Τετάρτη 15 Αυγούστου 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 9
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΚΩΣΤΑΣ ΒΙΔΑΛΗΣ
Υπηρέτησε και πέθανε για το χρέος και την αλήθεια

«Γεννήθηκα στην Αθήνα στα 1904 και έζησα στην Αθήνα. Αρχικά καθόμουνα μέχρι 4 χρόνων στο Βατραχονήσι και κατόπιν τριάντα χρόνια στη Νεάπολη. Τώρα κάθομαι στον Αγιο Παντελεήμονα. Ο πατέρας μου ήταν μαρμαράς και κατόπιν μικροεργολάβος. Η μητέρα μου δούλευε ράφτρα. Ο πατέρας μου πέθανε πριν 35 χρόνια. Η μάνα μου πέθανε κι αυτή στα 42. Μα ήταν πάντα δημοκρατική. Είμαι παντρεμένος, χωρίς παιδιά. Η γυναίκα μου παραδίδει μαθήματα στα σπίτια, αγγλικά και γαλλικά. Από τα 24 χρόνια κάνω τον δημοσιογράφο. Πριν έκανα τον υπάλληλο και εδώ και είκοσι χρόνια είμαι μέλος της Ενώσεως Συντακτών. Μέλος του Κόμματος έγινα το 1941 και με στρατολόγησε ο σ. Καραγιώργης. Μα από το 1924 που άρχισα να δουλεύω στον "Ριζοσπάστη" ήμουνα οπαδός του Κόμματος...».

Μ' αυτά τα ταπεινά και μετρημένα λόγια περιέγραφε τον εαυτό του ο Κώστας Βιδάλης, τον Οκτώβρη του 1945, σε βιογραφικό ερωτηματολόγιο που του ζήτησε το Γραφείο Οργάνωσης του «Ριζοσπάστη». Λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1946, πιστός στις αρχές που ο ίδιος είχε θέσει σ' αυτόν, άφηνε την τελευταία του πνοή στο θεσσαλικό κάμπο. Στον τόπο όπου το χρέος τον καλούσε. Στην πηγή της είδησης. Κι ας ήξερε, καλύτερα απ' όλους, πως αυτή η πηγή βρισκόταν πλάι στο θάνατο. Επρεπε να τη φτάσει, έπρεπε να δει, ν' ακούσει και να γευτεί, να πιει απ' το νερό της για να μπορέσει μετά να γράψει για την αλήθεια ενός λαού κι ενός τόπου. Ηθελε το μαχαίρι ν' ακουμπήσει κόκαλο. Αυτή ήταν η δημοσιογραφία που υπηρετούσε. Αυτή κι η ιδεολογία του: Πράξεις, όχι λόγια και θεωρίες. Μα πάνω απ' όλα άνθρωπος, απ' την κορυφή ως τα νύχια του, γιατί ήταν κομμουνιστής. «Φεύγω αύριο κι ό,τι θέλει ας γίνει!», είπε στον διευθυντή του «Ρ» Κ. Καραγιώργη. Είχε εισπράξει ήδη τρεις φορές την αρνητική του απάντηση. Αυτή τη φορά ο συνάδελφος, φίλος και σύντροφός του ήξερε πως δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Τον άφησε να φύγει. Κι έμελλε αυτή του η αποστολή να 'ναι κι η τελευταία...

