Παρατηρείται μια σημαντική μείωση της τιμής στην οποία οι γαλακτοβιομηχανίες αγοράζουν το γάλα από τους Ελληνες παραγωγούς, με αποτέλεσμα, ιδιαίτερα οι μικρότερες εκτροφές, να μην μπορούν να καλύψουν ούτε τα έξοδα παραγωγής. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις η τιμή δεν ξεπερνάει τα 28 λεπτά του ευρώ, ενώ τα έξοδα μιας μέσης παραγωγικότητας εκτροφής υπολογίζεται ότι ξεπερνά τα 30 λεπτά ανά λίτρο γάλακτος.
Επίσης, οι λιγότερο παραγωγικές εκτροφές εγκαταλείπονται από τις γαλακτοβιομηχανίες, οι οποίες σύμφωνα πάντα με τα δημοσιεύματα, δεν στέλνουν καν βυτία για την παραλαβή γάλακτος από αυτές και δηλώνουν ότι τους είναι άχρηστο «τουλάχιστον το 30% της εγχώριας παραγωγής».1
Την ίδια στιγμή, αυξάνεται το ενδιαφέρον των μονοπωλίων του γάλακτος για ακόμα περισσότερες εισαγωγές γάλακτος από άλλες χώρες της ΕΕ, που χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερης παραγωγικότητας αγελαδοτροφία (π.χ. Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία) και μπορούν να προμηθεύουν το γάλα τους, στο πλαίσιο της «ελεύθερης αγοράς», με πολύ καλύτερη τιμή.
Ασφαλώς οι εξελίξεις αυτές δεν αποτελούν νέο «κεραυνό εν αιθρία». Επί δεκαετίες, ο κλάδος της εγχώριας αγελαδοτροφίας υφίσταται συνεχή αναδιάρθρωση, με στόχο τη βελτίωση της παραγωγικότητας.
Το θέμα είναι ποιος καρπώνεται την άνοδο της παραγωγικότητας, η οποία, στις συνθήκες της καπιταλιστικής οικονομίας, αντικειμενικά μεταφράζεται σε ανάπτυξη της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων, σε βάρος τόσο των μικρών παραγωγών που ξεκληρίστηκαν, όσο και των λαϊκών στρωμάτων που ακριβοπληρώνουν το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Είναι χαρακτηριστικό ότι από 27.343 αγελαδοτροφικές εκμεταλλεύσεις το 1993, το 2015 υπήρχαν μόλις 3.354.2
Η αγελαδοτροφία είναι υποταγμένη στις ανάγκες κερδοφορίας των μονοπωλίων του γάλακτος, τα οποία:
Σε αυτό το έδαφος παρεμβαίνουν η ΕΕ και οι διάφοροι οργανισμοί του κεφαλαίου (π.χ. ΟΟΣΑ), έχοντας ως στρατηγικές στοχεύσεις:
α. Τη θωράκιση της κερδοφορίας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων.
β. Τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους στις διεθνείς αγορές, μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας.
Οι στοχεύσεις αυτές προωθούνται με τις πολιτικές παρεμβάσεις στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), οι οποίες έχουν επιπτώσεις στην αναδιάρθρωση της πρωτογενούς παραγωγής, με βασικότερη την επιτάχυνση της συγκέντρωσης και τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και της παραγωγής. Αλλωστε, το γάλα αποτέλεσε ένα από τα πρώτα προϊόντα που εντάχτηκαν στο καθεστώς των Κοινών Οργανώσεων Αγοράς (ΚΟΑ).
Ενα από τα βασικά εργαλεία της ΚΑΠ στον τομέα του γάλακτος ήταν αυτό των ποσοστώσεων, το οποίο, όλη την περίοδο από το 1984 μέχρι το 2003, δεν επέτρεπε την κάλυψη ούτε του 40% των εγχώριων αναγκών σε γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα, ενώ την ίδια στιγμή πολλαπλασίαζε την πίεση των μονοπωλίων για μείωση του κόστους της παραγωγής μέσω της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της παραγωγής.
Ενδεικτικό του βαθμού συγκεντροποίησης της εγχώριας πρωτογενούς παραγωγής γάλακτος, που επιτεύχθηκε μέσα από αυτήν τη διαδικασία, είναι ότι το γαλακτοκομικό έτος 2013 - 2014, οι 311 από τις 3.555 αγελαδοτροφικές εκμεταλλεύσεις (ποσοστό 8,7%) της χώρας παρήγαγαν το 51% του γάλακτος.
Επίσης, μια σειρά από στοιχεία3 δείχνουν ότι κερδίζουν συνεχώς μερίδια στη συνολική εγχώρια παραγωγή, εκτροφές με ζωικό κεφάλαιο μεγέθους τουλάχιστον 130 - 150 αγελάδων, το οποίο στην παρούσα φάση διασφαλίζει τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου.
