Κυριακή 5 Αυγούστου 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Φορολεηλασίας το ανάγνωσμα

Επιπλέον φόρους, που άγγιξαν τα 8 τρισεκατομμύρια δραχμές, φόρτωσαν μέσα στη δεκαετία του 1990 στις πλάτες των Ελλήνων φορολογουμένων - οι κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, για να τα ξαναμοιράσουν με επιδοτήσεις και άλλα προνόμια στο μεγάλο κεφάλαιο

Πώς θα σας φαινόταν, αν κάποιος έβαζε το χέρι στην τσέπη, σας έπαιρνε τα χρήματα και τα έδινε σε κάποιον τρίτο; Η φυσιολογική αντίδραση, θα ήταν να βάζατε τις φωνές, να φωνάζατε ότι σπείρα κακοποιών σας κλέβει και αν βρίσκατε και κανένα πρόχειρο όπλο, να επιχειρούσατε να αφοπλίσετε τα επίδοξα κλεφτρόνια. Ετσι συνήθως γίνεται στην καθημερινή ζωή με τους μικροαπατεώνες που μπουκάρουν σε ξένα σπίτια για να κλέψουν χρήματα, χρυσαφικά, ηλεκτρονικά κλπ.

Υπάρχει όμως ένα είδος κλοπής, το οποίο δεν είναι τόσο ευδιάκριτο. Και δεν είναι ευδιάκριτο, γιατί η κλοπή αυτή είναι... νόμιμη και ταυτόχρονα έχουμε αλλαγή ρόλων. Αντί για το συνηθισμένο κλεφτρόνι, έχουμε πλέον υπουργούς, τον ίδιο τον πρωθυπουργό, που μας αδειάζουν τις τσέπες και μάλιστα με το... νόμο. Οι κλεπταποδόχοι, ενώ στην πρώτη πρίπτωση είναι συνήθως σεσημασμένοι με μελανό ποινικό μητρώο, στη δεύτερη είναι ευυπόληπτα μέλη της ελληνικής κοινωνίας, μεγαλοβιομήχανοι, μεγαλέμποροι, μεγαλοξενοδόχοι, μεγαλοεφοπλιστές και γενικά όλοι εκείνοι που πριν από το προσδιοριστικό της επαγγελματικής τους κατηγορίας, έχουν σαν πρόθεμα και το επίθετο «μεγάλο». Τα θύματα συνήθως είναι πάντα τα ίδια. Οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι, τα λαϊκά στρώματα. Οι οποίοι, ούτε λίγο ούτε πολύ τη δεκαετία του '90 πλήρωσαν στο βωμό της ΟΝΕ επιπλέον φόρους 7,8 τρισ. δραχμές!


Αυτή την ιστορία της εν ψυχρώ κλοπής των λαϊκών στρωμάτων για λογαριασμό και προς όφελος της οικονομικής ολιγαρχίας- με ενδιάμεσους διαμεσολαβητές τις κυβερνήσεις της δεκαετίας του '90- θυμίζει η ακολουθούμενη φορολογική πολιτική. Μια πολιτική η οποία, στην πιο απλή μορφή της έκανε ακριβώς αυτό το πράγμα: άδειαζε τις τσέπες των πολλών και γέμιζε τις τσέπες των λίγων. Φυσικά, η «κλοπή» μέσω της φορολογίας, δεν είναι η μοναδική μορφή κοινωνικής αδικίας. Αντίθετα, είναι η φυσιολογική εξέλιξη ενός κοινωνικού συστήματος, που στηρίζεται στην ιδιοποίηση από τον εργοδότη ενός προϊόντος που έχει προέλθει από ξένη απλήρωτη εργασία. Μια υπερεργασία, την οποία οι επιχειρηματίες, αν και δεν πληρώνουν, οικειοποιούνται όμως τα αποτελέσματα της παραγωγικής της δραστηριότητας. Αυτή άλλωστε είναι και η βάση της άμεσης παραγωγής υπεραξίας. Μέσω της φορολογίας των λαϊκών στρωμάτων, συντελείται η εκ νέου αναδιανομή της νεοπαραγόμενης αξίας, προς όφελος και πάλι της οικονομικής ολιγαρχίας. Ομως ας αφήσουμε τη θεωρία και ας περάσουμε στη ζώσα πραγματικότητα...

