(α' μέρος)
Η «Φεντερασιόν» (Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία Θεσσαλονίκης) ιδρύθηκε το 1909 και ήταν μια από τις κυριότερες οργανώσεις που πήρε μέρος στην ίδρυση του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ). Από το 1918 μετατράπηκε σε Κομματική Οργάνωση Θεσσαλονίκης του ΣΕΚΕ.
Της απεργίας έχουν προηγηθεί σημαντικά γεγονότα, όπως η πραγματοποίηση του «Συνεδρίου Καπνεργατών Ανατολικής Μακεδονίας» στα γραφεία της «Φεντερασιόν» το 1913, όπου αποφασίστηκε η εκλογή «Κεντρικής Επιτροπής δράσης» με έδρα την Καβάλα. Ακολούθησαν δύο απεργίες μέσα στο ίδιο έτος.
Στις 10 Μάρτη 1914 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στην Καβάλα, στα γραφεία του ΔΣ του Σωματείου Καπνεργατών, «Ευδαιμονία», με τη συμμετοχή αντιπροσώπων από τα καπνεργατικά σωματεία Θεσσαλονίκης, Καβάλας και Δράμας. Στη σύσκεψη αυτή εξελέγη μια 6μελής Επιτροπή, με πρόεδρο και γραμματέα τους Σαμ. Γιονά και Δημ. Τσαντίδη, αντίστοιχα.
Στις 22 Μάρτη, η Επιτροπή, με επιστολή της στους καπνεμπόρους κάνει γνωστά τα αιτήματα των εργατών: α) Αύξηση ημερομισθίων ανάλογα με την ειδικότητα και την ποιότητα του καπνού, β) επιβολή περιοριστικών όρων στην αγορά εργασίας, ώστε να ενισχύεται η θέση του σωματείου.
Η απάντηση της εργοδοσίας ήταν αρνητική και στις 24 Μάρτη οι καπνεργάτες της Καβάλας προχωρούν σε απεργία. Η 6μελής Επιτροπή στέλνει το ακόλουθο τηλεγράφημα στη Θεσσαλονίκη: «Σήμερον Πέμπτην πρωί Καβάλα εκήρυξεν απεργίαν. Κηρύξατε και Σεις αμέσως απεργίαν. Δράμα διετάχθη ν' απεργήση και αυτή. Επιτροπή εκ των κ.κ. Γιονά και Γαντζίδου έρχονται Θεσσαλονίκην».
Απόφαση για απεργία πήρε και η Δράμα. Ετσι, μέσα σε τρεις μέρες συμμετέχουν στην απεργία 20.000 καπνεργάτες από την Καβάλα και πάνω από 12.000 από τη Θεσσαλονίκη και τη Δράμα.
Η αποφασιστικότητα των απεργών αναδεικνύεται ανάγλυφα σε κείμενο του Μπεναρόγια: «Η γενική απεργία κηρύσσεται εις Καβάλαν, Δράμαν και τέλος εις Θεσσαλονίκην. Οι καπνεργάται Θεσ/νίκης (...) αγωνίζονται με θαυμαστήν αντοχήν και συνοχήν. Οι καπνέμποροι επιστρατεύουν κιτρίνους (απεργοσπάσται), ιδίως Τουρκάλες και Ατσιγγάνους, περαστικούς μετανάστας, υπό την προστασίαν της Χωροφυλακής».
Οι απεργοί, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον απεργοσπαστικό μηχανισμό, «κάνουν επανειλημμένας επιθέσεις κατά των καπναποθηκών προς παρεμπόδισιν της εργασίας με απεργοσπάστας και κατά των υπό συνοδείαν μεταβαινόντων εις τα εργοστάσια κιτρίνων».
Η κυβέρνηση (Ελ. Βενιζέλος) απαντά με ένταση της καταστολής. «Την τρίτη μέρα της απεργίας, στην πορεία προς το Διοικητήριο (σ.σ. το σημερινό υπουργείο Μακεδονίας - Θράκης), οι απεργοί δέχονται νέα επίθεση από τα κρατικά όργανα. Σημειώνονται βίαιες συγκρούσεις με πολλές συλλήψεις και τραυματισμούς απεργών», περιγράφει ο Μπεναρόγια και συνεχίζει: «Επί 8 ημέρας η Θεσ/νίκη γίνεται θέατρον συγκινητικών περιπετειών με συγκρούσεις εις τους δρόμους, τραυματισμούς, συλλήψεις».
Χαρακτηριστικά του κλίματος είναι τα δημοσιεύματα στον Τύπο της εποχής. Στην εφημερίδα «Εμπρός», γράφτηκε στις 29 Μάρτη 1914: «Οι απεργοί όλων των πόλεων αλληλέγγυοι, είνε αποφασισμένοι να επιτύχουν την αναγνώρισιν των αξιώσεών των. Οι απεργοί είνε Ελληνες, Τούρκοι και Εβραίοι, καθώς και εργάτριαι των ανωτέρω εθνικοτήτων. Η απεργία προετοιμάσθη αγαστή συμπνοία και πάντες συντρέχουν, ανεξαρτήτως φυλής».
Αργότερα, στις 2 Απρίλη, η ίδια εφημερίδα αλλάζει γραμμή και ισχυρίζεται ότι την απεργία «υποδαυλίζουσι ύποπτα Βουλγαρίζοντα πρόσωπα, έχοντα συμβοηθούς και τους Ισραηλίτας». Η αλλαγή πλεύσης προφανώς εντάσσεται στις προσπάθειες της κυβέρνησης και των εργοδοτών να υπονομεύσουν την απεργία με συκοφαντίες και τεχνητές διαιρέσεις, αιφνιδιασμένοι ίσως και από την αποφασιστικότητα, την οργάνωση και την αλληλεγγύη των καπνεργατών. Η επίθεση είναι ενορχηστρωμένη καθώς ανάλογες συκοφαντίες εξαπολύει και η εφημερίδα «Νέα Αλήθεια».