Κυριακή 8 Ιούλη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ
Ο «μονόδρομος» της ΟΝΕ έφερε μυθώδη κέρδη

Τα κέρδη των τραπεζών ανά τραπεζοϋπάλληλο εκτινάχτηκαν από 2,6 εκατ. δρχ. το 1995 σε 17 εκατ. το 1999, καταγράφοντας αύξηση 739%(!!!). Η ψαλίδα ανάμεσα στα επιτόκια καταθέσεων και χορηγήσεων, είναι η κύρια πηγή πλουτισμού των τραπεζών, που επεκτείνονται με ταχείς ρυθμούς στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας

Οι τραπεζίτες στο πλαίσιο της φετινής διαπραγμάτευσης με τους τραπεζοϋπαλλήλους έβαλαν ορθά - κοφτά ζήτημα «επαναδιευθέτησης» του ωραρίου εργασίας στις τράπεζες και σκοπεύουν να το επαναφέρουν με ιδιαίτερη έμφαση στη διαπραγμάτευση του επόμενου έτους. Γνωρίζουν πως η παράταση της εργάσιμης ημέρας (των συναλλαγών) θα αποτελούσε το νέο εφαλτήριο της κερδοφορίας τους και επίσης πως η κερδοφορία τους στηριζόταν και στηρίζεται, αποκλειστικά και μόνον, στην εκμετάλλευση της ζωντανής ανθρώπινης εργασίας από το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας. Οσα περί του αντιθέτου λέγονται και αναγράφονται, μόνον τη θυμηδία προκαλούν. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως οι τραπεζίτες προβάλλουν σαν κύρια απαίτηση τη διεύρυνση των συναλλαγών μέχρι και τις 8 το βράδυ, για τις τουριστικές περιοχές, προκειμένου να πουλήσουν την κάθε είδους πραμάτεια τους.

Τα αμύθητα ποσά που κέρδισαν στα χρόνια της λεγόμενης «σύγκλισης με την ΟΝΕ» και τα οποία ήταν αποτέλεσμα της κραυγαλέας φιλικής γι' αυτούς πολιτικής των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, στηρίχτηκαν πρωτίστως στην εκμετάλλευση της ζωντανής ανθρώπινης εργασίας. Η εκμετάλλευση στα χρόνια της λεγόμενης «σύγκλισης με την ΟΝΕ» συντελέστηκε στον υπερθετικό της βαθμό και προσέλαβε πρωτόγνωρες διαστάσεις.

Ακρως αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία ειδικής μελέτης της ΟΤΟΕ για την εξέλιξη των κερδών και των μισθών στις τράπεζες, που ο «Ριζοσπάστης» φέρνει στο φως της δημοσιότητας.

Τα μέσα καθαρά κέρδη των τραπεζών (αποπληθωρισμένες τιμές του 1994) στην πενταετία 1996-2000 αυξήθηκαν κατά 456,8%! Στην ίδια περίοδο η αύξηση του μέσου μισθού στις τράπεζες ήταν μόλις 15,45%! Εξίσου αποκαλυπτικό είναι το γεγονός ότι οι πραγματικές αυξήσεις μισθών που παίρνουν οι τραπεζοϋπάλληλοι μειώνεται, χρόνο με το χρόνο. Η ένταση της εκμετάλλευσης «τυχαίνει» να συμπίπτει και πάλι με τα χρόνια της λεγόμενης «σύγκλισης» και αποδείχνει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τους κερδισμένους της συγκεκριμένης περιόδου και ποιους ωφέλησε η... ελέω ΟΝΕ πολιτική των κυβερνήσεων Σημίτη: Η πραγματική αύξηση του μέσου μισθού στους τραπεζοϋπαλλήλους από 5,5% το 1996 έπεφτε σταδιακά και διαμορφώθηκε μόλις σε 1,8% το 2000. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. H αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων στις τράπεζες, καθώς και στο σύνολο των εργαζομένων και των νοικοκυριών της χώρας από τη μονοπωλιακή δράκα του τραπεζικού κεφαλαίου προκύπτει ανάγλυφα από τη σχέση των καθαρών κερδών των τραπεζών ανά τραπεζοϋπάλληλο: Σε αποπληθωρισμένες τιμές έτους 1994, τα κέρδη των τραπεζών ανά τραπεζοϋπάλληλο εκτινάχτηκαν από 2,3 εκατ. δρχ. το 1996 σε 17 εκατ. δρχ. το 1999. Με άλλα λόγια η ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης στο σύνολο της οικονομίας αυξήθηκε στα χρόνια της «σύγκλισης με την ΟΝΕ» κατά 739% (!!!), ποσοστό πού προκύπτει από τη σύγκριση των τραπεζικών κερδών σε αποπληθωρισμένες τιμές. Σε απόλυτους αριθμούς το σύνολο των καθαρών κερδών των ελληνικών τραπεζών από 135 δισ. δρχ. το 1994 έφτασε το 1999 (αποπληθωρισμένες τιμές 1994) σε 959,1 δισ. δρχ.

