιοποιηθούν τα στοιχεία αυτά και η προβολή που δόθηκε από τα μέσα ενημέρωσης έχουν στόχο να διευκολυνθεί η κυβέρνηση σε έναν νέο κύκλο επίθεσης στα λαϊκά εισοδήματα, με ιδιαίτερη έμφαση στα εργαζόμενα νοικοκυριά των αγροτών, των ΕΒΕ αλλά και των μισθωτών-συνταξιούχων.

Συγκεκριμένα, με τη δημοσιοποίηση των συγκεκριμένων στοιχείων, επιχειρείται:

Πρώτον, να αμφισβητηθούν τα στοιχεία της Eurostat και άλλων υπηρεσιών, που εμφανίζουν τη φτώχεια στην Ελλάδα να ανθεί και να αναπτύσσεται παράλληλα με την προκλητική αύξηση της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων και την ταχεία ανάπτυξη της οικονομίας.

Δεύτερον, να διευκολυνθεί η προώθηση νέων αντιλαϊκών μέτρων, που υποτίθεται αποσκοπούν στο νοικοκύρεμα της οικονομίας, με τη σκλήρυνση της στάσης των αρμόδιων αρχών (φοροκυνηγητό) απέναντι στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και γενικότερα στους αυτοαπασχολούμενους, αλλά και στους εργαζόμενους.

Τρίτον, να δικαιολογήσουν την εμμονή τους στη συνέχιση των αντιλαϊκών εισοδηματικών- δημοσιονομικών πολιτικών μονόπλευρης λιτότητας. Από αυτή την άποψη, τους «κολλάει» μια χαρά το επιχείρημα πως οι εργαζόμενοι (μισθωτοί, αγρότες, αυτοαπασχολούμενοι κλπ.) δε ζουν μόνο με τα εισοδήματα που εμφανίζουν στη φορολογική τους δήλωση (μισθοί, συντάξεις και άλλες νόμιμες, φανερές, πηγές), αλλά και από την παραοικονομία, που αυξάνει σημαντικά το επίσημο εισόδημά τους.

Τέταρτον, και όχι λιγότερο σημαντικό, να καλλιεργηθεί η εντύπωση, πως για την παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή ενέχονται μόνον οι εργαζόμενοι και γενικότερα τα πλατιά λαϊκά στρώματα, ενώ οι μεγαλοεπιχειρηματίες-μεγαλοεισοδηματίες είναι «άσπιλοι και αμόλυντοι». Οι τελευταίοι εμφανίζονται ότι όχι μόνο εκτελούν στο ακέραιο και συνειδητά τα φορολογικά τους καθήκοντα, αλλά ενδιαφέρονται και για την αντιμετώπιση της παραοικονομίας, αναπόσπαστο τμήμα της οποίας είναι η φοροδιαφυγή, η φοροκλοπή, κλπ.

Πέμπτον, να δικαιολογηθεί η ανοχή της κυβέρνησης απέναντι στην άνθηση της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, με το προκλητικό επιχείρημα πως από αυτή την υπόθεση... κερδίζουν οι εργαζόμενοι (δεν πληρώνουν φόρους για τη «μαύρη εργασία» ούτε ασφαλιστικές εισφορές), οι αγρότες και οι ιδιοκτήτες μικρομεσαίων επιχειρήσεων (εμφανίζονται, σε μεγάλο βαθμό, να επιβιώνουν χάρη στη φοροδιαφυγή και στην παραοικονομία) κλπ. Ούτε λίγο-ούτε πολύ, δηλαδή, οι κυβερνώντες προπαγανδίζουν - στη ζούλα - την άποψη, ότι από την παραοικονομία δεν ευνοείται το μεγάλο κεφάλαιο, αλλά οι εργαζόμενοι!