Στην αρχή ήταν το Μάαστριχτ

Ηταν αρχές της δεκαετίας του '90, λίγο πριν από την υπογραφή της περιβόητης συνθήκης του Μάαστριχτ, που σηματοδοτούσε τη νεοφιλελεύθερη επέλαση των πολυεθνικών πάνω στα εργασιακά δικαιώματα των εργαζόμενων. Στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης της ΝΔ, είχαν αρχίσει οι συζητήσεις περί «δημοσιονομικής εξυγίανσης», πριν αυτή πάρει την ποσοτική μορφή των κριτηρίων, δηλαδή το πολύ 3% του ΑΕΠ το ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος να βρίσκεται σε καθοδική πορεία προς το 60% του ΑΕΠ.

Χωρίς πολλή σοφία οι οικονομικοί παράγοντες της ΝΔ κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «δημοσιονομική εξυγίανση» σημαίνει κυρίως δυο πράγματα:

  • πρώτον, την αύξηση των φορολογικών εσόδων
  • δεύτερον, την περιστολή των κρατικών - ιδίως των κοινωνικών - δαπανών.

Αυτά, βέβαια, είχαν αποδέκτες αποκλειστικά τα λαϊκά στρώματα, τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους, τους μικρούς επιχειρηματίες, τους βιοτέχνες. Για όλους αυτούς χτυπούσε η καμπάνα της «φορολογικής αναμόρφωσης». Αντίθετα για τους μεγάλους επιχειρηματίες, ακολουθήθηκε μια διαφορετική προσέγγιση. Με το κλασικό επιχείρημα πλέον ότι οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές αποτελούν κίνητρο για φοροδιαφυγή, η κυβέρνηση της ΝΔ:

  • Εισάγει τον νεοφιλελεύθερης έμπνευσης ν.2065/92 που μειώνει δραστικά τους συντελεστές φορολογίας κερδών των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο επιχειρήσεων στο 35% και των μη εισηγμένων Ανωνύμων Εταιριών στο 40%.
  • Εισάγει νέα κλίμακα φορολογίας των εισοδημάτων φυσικών προσώπων, που αντικαθιστά την παλαιότερη με τα πολυπληθή κλιμάκια, που φόρτωνε όμως τους εργαζόμενους με φόρους, χάρη στην «έμπνευση» της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να εφαρμόσει το σύστημα της αφαίρεσης φόρου από φόρο, αφού αφαιρούσε το φόρο που αντιστοιχούσε στις εκπιπτώμενες δαπάνες, αντί να φορολογεί το εισόδημα άφαιρώντας απ'αυτό τις εκπιπτώμενες δαπάνες. Η νέα κλίμακα, η οποία κινείται σε καθαρά νεοφιλελεύθερα πλαίσια, μειώνει δραστικά τα φορολογικά κλιμάκια. Μειώνει επίσης και τον ανώτατο συντελεστή φορολογίας των εισοδημάτων στο 45%.

Με λίγα, δηλαδή, λόγια η κυβέρνηση της ΝΔ προχώρησε σε αναδιανομή εισοδημάτων υπέρ του κεφαλαίου με τους κλασικούς μηχανισμούς της μείωσης των φορολογικών συντελεστών. Αντίθετα, στα λαϊκά στρώματα, επιφύλαξε διαφορετική μοίρα. Αυτά ήταν τα θύματα της φορολογικής λαίλαπας που ακολούθησε.

