Κυριακή 4 Οχτώβρη 2015
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 30
ΓΥΝΑΙΚΑ
Ψάχνουν στην «ισότητα» το κλειδί για την καπιταλιστική ανάπτυξη

«Η δύναμη της ισότητας: Πώς η προώθηση της ισότητας των γυναικών μπορεί να προσθέσει 12 τρισεκατομμύρια δολάρια στην παγκόσμια ανάπτυξη». Ετσι τιτλοφορείται η έκδοση που δημοσίευσε τις προηγούμενες μέρες η εταιρεία «McKinsey». Η παραπάνω εκτίμηση βασίζεται στην έρευνα που διεξήγαγε σε 95 χώρες σε όλο τον κόσμο. Στις χώρες αυτές, όπως εξηγεί, ζει το 93% του παγκόσμιου πληθυσμού θηλυκού γένους και παράγεται το 97% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Η «αντιμετώπιση της ανισότητας των φύλων» θεωρείται ως προϋπόθεση προκειμένου να αυξηθεί η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό. Ετσι, η έρευνα διαπιστώνει ότι οι γυναίκες σε αυτές τις 95 χώρες δημιουργούν το 37% του ΑΕΠ, παρά το γεγονός ότι αριθμητικά αντιστοιχούν στο 50% του πληθυσμού σε ηλικία κατάλληλη για εργασία.

Υπολογισμοί με βάση την «ισότητα»

Σε ένα ιδανικό σενάριο, όπου οι γυναίκες θα συμμετείχαν στην οικονομία στον ίδιο ακριβώς βαθμό και με τον ίδιο τρόπο με τους άντρες, η έρευνα της «McKinsey» υποστηρίζει πως το 2025 θα προστίθεντο έως και 28 τρισ. δολάρια (αύξηση 26%), στο ετήσιο παγκόσμιο ΑΕΠ. Οπως σημειώνει, το μέγεθος αυτό είναι σχεδόν ισοδύναμο με το σημερινό μέγεθος των οικονομιών των ΗΠΑ και της Κίνας μαζί.

Ωστόσο, η πραγματοποίηση του σεναρίου αυτού προϋποθέτει πως η μέση συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό θα ανέβει από το 64% που βρίσκεται σήμερα στο 95%, αύξηση που εκτιμά πως είναι απίθανο να επιτευχθεί μέσα σε μια δεκαετία.

Δίπλα στο ιδανικό σενάριο παρουσιάζεται και ένα εναλλακτικό, σύμφωνα με το οποίο κάθε χώρα θα μπορούσε μέχρι το 2025 να συμβαδίσει με το ρυθμό εκείνης της χώρας της ευρύτερης περιοχής στην οποία ανήκει, που καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής γυναικών στην απασχόληση. Για παράδειγμα, οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης θα μπορούσαν να μικραίνουν τη διαφορά στη συμμετοχή γυναικών και ανδρών στο εργατικό δυναμικό κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα κάθε έτος, ακολουθώντας το παράδειγμα της Ισπανίας. Με τους ρυθμούς προόδου που προϋποθέτει το εναλλακτικό αυτό σενάριο, η μέση παγκόσμια συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό θα έφτανε το 74% μέχρι το 2025, καταγράφοντας αύξηση περίπου 10 ποσοστιαίων μονάδων. Θα πρόσθετε ακολούθως περίπου 12 τρισ. δολάρια στο ετήσιο ΑΕΠ.

Στις εκτιμήσεις αυτές, όπως και σε παρόμοιες που γίνονται όχι μόνο από επιχειρηματικούς ομίλους αλλά και από οργανισμούς όπως το ΔΝΤ ή διακρατικές ενώσεις όπως η ΕΕ, αποτυπώνεται η διαρκής προσπάθεια αύξησης των ποσοστών της γυναικείας απασχόλησης, διεύρυνσης της μισθωτής εργασίας από τη δεξαμενή του αναξιοποίητου γυναικείου εργατικού δυναμικού, και επομένως των κερδών που προκύπτουν από την εκμετάλλευσή του. Το γεγονός ότι οι εργαζόμενες γυναίκες αμείβονται με χαμηλότερους μισθούς και εργάζονται σε μεγαλύτερο βαθμό με ευέλικτες - ελαστικές εργασιακές σχέσεις, αποτελεί έναν επιπλέον λόγο που δικαιολογεί το έντονο ενδιαφέρον για την ένταξή τους στην παραγωγή.