Ιδού και τα τεκμήρια

Στην ουσία, με τα στοιχεία του ΣΔΟΕ και του ΙΟΒΕ για την παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή, οι κυβερνώντες επιχειρούν να αλλοιώσουν την εικόνα για την Ελλάδα των δύο ταχυτήτων. Την Ελλάδα των ολίγων (δηλαδή των μεγαλοεπιχειρηματιών και των κάθε είδους υπηρετών τους, καρεκλοκένταυρων της εξουσίας) που ζουν στη χλιδή και καρπώνονται τη μερίδα του λέοντος από την αύξηση του εγχώριου πλούτου (ΑΕΠ), και την Ελλάδα των πολλών (δηλαδή των εργαζομένων νοικοκυριών), που ενώ αυτοί παράγουν τον πλούτο, δεν απολαμβάνουν παρά «ψίχουλα» της αυξανόμενης πίτας του ΑΕΠ. Επιχειρώντας, λοιπόν, να αλλοιώσουν την εικόνα της Ελλάδας των πατρικίων και των πληβείων (που αποτυπώνεται στα στοιχεία με την εξέλιξη των μισθών και των κερδών, του πλούτου και της φτώχειας, της άδικης διανομής και αναδιανομής του εθνικού εισοδήματος), κυβέρνηση και μεγαλοεπιχειρηματίες ερμηνεύουν όπως τους βολεύει τα αποκαλυπτικά στοιχεία για την παραοικονομία, τη φοροδιαφυγή και τη φοροκλοπή.

Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι στη μελέτη του ΙΟΒΕ για την παραοικονομία, διατυπώνεται η άποψη πως οι Ελληνες εργαζόμενοι δεν είναι και τόσο φτωχοί, όπως τους εμφανίζουν τα επίσημα στοιχεία. Σύμφωνα με τη Eurostat, οι 4 στους 10 Ελληνες ζουν κάτω από το επίσημο όριο φτώχειας, καθώς «το 22%, ήτοι 2.258.000, είναι φτωχοί» μια και ζουν στα κατώτερα επιτρεπτά όρια διαβίωσης, και από αυτούς οι 450.000 βιώνουν σε συνθήκες απόλυτης ένδειας και εξαθλίωσης.

Επιχειρώντας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, ο υπουργός Τύπου και κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δ. Ρέππας, με δηλώσεις του στις 7 του Ιούνη ομολογεί δημόσια πως «πράγματι, η παραοικονομία κινείται σε υψηλά επίπεδα στη χώρα μας». Ο υπουργός, όμως, υιοθετεί τις αντιδραστικές και προκλητικές απόψεις του ΙΟΒΕ, σύμφωνα με τις οποίες στο σπορ της «παραοικονομίας» επιδίδονται όλοι οι άλλοι εκτός από τους μεγαλοεπιχειρηματίες. Στα πλαίσια αυτά, ο κ. Ρέππας δήλωσε: «Η αναγνώριση αυτού του υψηλού ποσοστού παραοικονομίας στην πατρίδα μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η οικονομία, τα εισοδήματα των ιδιωτών ή και το επίπεδο της καθημερινής ζωής τους, είναι καλύτερα από αυτά που δείχνουν οι επίσημοι δείκτες. Γιατί πολλές παραγωγικές δραστηριότητες δε θα μπορούσαν να επιβιώσουν και να υπάρξουν, αν δεν υπήρχε η παραοικονομία. Αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουμε».

Εκπέμποντας, λοιπόν, στο ίδιο μήκος κύματος με τους μεγαλοεπιχειρηματίες και το ΙΟΒΕ - που λανσάρουν την άποψη πως οι πρωταθλητές της παραοικονομίας στην Ελλάδα είναι οι εργαζόμενοι στις Ενοπλες Δυνάμεις, στις πολεοδομικές υπηρεσίες, οι εφοριακοί, οι αγροτοκτηνοτρόφοι, οι ψαράδες κλπ. - ο Δ. Ρέππας προβάλλει τους εξής δύο προκλητικούς ισχυρισμούς:

Πρώτον, πως το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων στην Ελλάδα είναι υψηλότερο από αυτό που δείχνουν οι δείκτες, επιχειρώντας έτσι να αμφισβητήσει τα στοιχεία της Eurostat και άλλων υπηρεσιών για τη φτώχεια στην Ελλάδα.