Τα μέτρα και τα μέσα

Τα κυριότερα μέτρα που επιβάρυναν φορολογικά τα λαϊκά εισοδήματα ήταν τα ακόλουθα:

1. Η μη τιμαριθμοποίηση των φορολογικών κλιμακίων από το 1992 μέχρι το 1999, με μια μόνο διακοπή το 1997. Αυτό απλά σήμαινε ότι με πληθωρισμό 10% και ισόποση αύξηση του ονομαστικού μισθού, μέρος της ονομαστικής αυτής αύξησης, ή και ολόκληρη, φορολογούνταν με υψηλότερο συντελεστή. Ηταν μια κλασική περίπτωση ληστείας που διατήρησαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.

2. Η υπέρογκη αύξηση όλων των Ειδικών Φόρων στις 4 Οκτώβρη του 1992, με υπουργό Οικονομικών τον Σ.Μάνο. Οι τιμές στις βενζίνες εκτινάσσονται κατά 50 δραχμές το λίτρο, ενώ αυξάνονται και οι τιμές σε ποτά, τσιγάρα. Με άλλο νομοσχέδιο οι συντελεστές ΦΠΑ μειώνονται από τρεις σε δύο, δηλαδή από 6%, 16% και 36% (είδη πολυτέλειας) σε 8% και 18%. Χιλιάδες είδη εμπορευμάτων και υπηρεσιών μετατάσσονται από το χαμηλό συντελεστή 6% που καταργείται, στο 18%, ενώ η φορολογία των θεωρούμενων ειδών πολυτέλειας, που αγοράζονται συνήθως από τους εισοδηματικά ισχυρούς, μειώνεται από 36% σε 18%. Πρόκειται για μια βάρβαρη και εξόφθαλμα ταξική φορολογική πολιτική, που φέρνει τη σφραγίδα γνησιότητας που νεοφιλελευθέρου, πρώην βιομηχάνου Σ. Μάνου. Μάλιστα, ο τότε πρωθυπουργός Κ.Μητσοτάκης, δήλωσε τότε ότι το πακέτο προτάσεων του υπουργού του, περιείχε και άλλα μέτρα, τα οποία - ο μεγαλόψυχος - δεν έκρινε σκόπιμο να υιοθετήσει. Ερωτώμενος - τότε - ο Σ.Μάνος, ποια αλλά μέτρα είχε προτείνει και τα οποία δεν έγιναν αποδεκτά απάντησε αφοπλιστικά «γιατί δε ρωτάτε τον κ. Μητσοτάκη;».

3. Σε μια επιχείρηση εξόντωσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με τη νομική μορφή Ομόρρυθμων και Ετερόρρυθμων Εταιριών, προβλέπεται η φορολογία του 50% των κερδών τους με συντελεστή 35%, ενώ το υπόλοιπο 50% φορολογείται με βάση την κλίμακα φορολογίας φυσικών προσώπων.

4. Τη σκυτάλη της κυβέρνησης της ΝΔ την παίρνει τον Οκτώβρη του 1993 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, η οποία, μετά από «κοινωνικό διάλογο» εισάγει το 1994 τα περιβόητα φορομπηχτικά «αντικειμενικά» κριτήρια φορολογίας των βιοτεχνικών και μικρών εμπορικών επιχειρήσεων, των μικρών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών, των αγροτών κλπ. Οι μεγάλες επιχειρήσεις φυσικά εξαιρούνται. Σε εκατοντάδες χιλιάδες τέτοιες επιχειρήσεις αυξάνει η φορολογική τους επιβάρυνση.

5. Με το δέλεαρ ότι θα ξενοιάζουν από την εφορία, αλλά και το φόβο του φορολογικού ελέγχου, εκατοντάδες χιλιάδες επαγγελματίες, εντάσσονται το 1995 στη εφ' επαξ ρύθμιση των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων που εισέφερε στα ταμεία του υπουργείου Οικονομικών εκατοντάδες δισ. δραχμές.