Είναι αναμφισβήτητο ότι η μαζική ένταξη των γυναικών στην κοινωνική παραγωγή, η έξοδος από το ατομικό νοικοκυριό, εξέλιξη που χαρακτήρισε τα πρώτα βήματα του καπιταλιστικού συστήματος, είναι απαραίτητος όρος για τη χειραφέτηση της γυναίκας, καθώς την εντάσσει στην εργατική τάξη, την επαναστατική δύναμη της εποχής μας. Ωστόσο, η συμμετοχή στην καπιταλιστική παραγωγή κάθε άλλο παρά αρκεί για να οδηγήσει τις εργαζόμενες στην ισοτιμία, αντίθετα δημιουργεί νέες ανισότητες. Ειδικά σήμερα, ο στόχος για αύξηση της γυναικείας απασχόλησης συνδέεται ευθέως με το ξήλωμα δικαιωμάτων και κατακτήσεων των εργαζόμενων γυναικών, που χαρακτηρίζονται «εμπόδια». Για παράδειγμα, ως τέτοιο εμπόδιο στις σελίδες της έρευνας αναφέρονται οι περιορισμοί στη νυχτερινή εργασία των γυναικών σε κλάδους της βιομηχανίας, που ισχύουν σε ορισμένες χώρες.

Εξάλλου, παράλληλα με τις εκτιμήσεις για τα οφέλη στα οικονομικά μεγέθη από την ένταξη περισσότερων γυναικών στην παραγωγή, τα σχετικά κείμενα, τις αποφάσεις και τις πολιτικές τους διαπερνά η αντίληψη ότι η εργασία είναι «κόστος» το οποίο πρέπει να συμπιέζεται στο «μισθολογικό» και το «μη μισθολογικό» μέρος του, προκειμένου να βελτιώνεται η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Αλλά η εργασία δεν είναι κόστος. Αντίθετα, είναι αυτή που παράγει τον πλούτο που καρπώνονται οι καπιταλιστές, δίνοντας απ' αυτόν ένα ελάχιστο μέρος του ως μισθό εργασίας, και ένα απειροελάχιστο (το μη μισθολογικό), ως καταβολή στα ασφαλιστικά ταμεία και στο κράτος για παροχή τάχα «κοινωνικών υπηρεσιών».

Ψάχνουν το «κλειδί» για την ανάπτυξη

«Η ισότητα των φύλων δεν είναι μόνο ένα πιεστικό ηθικό και κοινωνικό ζήτημα αλλά επίσης μια κρίσιμη οικονομική πρόκληση. Εάν οι γυναίκες, που αποτελούν το μισό παγκόσμιο πληθυσμό, δεν αξιοποιηθούν πλήρως ως οικονομικό δυναμικό, η παγκόσμια οικονομία θα υποφέρει», αναφέρει η «McKinsey». Ωστόσο, η ανάπτυξη για την οποία κάνουν λόγο δεν είναι παρά η καπιταλιστική ανάπτυξη. Και στο πλαίσιο της ανάπτυξης αυτής, ακόμα και στην περίπτωση που νούμερα όπως τα παραπάνω «έβγαιναν» και η παγκόσμια οικονομία δεν «υπέφερε», δε θα ίσχυε το ίδιο και για τις εργαζόμενες.

Στο πλαίσιο του συστήματος της εκμετάλλευσης δεν μπορεί να διασφαλιστεί δουλειά για όλους, γυναίκες και άντρες, ούτε είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ανεργίας, αφού οι καπιταλιστές φροντίζουν τόσο να διευρύνουν τη μισθωτή εργασία όσο και να διατηρούν τον εφεδρικό στρατό των ανέργων, ως εργαλείο για να συμπιέζουν τα δικαιώματα συνολικά της εργατικής τάξης. Ακόμα και στις περιόδους ή τις οικονομίες στις οποίες σημειώνεται πρόοδος στους οικονομικούς δείκτες, όπως στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της κάθε χώρας, αυτό δε μεταφράζεται ευθέως σε βελτίωση της ζωής των λαϊκών οικογενειών. Εξάλλου, προϋπόθεση μιας έστω και χλιαρής καπιταλιστικής ανάκαμψης είναι η διατήρηση και επέκταση της κατάργησης των όποιων κατακτήσεων, η ακόμα πιο φθηνή και υποταγμένη εργατική δύναμη, η φορο-ασυλία του κεφαλαίου, που θα περικόψει δραστικά τις ούτως ή άλλως μικρές κοινωνικές δαπάνες, η υψηλή ανεργία και η ημιαπασχόληση. Αυτές είναι οι συνταγές για τη στήριξη της ανταγωνιστικότητας, της κερδοφορίας των μονοπωλίων και στη φάση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και στη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Επιπλέον, οι δυσκολίες που συναντά η καπιταλιστική ανάκαμψη, η επιβράδυνση που σημειώνεται και σε ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες, αποδεικνύουν πως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο περίπλοκη από την εικόνα που θέλει να παρουσιάζει την αξιοποίηση του γυναικείου εργατικού δυναμικού ως το στοιχείο που μπορεί από μόνο του να ξεκλειδώσει την ανάπτυξη.