Πρόκειται για καπιταλιστικές αγελαδοτροφικές μονάδες που, αν και σε ένα βαθμό εξακολουθούν να είναι οικογενειακές, εκμεταλλεύονται μισθωτή εργασία, επενδύουν σημαντικά κεφάλαια στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και στη μείωση του κόστους παραγωγής και είναι ενταγμένες στις κάθετες παραγωγικές δομές των μονοπωλίων της μεταποίησης.
Η κατάργηση, πριν από ένα χρόνο, των ποσοστώσεων, ήταν μια προσαρμογή των μέσων επιδίωξης της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων στις σύγχρονες συνθήκες, όπου διαπιστωνόταν ότι το μέτρο των ποσοστώσεων, δρούσε πλέον προστατευτικά για λιγότερο ανταγωνιστικά κεφάλαια, θέτοντας εμπόδια στα πιο ανταγωνιστικά.
Για παράδειγμα, χώρες με υψηλή παραγωγικότητα της εργασίας στον αγελαδοτροφικό κλάδο, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, υπερέβαιναν σταθερά όλα τα τελευταία χρόνια την ποσόστωση, με αποτέλεσμα να τους καταλογίζονται σημαντικά πρόστιμα.
Για αυτόν ακριβώς το λόγο ήταν βέβαιο4 ότι η απελευθέρωση από το καθεστώς των ποσοστώσεων θα μεγέθυνε την πίεση από τα πιο παραγωγικά καπιταλιστικά αγροκτήματα της Βόρειας Ευρώπης (κυρίως της Γερμανίας και των Κάτω Χωρών) στην κατεύθυνση της αύξησης του ήδη σημαντικού βαθμού συγκεντροποίησης του κλάδου, αλλά και τη συνέχιση της τάσης συμπίεσης της εγχώριας παραγωγής.
Επίσης, ήταν βέβαιο ότι η απελευθέρωση της διάρκειας ζωής του παστεριωμένου γάλακτος και η υιοθέτηση από την «αριστερή» κυβέρνηση των συστάσεων του ΟΟΣΑ στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου, θα επέφερε αντίστοιχα αποτελέσματα και θα οδηγούσε σε εκτόπιση των λιγότερο παραγωγικών εκτροφών και σε αύξηση των εισροών γάλακτος από τις πιο παραγωγικές χώρες της ΕΕ.
Οσοι σήμερα χύνουν δάκρυα και κάνουν πως πέφτουν από τα σύννεφα για την κατάσταση, όπως η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, που συγκάλεσε ευρεία σύσκεψη για το θέμα την προηγούμενη βδομάδα, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να κοροϊδεύουν. Αυτοί δεν είναι που χρόνια τώρα στηρίζουν την ΚΑΠ και την πολιτική υπέρ των μονοπωλίων; Αυτοί δεν ψήφισαν το τρίτο μνημόνιο και τα νέα μέτρα ενάντια στη φτωχομεσαία αγροτιά και όλο το λαό;
Σήμερα λένε ότι θα «πάρουν μέτρα» και μιλάνε για «εντατικοποίηση των ελέγχων» και για «ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής» μέσω του «ελληνικού σήματος». Κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν ότι στο έδαφος της κυριαρχίας των μονοπωλίων και στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών ενώσεων, η πολιτική που εφαρμόζουν αντικειμενικά εξυπηρετεί την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η Ελλάδα διαθέτει μια σειρά από αντικειμενικές προϋποθέσεις για κάλυψη των κοινωνικών αναγκών σε γαλακτοκομικά προϊόντα, που αποτυπώνεται και με την τάση διαμόρφωσης μιας παραγωγικής βάσης που στηρίζεται στη μεγάλη παραγωγική μονάδα και στην καθετοποίηση. Αυτές οι δυνατότητες μένουν αναξιοποίητες στον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης και στο έδαφος της ΚΑΠ.
Για να απελευθερωθούν απαιτείται μια διαφορετική οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας, που θα έχει στο επίκεντρό της τη λαϊκή ευημερία. Αυτό μπορεί να γίνει με την κοινωνικοποίηση της γης, των μεγάλων κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής σε όλους τους κλάδους και την αξιοποίησή τους προς όφελος των διευρυνόμενων λαϊκών αναγκών, μέσω της ένταξής τους στον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό.
Παραπομπές:
1. http://www.ethnos.gr/oikonomia/arthro/to_mystirio_me_tis_times_sto_gala-64352974/
2. ΚΟΜΕΠ 5/2015: «Η πορεία της γαλακτοπαραγωγού αγελαδοτροφίας στην Ελλάδα»
3. ό.π.
4. ό.π.