Το εγχείρημα ήταν τολμηρό, ειδικά γιατί το θέμα της ταινίας προϋποθέτει, εκτός από την καλή γνώση της ιστορίας και των μέσων της κινηματογραφικής τέχνης - που ο Παντελής Βούλγαρης αναμφισβήτητα διαθέτει - σοβαρή εξοικείωση με την κομμουνιστική ιδεολογία και δράση. Παρά τις δυσκολίες της, η ταινία δικαίωσε τη φιλοδοξία των δημιουργών της: Να ξυπνήσει τη διάθεση για να ψάξουμε περισσότερο την πρόσφατη ιστορία της ταξικής πάλης στη χώρα μας, ν' αναζητήσουμε στην αγωνιστική κληρονομιά των γονιών και των παππούδων μας, στις πιο πολύτιμες παρακαταθήκες του χτες, απαντήσεις και αναλογίες για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζουμε το σήμερα.
Και μόνο γιατί - σε καιρούς που ο κινηματογράφος βρίθει από ανώφελες έως βλαβερές χολιγουντιανές υπερπαραγωγές - οι εμπνευστές της ταινίας αναγνωρίζουν και αποδίδουν στην τέχνη την κοινωνικά χρήσιμη λειτουργία της, τους αξίζει έπαινος. Πολύ περισσότερο που το έργο παίρνει θέση και σ' ένα ακόμη πιο κρίσιμο ζήτημα της πολιτικής και ιδεολογικής διαπάλης, τη διεθνή εκστρατεία του κεφαλαίου για ταύτιση του φασισμού με τον κομμουνισμό.
Αυτό, άλλωστε, είναι το περιεχόμενο και το βαθύτερο μήνυμα της ταινίας, που προεκτείνεται στο σήμερα: Η θεμελιωμένη στα πιο προωθημένα ανθρώπινα ιδανικά ηθική υπεροχή των λαϊκών αγωνιστών είχε τη δύναμη να σμπαραλιάσει, να συντρίψει, να εκμηδενίσει το μύθο του αήττητου, σιδερόφρακτου χιτλερικού οικοδομήματος, τη σάπια τενεκεδένια «υπεροχή» της «ανώτερης άριας φυλής», μια υπεροχή για την οποία καυχιέται άλλωστε στην αρχή της ταινίας ο Γερμανός διοικητής του στρατοπέδου, ο Φίσερ.
Με άλλα λόγια, «Το Τελευταίο Σημείωμα», χωρίς να έχει την πρόθεση να διδάξει ιστορία, σέβεται την ιστορικά χρήσιμη αλήθεια της. Οι δεσμώτες του Χαϊδαρίου δεν αποτελούν ένα παραδομένο στο έλεος της ταπείνωσης, του άγριου βασανισμού και της αγωνίας από το καθημερινό προσκλητήριο του θανάτου, μπουλούκι, αλλά μια συγκροτημένη κοινότητα, όπου καθένας δεν νιώθει μόνος, καθώς βρίσκει στα σπλάχνα της ανθρώπινη ζεστασιά και αμέριστη φροντίδα, παρηγοριά και συμπαράσταση για να νικά τον πόνο, το φόβο, την απελπισία, την παραίτηση και να ωριμάζει, να γίνεται ολοένα πιο άξιος αγωνιστής. Οι κρατούμενοι ετοίμασαν και χάρισαν ένα μακρύ παντελόνι στο δεκατριάχρονο σύντροφό τους με τα κοντά παντελονάκια, που ανδρώθηκε δίπλα τους και θα πάρει τη θέση τους, όταν αυτοί θα λείψουν.
Οργανωτής όλης αυτής της δουλειάς είναι το Κόμμα, που ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του ηλικιωμένου και έμπειρου ανώνυμου καθοδηγητή. Η κομματική ηλικία του - καθόλου τυχαία - ταυτίζεται με τα χρόνια της μέχρι τότε ζωής του Κομμουνιστικού Κόμματος (1918 - 1944): «Εικοσιπέντε χρόνια αγώνα και θυσίας δεν πήγαν χαμένα. Πεθαίνω σαν άνθρωπος... Για μια δίκαιη κοινωνία...» λέει, όταν μαθαίνει για την επικείμενη εκτέλεση των 200 κομμουνιστών. Αυτός, δηλαδή το Κόμμα, είναι που - έχοντας στήσει έναν παράνομο μηχανισμό άμεσης πληροφόρησης για τα επίκαιρα πολιτικά γεγονότα - εμψυχώνει τους κρατούμενους με τις ειδήσεις για την προέλαση του Κόκκινου Στρατού και τις επιτυχίες των ΕΑΜικών και ΕΛΑΣίτικων δυνάμεων ενάντια στα κατοχικά στρατεύματα. Αυτός πάλι, με τις εύστοχες παρεμβάσεις του και τις νηφάλιες συμβουλές του, στηρίζει κάθε βήμα τους, εμποδίζοντάς τους να λυγίσουν, αποτρέποντας ακόμη και τον ίδιο τον Σουκατζίδη να παραιτηθεί από διερμηνέας, κάτω από την αφόρητη συνειδησιακή πίεση του σκληρού και άχαρου, μα καίριου αυτού ρόλου.