Και όλη αυτή η φορολογική ληστεία, γίνεται σε ένα περιβάλλον προστασίας της φοροδιαφυγής του μεγάλου κεφαλαίου, ενώ όσες περιπτώσεις μεγάλης φοροδιαφυγής είδαν το φως της δημοσιότητας (τεχνικές εταιρίες, τηλεοπτικοί σταθμοί, πετρελαϊκές εταιρίες, τράπεζες κλπ.) «πνίγηκαν» στους διαδρόμους του υπουργείου Οικονομικών.

Τα αποτελέσματα της φορολογικής ληστείας της δεκαετίας, το ίδιο υπουργείο Οικονομικών, μάς κάνει την τιμή να μας τα υπενθυμίζει κάθε χρόνο μέσω του Κρατικού Προϋπολογισμού (βλέπε σχετικό πίνακα). Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί: τα φορολογικά έσοδα από 20,7% του ΑΕΠ το 1991 αυξάνονται σταδιακά και φτάνουν το 26,6% του ΑΕΠ το 2000, κάτι που οφείλεται κυρίως στη δεύτερη περίοδο 1997 - 2000 (κυβέρνηση Σημίτη). Λόγω της σωρευτικής αυτής αύξησης των φόρων ως προς το ΑΕΠ την περίοδο 1991 - 2000, καταβλήθηκαν εππλέον φόροι 7,8 τρισ. δραχμές. Από αυτά, 7 τρισ. δραχμές αφορούν την περίοδο 1996 - 2000, δηλαδή την περίοδο πρωθυπουργίας του Σημίτη. Με λίγα δηλαδή λόγια το εισιτήριο της ΟΝΕ ισοδυναμούσε με επιπλέον φόρους - το επαναλαμβάνουμε επιπλέον φόρους - 780 χιλ. δραχμές κατ' άτομο, όπου στον πληθυσμό περιλαμβάνονται οι πάντες και όχι μόνο ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός. Δηλαδή, μια τετραμελής οικογένεια επιβαρύνθηκε τη δεκαετία 1991 - 2000 με 3,1 εκατ. δραχμές επιπλέον φόρους.

Η δεύτερη πράξη...

Μέχρι τώρα παρακολουθήσαμε τους τρόπους με τους οποίους οι κυβερνήσεις της δεκαετίας του '90, έβαλαν βαθιά το χέρι στην τσέπη των εργαζόμενων και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων, οι οποίοι κλήθηκαν να πληρώσουν και πλήρωσαν πανάκριβα το εισιτήριο ένταξης του ελληνικού καπιταλισμού στην ευρωζώνη. Η φορολογική ληστεία, όμως, δεν έληξε με την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ και τη ζώνη του ευρώ, παρά το γεγονός ότι τα δημοσιονομικά βρίσκονταν σαφώς σε πολύ καλύτερη κατάσταση, από ό,τι τις αρχές της δεκαετίας του '90. Κι αυτό, γιατί από το 2000 και μετά, τα δεδομένα στην ΕΕ άρχισαν να αλλάζουν, με ευθύνη του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών, που φροντίζει για το καλό των ευρωπαΪκών- και όχι μόνο- πολυεθνικών.

Στη σύνοδο κορυφής της Λισαβόνας, τον Ιούνη του 2000 οι Ευρωπαίοι ηγέτες διαπίστωσαν ότι ο ανταγωνισμός πρέπει να αποτελεί το θεμέλιο λίθο όλων των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων στην ΕΕ, ώστε να εξελιχθεί η ευρωπαϊκή οικονομία στην ισχυρότερη του πλανήτη... Και όταν λέμε ευρωπαϊκή οικονομία, εννοούμε βέβαια το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, το οποίο θα πρέπει να ενισχυθεί ποικιλοτρόπως ώστε να γίνει το ανταγωνιστικότερο του πλανήτη Γη! Στο φορολογικό τομέα τα πράγματα ήταν αρκετά απλά. Ενίσχυση του ανταγωνισμού των κεφαλαίων, σημαίνει πρώτα και κύρια μείωση της φορολογίας κερδών. Ετσι όλες οι κυβερνήσεις της ΕΕ, εξαγγέλλουν φορολογικές μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση της μείωσης της φορολογίας των επιχειρήσεων.