Δεύτερον, πως αν η κυβέρνηση δεν έκανε τα στραβά μάτια στην παραοικονομία, πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα είχαν βάλει «λουκέτο» και άρα κάποιοι πρέπει να κάνουν τεμενάδες στο κυβερνών κόμμα.

Με απλά λόγια, κυβέρνηση και μεγαλοεπιχειρηματίες προσπαθούν να μας πείσουν πως οι εταιρίες-«μαϊμού», τύπου «of shor» και «holding», που ιδρύονται σε φορολογικούς παραδείσους του εξωτερικού, ανήκουν σε εργαζόμενους, αγροτοκτηνοτρόφους (για τα... γιδοπρόβατά τους) ή σε ψαράδες, που ανεβάζουν στο ψαροκάικό τους «σημαία ευκαιρίας» όταν πηγαίνουν για ψάρεμα (!), και όχι στους Ελληνες μεγαλοεπιχειρηματίες.

Η μάστιγα της φοροδιαφυγής

Σε ό,τι αφορά στο θέμα της φοροδιαφυγής, που - παράλληλα με την παραοικονομία - θεριεύει και σκαρφαλώνει σε όλο και υψηλότερα επίπεδα, οι κυβερνώντες είτε ισχυρίζονται πως η κατάσταση έχει βελτιωθεί είτε πως η γιγάντωση του προβλήματος οφείλεται στους εφοριακούς υπαλλήλους και γενικά στο προσωπικό του υπουργείου Οικονομικών.

Στην προσπάθειά τους, μάλιστα, να αποκρύψουν το γεγονός ότι το πρόβλημα είναι καθαρά πολιτικό, κυβέρνηση και μεγαλοεπιχειρηματίες προβάλλουν στερεότυπα διάφορα σαθρά επιχειρήματα, όπως για παράδειγμα:

  • «Οι μεγάλες εταιρίες, και να θέλουν, δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν γιατί έχουν οργανωμένα λογιστήρια και άρα υπάρχει αυξημένος κίνδυνος, επειδή εμπλέκονται πολλοί (λογιστές κλπ.), να τους... «καρφώσουν» στις ελεγκτικές υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών!
  • Για την εκτεταμένη φοροδιαφυγή, έφταιγε η έλλειψη μηχανοργάνωσης των ελεγκτικών υπηρεσιών του υπουργείου Οικονομικών, η πολυδαίδαλη νομοθεσία κλπ.
  • «Το ΣΔΟΕ έχει πολλή δουλιά», επιχείρημα που πρόβαλε η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, σχολιάζοντας έτσι τις εκτιμήσεις του γραμματέα του ΣΔΟΕ, σύμφωνα με τις οποίες το δημόσιο χάνει κάθε χρόνο περίπου 1,5 τρισεκατομμύριο δραχμές από τη φοροδιαφυγή στο ΦΠΑ. Με τη θέση αυτή οι κυβερνώντες προσπάθησαν να αποποιηθούν τις κυβερνητικές ευθύνες και, αμφισβητώντας πως το πρόβλημα είναι πολιτικό, το εμφάνισαν ως... «υπηρεσιακό και τεχνοκρατικό».