Οταν τόσα χρόνια μετά σου ζητούν να γράψεις για τέτοιους ανθρώπους, που τ' όνομά τους συνδέθηκε με την ελληνική δημοσιογραφία και η ζωή τους με την ελληνική ιστορία, γνωρίζεις εκ των προτέρων πως πολλά απ' όσα πρέπει δε θα ειπωθούν. Γιατί πολύ απλά είσαι μικρός - το ξέρεις - για να μπορέσεις να ακουμπήσεις, έστω με την άκρη των δακτύλων σου, τέτοια υπέρμετρα μεγέθη. Οφείλεις, ωστόσο, να σταθείς με προβληματισμό μπροστά στα ερωτήματα που αναπόφευκτα κι από χρέος - προς αυτόν, προς εσένα δεν ξέρεις - προκύπτουν. Είναι οι εποχές που δημιουργούν τους ήρωες; `Η μήπως ήρωες υπάρχουν σ' όλες τις εποχές, ακόμα και στις πιο ξερές και άνυδρες; Ο Βιδάλης ξεπέρασε τον εαυτό του; `Η απλώς τον ακολούθησε; Δημοσιογραφώ σημαίνει περιγράφω σωστά και κρίνω κοφτά, ή μήπως πολύ απλά «ταυτίζομαι» με όποιο τίμημα; Οπως και να 'χει, ξέρεις πως όσο κι αν οι καιροί αλλάζουν, μερικά πράγματα δεν μπορούν παρά να συνεχίζουν να είναι το ζητούμενο. Ετσι και η περίπτωση του Βιδάλη στέκει, μισό αιώνα και πλέον τώρα, μπροστά μας για να θυμίζει το πραγματικό περιεχόμενο δύο πολύ ακριβών λέξεων: Χρέος κι αλήθεια. Οχι μόνο στη δημοσιογραφία, αλλά πολύ περισσότερο στην ίδια τη ζωή μας...

Το χρονικό της μεγάλης θυσίας

Ηταν καλοκαίρι του 1946, όταν ολόκληρη η Ελλάδα βογκούσε μέσα σ' ένα ανείπωτο όργιο τρομοκρατίας. Στα δημοσιογραφικά γραφεία έφταναν συνεχώς ειδήσεις, κυρίως απ' τη Θεσσαλία, για το δράμα που ζούσε εκεί ο λαός. Οι Σούρληδες οργίαζαν στο θεσσαλικό κάμπο, γη και άνθρωποι είχαν γίνει τσιφλίκι τους. Εκαιγαν χωριά, άρπαζαν τις σοδειές των χωρικών, την μπουκιά απ' το στόμα τους, έδερναν μέχρι θανάτου κι εκτελούσαν κομμουνιστές, βίαζαν γυναίκες, σκότωναν παιδιά. Ο Κ. Βιδάλης, πολιτικός συντάκτης του «Ριζοσπάστη» και της «Ελεύθερης Ελλάδας», παρακολουθούσε, ζούσε, έμενε άγρυπνος με τα συνταρακτικά γεγονότα. Το γραφείο, η Αθήνα δεν τον χωρούσε. «Η είδηση στην πηγή της, κύριε συνάδελφε!». Αυτή ήταν η πρώτη, η βασική του δημοσιογραφική αρχή. Από κει και πέρα ακολουθούσαν οι άλλες, οι σπάνιες αρχές ενός σωστού κομμουνιστή κι ενός ολοκληρωμένου ανθρώπου. Το υπέρτατο χρέος απέναντι σ' αυτούς που έχουν την ανάγκη σου, που χρειάζονται τη βοήθειά σου. Πώς να σταθεί στην καρέκλα του ένας Βιδάλης; Πώς να κοιμηθεί τα βράδια; Πώς να παραδώσει κείμενο; Απ' τις «μπούρδες» του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης Θεοτόκη; Χωρίς να 'χει δει τα μάτια των φτωχών χωρικών, χωρίς να 'χει ακούσει τις κουβέντες τους; «Δεν είναι τίμιο. Επιμένω να φύγω», είπε κι έφυγε. Ηταν 13 Αυγούστου.

Το τρένο που πήρε, τράβηξε για το Βόλο. Στον επόμενο σταθμό, στον Πλατύκαμπο, το τρένο κυκλώθηκε από 20 άνδρες της συμμορίας του Σούρλα. «Ενας άνδρας έως 40 χρόνων, που φορούσε λευκό κοστούμι» συλλαμβάνεται. Είναι ο Βιδάλης. Τον βάζουν σε αυτοκίνητο και κατευθύνονται στη Μελία. Κατεβαίνουν σ' ένα καφενείο. Ο Βιδάλης και κει κάνει την... υπέρβαση. Σα να μη συμβαίνει τίποτα - κι ας ξέρει πως οδηγείται στο θάνατο - πιάνει κουβέντα με τους χωρικούς. Τους ρωτά για τη σοδειά, για την εκεί ζωή τους. Κρατά σημειώσεις στο πακέτο των τσιγάρων του, μιας κι ο χαρτοφύλακάς του έχει ήδη κατασχεθεί. Η συμμορία του Σούρλα έχει αποτραβηχτεί και κάτι μουρμουρίζει. Μια κοπέλα περνά από δίπλα τους, ακούει, βάζει τα χέρια της στο πρόσωπο και φεύγει τρέχοντας. Τότε ο Βιδάλης επιβεβαιώθηκε. Ο θάνατος ήταν κοντά, πολύ κοντά. Ισα που δάγκωσε τα χείλη του...