Μαζί τους βέβαια και η ελληνική κυβέρνηση, η οποία έκανε είδη το πρώτο βήμα. Με το συνοδευτικό, του προϋπολογισμού του 2001 φορολογικό νομοσχέδιο, προχώρησε σε μείωση του συντελεστή φορολογίας κερδών των μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Ανωνύμων Εταιριών από 40% στο 37,5% το 2002 και στο 35% το 2003. Αυτό όμως, ήταν η αρχή.

Το μεγάλο βήμα πρόκειται να γίνει τον επόμενο χρόνο, όταν η επιτροπή που έχει συσταθεί από την κυβέρνηση για «την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος» θα ανακοινώσει τα αποτελέσματά της. Τα οποία όμως είναι... προαποφασισμένα. Αναμένεται έτσι μεγάλη μείωση των συντελεστών φορολογίας κερδών των ενταγμένων στο Χρηματιστήριο εταιριών, από το 35% στο 25%!, ενώ μεγάλες μειώσεις αναμένεται να υπάρξουν και στη φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων. Ηδη ο ανώτατος συντελεστής φορολογίας των φυσικών προσώπων μειώνεται από 45% στο 42,5% το 2002 και στο 40% το 2003. Με τις νέες προτάσεις αναμένεται νέα δραστική μείωση στο 30%! Ετσι θα κάνουν το «ελληνικό» κεφάλαιο ανταγωνιστικό...

Η όλη μεθόδευση είναι βέβαια αισχρή και βαθιά ανήθικη, αν και θα μπορούσε να πει κάποιος πως το να καταγγέλλεις τις εκμεταλλευτικές κοινωνίες για ανηθικότητα, δεν ανακαλύπτεις, βέβαια, και την Αμερική. Οι κοινωνίες αυτές είναι από τη φύση τους ανήθικες. Ετσι και στην περίπτωσή μας.

Στην α' φάση έχουμε αναδιανομή εισοδημάτων μέσω των μηχανισμών της φορολογίας, με τη συνεχή αύξηση των φορολογικών βαρών, τα οποία επωμιστήκανε τα λαϊκά στρώματα και την παράλληλη διεύρυνση των φορολογικών απαλλαγών των κεφαλαιούχων. Στη δεύτερη πράξη, έχουμε μια νέα λεόντεια αναδιανομή υπέρ του κεφαλαίου μέσω της πολύ μεγάλης μείωσης των συντελεστών φορολογίας.

Και εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι οι σημερινοί φορολογικοί συντελεστές έχουν μόνο συμβολική σημασία. Από τη στιγμή που οι ίδιοι οι κρατούντες κάνουν λόγο για παραοικονομία και φοροδιαφυγή της τάξης του 30%, είναι ευνόητο ότι η πραγματική φορολογία του κεφαλαίου δεν είναι αυτή που αναφέρουν οι φορολογικοί νόμοι αλλά πολύ μικρότερη. Ενώ αντίθετα η φορολογική επιβάρυνση των εργαζόμενων - συνταξιούχων είναι πραγματική, μια και, ακόμα και αν θέλουν, δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν.

Η νέα φορολογική μεταρρύθμιση ανοίγει διάπλατα το χρόνο για τη μετατροπή της Ελλάδας σε φορολογικό παράδεισο των κεφαλαιούχων. Και αποτελεί σχήμα οξύμωρο, ότι ο πρωθυπουργός πριν από λίγες βδομάδες κατηγόρησε τη ΝΔ ότι με τις προτάσεις της θέλει να μετατρέψει την Ελλάδα σε Ιρλανδία, η οποία προτιμάται για επενδύσεις από τις πολυεθνικές, λόγω της πολύ χαμηλής φορολογίας που εφαρμόζει.


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