Οι τραπεζίτες αρέσκονται να διαφημίζουν την «ηλεκτρονική» πραμάτεια τους και με τη βοήθεια του αστικού Τύπου να της προσδίδουν κάποια χαρακτηριστικά, φετιχιστικού τύπου, που υποτίθεται πως καταργούν την αξία της ζωντανής ανθρώπινης εργασίας. Αυτά βέβαια ισχύουν αποκλειστικά και μόνο για τις ανάγκες της διαφήμισης και ανταποκρίνονται μόνο στο ψοφοειδές ύφος των εντύπων της πλουτοκρατίας. Οι τραπεζίτες πρώτοι και καλύτεροι γνωρίζουν ότι το βασικό λειτουργικό τους κόστος αφορά τη ζωντανή εργασία και τούτο γιατί δίχως τη ζωντανή εργασία - και γι' αυτούς- δε θα υπήρχαν ούτε κέρδη ούτε τίποτα.

Αυτό προκύπτει και από τη μελέτη της ΟΤΟΕ που δείχνει ότι το 1999 οι δαπάνες προσωπικού αποτελούσαν το 70,5% των συνολικών εξόδων που είχαν οι εμπορικές τράπεζες. Αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός ότι δαπάνες προσωπικού ως ποσοστό στα συνολικά έξοδα αυξάνουν ανάλογα με το μέγεθος της κάθε τράπεζας. Αρκετά πάνω από το μέσο όρο βρίσκονται η Εθνική (77,6%) και η Εμπορική (74,5%).

Ο αριθμός των τραπεζοϋπαλλήλων

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΟΤΟΕ ο αριθμός των τραπεζοϋπαλλήλων, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, στον αμιγώς τραπεζικό τομέα έφτασε το 1999 σε περίπου 56.000 άτομα από περίπου 51.000 το 1994. Η ποσοστιαία αύξηση στη συγκεκριμένη περίοδο φτάνει σε 9,3%. Ωστόσο, σήμερα, σε κάποιες τράπεζες δεν υπάρχει σωματείο... Κατά συνέπεια ο αριθμός των 60.000 εργαζόμενων, που δίνουν για το 2000 οι τραπεζίτες βρίσκεται πολύ κοντά στη σημερινή πραγματικότητα. Το 1999 στην Εθνική εργάζονταν 16.126 υπάλληλοι, στην Εμπορική 7.465, στην τότε Ιονική 3.887 και στην Πίστεως που εξαγόρασε την προηγούμενη 4.689. Στη Eurobank του ομίλου Λάτση, όπου ακόμη -για πόσο;- υπάρχει κατάσταση απροκάλυπτης καταστολής, εργάζονται σήμερα περίπου 8.000 τραπεζοϋπάλληλοι. Κατά συνέπεια η πλειονότητα των τραπεζοϋπαλλήλων, ποσοστό που ξεπερνά το 70%, εργάζεται σήμερα σε τέσσερις, όλους κι όλους, τραπεζικούς ομίλους. Στην Αγροτική ο αριθμός των υπαλλήλων ανερχόταν σε 5.446 και στην Τράπεζα της Ελλάδας, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της ΟΤΟΕ, σε 3.212. Ταυτόχρονα οι εξαγορές - συγχωνεύσεις και ιδιωτικοποιήσεις οδηγούν αναγκαστικά σε μείωση του αριθμού των εργαζομένων. Απτά παραδείγματα η το πάλαι ποτέ «Μακεδονίας - Θράκης», το προσωπικό της οποίας το 1999 σε σύγκριση με το 1998 μειώθηκε κατά 10,3% και της «Ιονικής» που μειώθηκε σε ποσοστό 6,2%. Ακριβή στοιχεία για τον αριθμό των εργαζομένων στον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό τομέα δε διαθέτουμε. Ακολούθησε πάντως τις πομφόλυγες της Σοφοκλέους και σύμφωνα με μια εκδοχή, ίσως και να έφτασε μέχρι τους 100.000 εργαζόμενους, αριθμός που περιλαμβάνει τους τραπεζοϋπαλλήλους που προαναφέραμε, τους εργαζόμενους με κάθε σχέση εργασίας στις ασφαλιστικές εταιρίες, στις εταιρίες αμοιβαίων κεφαλαίων, σε θυγατρικές τραπεζών που δραστηριοποιούνται περί το Χρηματιστήριο και αλλού, καθώς και στις... «φημισμένες» ΕΛΔΕ. Σήμερα, βέβαια, η εργασία πολλών από αυτούς είτε πωλείται αλλού είτε βρίσκεται σε αναγκαστική «αγρανάπαυση».