Με τα επιχειρήματα αυτά, οι κυβερνώντες επιχειρούν να περάσουν στο ντούκου το γεγονός - που «ο κόσμος το 'χει τούμπανο και αυτοί κρυφό καμάρι» - ότι οι πραγματικοί πρωταθλητές της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα είναι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις και τα συνεταιράκια τους, οι μεγαλοεπιχειρηματίες στην Ελλάδα, που επιδίδονται σ' αυτό το «ευγενές σπορ» με οργανωμένο τρόπο. Αν ίσχυαν τα παραπάνω επιχειρήματα, ότι δηλαδή οι μεγάλες επιχειρήσεις δε φοροδιαφεύγουν επειδή δεν μπορούν για τους παραπάνω λόγους, τότε εύλογα τίθενται τα εξής ερωτήματα:

Πρώτον, ποιους ενοχλούσαν (και καταργήθηκαν από τους κυβερνώντες) μια σειρά ελεγκτικοί φορείς, όπως:

  • Το Σώμα Ορκωτών Λογιστών (ΣΟΛ), που έλεγχε τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων και είχε συμβάλει στην αποκάλυψη των ατασθαλιών στην Τράπεζα Κρήτης και του σκανδάλου Κοσκωτά;
  • Το Συμβούλιο Ερεύνης Τιμών (ΣΕΤ), που έκανε ελέγχους για υπερτιμολογήσεις και υποτιμολογήσεις επιχειρήσεων και είχε ανακαλύψει ότι μια σειρά από μεγάλες επιχειρήσεις επιχειρηματιών από τα «παλιά τζάκια» είχαν «λερωμένη τη φωλιά τους»;
  • Το Γραφείο Φοροδιαφυγής και Δασμοφοροδιαφυγής, που είχε ιδρυθεί στο υπουργείο Οικονομικών στις αρχές του 1982 επί υπουργίας Μ. Δρεττάκη και με τους ελέγχους σε βάθος που είχε αρχίσει σε μια σειρά από μεγάλες (ελληνικές και πολυεθνικές) επιχειρήσεις είχαν ανακαλύψει τεράστιας έκτασης φοροδιαφυγή, φοροκλοπή, λαθρεμπορία, δασμοφοροδιαφυγή κλπ.;

Δεύτερον, πώς είναι δυνατόν, παράλληλα με τη μηχανοργάνωση των εφοριών και άλλων υπηρεσιών του υπουργείου Οικονομικών, και όχι μόνο, να αυξάνονται η φοροδιαφυγή, η φοροκλοπή και άλλες λοβιτούρες σε βάρος του δημοσίου;

Τρίτον, ποιος φταίει που - μετά την ψήφιση δεκάδων φορολογικών νομοσχεδίων - η φορολογική νομοθεσία εξακολουθεί να παραμένει «πολυδαίδαλη» και να αποτελεί το πιο δύσκολο «σταυρόλεξο» για τον απλό λαό;

Τέταρτον, πώς είναι δυνατόν να επιμένουν στον ισχυρισμό ότι για τη φοροδιαφυγή φταίνε οι υψηλοί συντελεστές φορολογίας, όταν είναι γνωστό πως, παρά τις δεκάδες χαριστικές ρυθμίσεις χρεών που έκαναν οι κυβερνώντες, παράλληλα με τη μείωση του ανώτατου συντελεστή (από 67% το 1981 σε 40% φέτος), η παραοικονομία ανθεί και γιγαντώνεται;

Ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς που προβάλλουν οι βιομήχανοι (ΣΕΒ, ΙΟΒΕ κλπ.) και η κυβέρνηση (διά στόματος πρωθυπουργού, αρμόδιου υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ή κυβερνητικού εκπροσώπου), που προσπαθούν να μας πείσουν ότι η παραοικονομία έχει... και τα καλά της ή ότι η φοροδιαφυγή είναι πρόβλημα «τεχνοκρατικό» και όχι πολιτικό, η ουσία δεν αλλάζει: Αν κάτι αλλοιώνει η παραοικονομία και τα παρακλάδια της (φοροδιαφυγή, εισφοροδιαφυγή, κλπ.), αυτό δεν είναι οι δείκτες της φτώχειας και του πραγματικού ύψους του εισοδήματος των εργαζομένων, αλλά το βαθμό εκμετάλλευσης των ανθρώπων του μόχθου και της δουλιάς.


Λάμπρος ΤΟΚΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