Αμειβόμενη και μη αμειβόμενη εργασία

Ανάμεσα στο πλήθος των στοιχείων που περιλαμβάνει και των πλευρών που αναλύει η έρευνα της «McKinsey», ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέταση της ανισότητας μεταξύ των δύο φύλων στην κατανομή της αμειβόμενης και μη αμειβόμενης εργασίας.

Η χαμηλότερη συμμετοχή των γυναικών στην αμειβόμενη εργασία παρουσιάζεται ως η μία όψη του νομίσματος, ενώ η άλλη όψη έχει να κάνει με την υψηλότερη εκπροσώπησή τους στη λεγόμενη «μη αμειβόμενη εργασία». Η έρευνα υπολογίζει το ποσοστό της μη αμειβόμενης εργασίας το οποίο αναλαμβάνουν οι γυναίκες στο 75% του συνόλου της, καθώς είναι αυτές που κατά κύριο λόγο επιφορτίζονται με τη φροντίδα των παιδιών, των ηλικιωμένων, την καθημερινή φροντίδα για το μαγείρεμα, το καθάρισμα και άλλες ευθύνες στο πλαίσιο του νοικοκυριού.

Αυτό που ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση είναι να αντιμετωπιστεί ο οικονομικός αντίκτυπος που συνεπάγεται η δέσμευση των γυναικών στη μη αμειβόμενη δουλειά στο πλαίσιο της οικογένειας και του νοικοκυριού. Η «McKinsey» αναφέρεται ιδιαίτερα στη σημασία που έχει να αντικαθίσταται η δουλειά που γίνεται εκτός των πλαισίων της αγοράς εργασίας με εργασία που γίνεται μέσα στο πλαίσιό της, ως μισθωτή εργασία. Οπως εξηγεί, ορισμένες εργασίες που επιβαρύνουν τις γυναίκες, αν και όχι όλες, θα μπορούσαν να γίνονται από κάποια ή κάποιον που προσλαμβάνεται και τις αναλαμβάνει έναντι αμοιβής. Μάλιστα, ο αντίκτυπος της αντικατάστασης αυτής είναι διπλός: Από τη μία αποδεσμεύει γυναικείο εργατικό δυναμικό προκειμένου να διοχετευθεί στην αγορά εργασίας. Από την άλλη μετατρέπει μια δραστηριότητα που πριν δεν είχε οικονομική σημασία, σε εργασία που γίνεται πια μέσω της αγοράς, άρα καταγράφεται ως οικονομική δραστηριότητα και έχει αντίκτυπο και στην αύξηση του ΑΕΠ.

Ενα συγκεκριμένο παράδειγμα

Ειδικά όσον αφορά την ευθύνη της φροντίδας των παιδιών βρεφικής και προσχολικής ηλικίας, η «McKinsey» σημειώνει ότι η πρόσβαση σε σχετικές υπηρεσίες διευκολύνει τη συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό. Ωστόσο, συμπληρώνει πως οι δομές και οι υπηρεσίες που βρίσκονται στην ευθύνη του κράτους και χρηματοδοτούνται από αυτό, δεν πρέπει να αποτελούν τη μόνη απάντηση στο ζήτημα και αντιτείνει: «Η ενδεδειγμένη λύση πιθανόν να είναι ένας συνδυασμός επιδομάτων χορηγούμενων από το Δημόσιο και αποκεντρωμένων, καθοδηγούμενων από την αγορά μοντέλων παροχής υπηρεσιών παιδικής μέριμνας». Ετσι, η ανάγκη των ίδιων των παιδιών για Προσχολική Αγωγή απομακρύνεται από το προσκήνιο, ενώ παραμένει η ανάγκη των εργαζόμενων γονιών και ιδιαίτερα των μητέρων για υπηρεσίες φροντίδας των παιδιών και των νηπίων. Και η ανάγκη αυτή αντιμετωπίζεται ως ένα πεδίο που μπορεί να ανοίξει για την αγορά και τη δραστηριοποίηση των επιχειρήσεων, που θα κληθούν να την καλύψουν προσδοκώντας να αποκομίσουν τα ανάλογα κέρδη.

Η ανάκαμψη στην οποία πρέπει να προσβλέπουν οι εργαζόμενες και άνεργες γυναίκες δεν είναι ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας και των οικονομικών δεικτών της, αλλά η ανάκαμψη του εργατικού - λαϊκού κινήματος, η ενίσχυση των αγώνων για την απόκρουση της αντεργατικής επίθεσης και η προοπτική της αντεπίθεσης για τη διεκδίκηση των σύγχρονων δικαιωμάτων και αναγκών τους.


Ευτυχία ΧΑΪΝΤΟΥΤΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