Η διάρθρωση των κερδών

Το τραπεζικό κεφάλαιο απομυζά ζωντανή ανθρώπινη εργασία από το σύνολο της οικονομίας. Στην εποχή του ζόφου, της «σύγκλισης των επιτοκίων με την ΟΝΕ» και των άλλων αισχρών, που πρόβαλλαν οι ίδιοι και οι διάφοροι υποτακτικοί - κολαούζοι τους, πέτυχαν το (φαινομενικά) ακατόρθωτο: Κύρια πηγή εσόδων τους ήταν οι τόκοι, που για το σύνολο των ελληνικών εμπορικών τραπεζών κατά το 1999 έφτασαν να αποτελούν το 45,6% των συνολικών εσόδων τους. Με άλλα λόγια: η ψαλίδα ανάμεσα στα επιτόκια καταθέσεων και χορηγήσεων απέφερε στις τράπεζες-επαναλαμβάνουμε- το 45,6% των εσόδων τους! Σημαντική πηγή της κερδοφορίας για το 1999 ήταν το τζογάρισμα στη Σοφοκλέους, καθώς από τις «χρηματοοικονομικές πράξεις» τσέπωσαν το 26,1% των εσόδων τους, ενώ τα «λοιπά έσοδα» συμμετείχαν μόλις με 2,7%.

Η μεγέθυνση του τραπεζικού κεφαλαίου και η επέκτασή του στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας φανερώνεται και από τη σχέση του ενεργητικού των τραπεζών με το ΑΕΠ. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ενωσης Ελληνικών Τραπεζών, το σύνολο ενεργητικού για το ελληνικό τραπεζικό κεφάλαιο έφτασε το 1999 σε 47,9 τρισ. δραχμές, και επομένως ήταν υψηλότερο κατά 26% του ΑΕΠ. Μόλις ένα χρόνο πριν, το 1998, το ενεργητικό των τραπεζών ήταν στα 38,6 τρισ. δρχ., υψηλότερο κατά 8% σε σχέση με το ΑΕΠ της ίδιας χρονιάς.

Η αμοιβή της εργασίας

Οι μισθοί στον ελληνικό χρηματοπιστωτικό τομέα είναι οι χαμηλότεροι ανάμεσα στα κράτη της ΕΕ. Αυτό προκύπτει και από σχετικά πρόσφατη μελέτη της ΟΤΟΕ, που αξιοποίησε τα στοιχεία της Eurostat. Σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ΕΕ οι μέσες μεικτές αποδοχές στην Ελλάδα, για το 1999, ήταν κατά 52% έως 59% χαμηλότερες, σε σχέση με τη Δανία και το Λουξεμβούργο αντίστοιχα, κατά 44% σε σχέση με το Δυτικό τμήμα της Γερμανίας και κατά 28% χαμηλότερες σε σχέση με το Ανατολικό τμήμα.