Οι άνθρωποι του Σούρλα παίρνουν τον δημοσιογράφο και τον κατευθύνουν στο νεκροταφείο. Ηταν περίπου 10 το βράδυ. Του παίρνουν τη βαλίτσα και τις σημειώσεις που είχε μαζί του. Του κάνουν ερωτήσεις και τον χτυπούν με ρόπαλα. Αρχηγός ένας ξανθός Κύπριος, ο Τζορτζ. Τον βασανίζουν μέχρι το πρωί. Τον παραμορφώνουν κυριολεκτικά. Ατάραχος τα υπομένει όλα και φωνάζει διαρκώς: «Το ΕΑΜ θα νικήσει!». Ο άνθρωπος που θα αναλάμβανε να του ρίξει τις σφαίρες της λύτρωσης, θρασύτατα τον ρωτά: «Τι θα μου δώσεις, ρε, για τον κόπο μου;». Κι ο Βιδάλης απλώνει ως απάντηση το χέρι του και του δίνει το τελευταίο τάλιρο που είχε στην τσέπη του! Τα ξημερώματα τον γδύνουν. Τον μαστιγώνουν άγρια, ενώ ο Τζορτζ σαν μανιασμένος ταύρος τον μαχαιρώνει σε όλο το κορμί του. Ο Βιδάλης ζει ακόμα! «Ζήτω το ΕΑΜ, ζήτω οι αγωνιστές!», συνεχίζει να φωνάζει με όλη του τη δύναμη. Στο τέλος τον πυροβολούν και τον αφήνουν εκεί άθαφτο για μέρες. Το μεγαλύτερο μέρος του σώματός του το έφαγαν τα όρνια και τα σκυλιά. Ο,τι απέμεινε θάφτηκε, μετά από 10 μέρες.

Κάποιοι τον χαρακτήρισαν «Ιησού της δημοσιογραφίας». Κάποιοι άλλοι απλώς κομμουνιστή. Οπως και να 'χει, όμως, η σκυτάλη που έφυγε απ' τα χέρια αυτού του ξεχωριστού ανθρώπου συνεχίζει ακόμα και σήμερα - σ' αυτό το γενικότερα ξερό κι άνυδρο δημοσιογραφικό τοπίο - να βρίσκει χέρια να την κρατήσουν. Απόγονοι του Βιδάλη είναι οι δημοσιογράφοι που συλλαμβάνονται σήμερα - υπό τις ευλογίες της Ευρώπης - στην Τουρκία και το Κουρδιστάν, γιατί επιμένουν να ερευνούν και να γράφουν για όλα όσα συμβαίνουν μέσα κι έξω απ' τις φυλακές της γειτονικής χώρας. Απόγονοι του Βιδάλη είναι όσοι εξακολουθούν να φυλακίζονται, να τιμωρούνται, να βασανίζονται και να εξευτελίζονται λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων. Απόγονοι του Βιδάλη είναι οι ετοιμοθάνατοι απεργοί πείνας στην Τουρκία. Απόγονοί του οι άνθρωποι που εξακολουθούν να απλώνουν το χέρι στον συνάνθρωπο, αρνούμενοι να το βάλουν στην τσέπη τους. Απόγονοι κι αυτοί που δεν ησυχάζουν στον ύπνο τους, που δεν τους χωρά η καρέκλα τους, που δεν κλείνουν τα μάτια τους σε όσα γύρω τους συμβαίνουν. Αυτή είναι η ελπίδα, αυτό το χρέος, αυτή κι η αλήθεια. Οφείλουμε στη μνήμη του προσπάθεια κι αισιοδοξία...


Μπέρρυ ΤΣΟΥΓΚΡΑΝΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