Η ΕΣΑΚ Τραπεζοϋπαλλήλων

Για τις εξελίξεις στις τράπεζες και τους κινδύνους που συνεπάγονται για τους τραπεζοϋπαλλήλους και τους εργαζόμενους, μιλά στο «Ριζοσπάστη» ο Θανάσης Λάππας, μέλος της Γραμματείας Τραπεζοϋπαλλήλων της ΕΣΑΚ και αντιπρόσωπος στην ΟΤΟΕ:

Τα τελευταία χρόνια το ελληνικό τραπεζικό σύστημα προσπαθεί να ενσωματωθεί στα νέα δεδομένα που δημιούργησε η είσοδος της χώρας στην ΟΝΕ. Προσπαθεί να απορροφήσει τους κραδασμούς που δημιουργεί η εισαγωγή του ευρώ. Η πορεία αυτή για το τραπεζικό κεφάλαιο ήταν και εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα κερδοφόρα. Οι ισολογισμοί των τελευταίων ετών δείχνουν ότι τα κέρδη των τραπεζών σημείωσαν ιλιγγιώδη αύξηση. Για τη δημιουργία αυτών των κερδών οι τράπεζες εκμεταλλεύτηκαν ικανοποιητικά την απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, τον περιορισμό ελέγχου από την Τράπεζα της Ελλάδας και προχώρησαν σε μια σειρά ενέργειες, με σκοπό την αύξηση του μεριδίου τους στην αγορά και στη μείωση του λειτουργικού κόστους τους. Η αύξηση του μεριδίου αγοράς, εκτός από τις εξαγορές και συγχωνεύσεις περιλαμβάνει και επέκταση σε νέες αγορές και νέες μορφές δανεισμού. Οι τραπεζίτες βλέπουν ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις βρίσκουν φθηνότερο χρήμα (π.χ, μέσω Χρηματιστηρίου, διεθνών αγορών) γι' αυτό και στρέφονται σε άλλες πηγές εσόδων. Αυτή την περίοδο στοχεύουν στην αύξηση του μεριδίου τους στα καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια, που είναι ιδιαίτερα προσοδοφόρα. Τα ελληνικά νοικοκυριά είναι τα λιγότερο εξαρτημένα στην Ευρώπη από το τραπεζικό κεφάλαιο.

Από την άλλη πλευρά όμως δεν παραλείπουν να περιορίζουν το λειτουργικό κόστος τους, κυρίως τις δαπάνες για μισθούς και εργοδοτικές εισφορές, εκμεταλλευόμενοι το θεσμικό πλαίσιο που τους προσφέρει η κυβέρνηση σε συνεργασία βέβαια με την πλειοψηφία της ΟΤΟΕ. Η ΟΤΟΕ στήριξε και στηρίζει την προσπάθεια των τραπεζιτών και οι όποιες συμφωνίες περιστρέφονται γύρω από την προσπάθεια των τραπεζιτών να υπερασπίσουν τα κέρδη τους και να επεκταθούν στο εξωτερικό. Πιστεύουν ότι έτσι διασφαλίζονται κάποιοι ανεκτοί όροι για τους τραπεζοϋπαλλήλους. Παρά τη δημιουργία ομίλων, τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα παραμένουν μικρά για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Είναι βέβαιο ότι κάποια από αυτά δε θα αντέξουν το κόστος, κάποια θα εξαγοραστούν ή θα περιορίσουν αρκετά το ρόλο τους. Οι Ελληνες τραπεζίτες όμως και τα διευθυντικά στελέχη θα βρίσκονται «στις Ελβετίες» και στις βίλες τους και οι εργαζόμενοι θα εξακολουθούν να πληρώνουν τα σπασμένα αυτής της πολιτικής.

Η κινητοποίηση όλων των τραπεζοϋπαλλήλων μαζί με τους άλλους εργαζόμενους για την προάσπιση και επέκταση των δικαιωμάτων μας, σύμφωνα με τις σύγχρονες ανάγκες, αποτελεί τη λυδία λίθο για την ανατροπή αυτής της πολιτικής και τη δημιουργία μιας άλλης προς όφελος του λαού.


Ανδρέας ΣΑΚΑΡΕΛΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