Ολοι οι ήρωες του Χαϊδαρίου, άλλωστε, αποδίδονται ρεαλιστικά στην ταινία. Δεν δείχνονται σαν υπερφυσικά, υπεράνθρωπα όντα, αλλά σαν κανονικοί, όπως κι εμείς άνθρωποι, υποφέρουν, λαχταρούν τις μικροχαρές, ερωτεύονται, παλεύουν με τις αντιφάσεις τους, αγαπούν με πάθος τη ζωή και γι' αυτό πεθαίνουν γι' αυτήν. Για να την ημερέψουν, να την ομορφύνουν.
«Πρωτομαγιά. Γειά σας όλοι. Πάμε στη μάχη», όπως έγραφε στο τελευταίο του σημείωμα ένας ακόμη εκτελεσμένος ήρωας της Καισαριανής. Και πραγματικά, στη σκηνή της εκτέλεσης, θα ταίριαζε μια πιο επική κινηματογραφική έκφραση αυτού του ηρωισμού, γιατί τέτοιος και μόνο τέτοιος ήταν στην πραγματικότητα, μεγαλειώδης και επικός. Οι κομμουνιστές του Χαϊδαρίου, διαλεχτά στελέχη του πιο συνειδητού τμήματος της εργατικής τάξης, ήξεραν πως δεν ήταν τυχαία η επιλογή τους για εκτέλεση, ούτε η μέρα που αυτή πραγματοποιήθηκε. Ηξεραν όλοι τους ότι αυτήν την κρίσιμη ώρα δεν είχαν κανένα δικαίωμα να εκφράσουν την ατομικότητά τους. Με την υποδειγματική στάση τους όφειλαν να στείλουν μήνυμα όχι μονάχα στην οικογένειά τους, ούτε καν μόνο στον ελληνικό λαό, που μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ μάχονταν ολοένα και πιο αποφασιστικά το φασίστα κατακτητή, αλλά στην παγκόσμια εργατική τάξη. Είναι το μήνυμα της αναπότρεπτης νίκης της στον τιτάνιο κι ασυμφιλίωτο αγώνα της, που θα καταργήσει τη βαρβαρότητα της ταξικής αδικίας και εκμετάλλευσης, όποια έκφραση κι αν αυτή παίρνει. Το μήνυμα της ακλόνητης βεβαιότητάς τους ότι το ιδανικό της κοινωνικής απελευθέρωσης δεν αποτελεί ουτοπία, αλλά επιστημονικά θεμελιωμένη και πρακτικά επιβεβαιωμένη αναγκαιότητα της ιστορίας. Αυτή η βεβαιότητα έθρεψε τέτοιους γενναίους επαναστάτες και θα εξακολουθεί πάντα ν' αναθρέφει, ώσπου η ανθρωπότητα να εξανθρωπιστεί. Η εικόνα της τελευταίας ομάδας των εκτελεσμένων, που πέφτουν στη γη με αλύγιστη την υψωμένη σιδερένια τους γροθιά, αυτό είναι το τελευταίο σημείωμα των διακοσίων, η διαθήκη που μας εμπιστεύτηκαν.
Στα πλούσια συναισθήματα που διεγείρει η ταινία, σπουδαία είναι η συμβολή των ηθοποιών και ειδικά του πρωταγωνιστικού δίδυμου, του Ανδρέα Κωνσταντίνου στο ρόλο του Ναπολέοντα Σουκατζίδη και του Αντρέ Χένικε στο ρόλο του Καρλ Φίσερ, ενώ καθόλου δεν υπολείπεται και η ερμηνεία του Τάσου Δήμα στο ρόλο του «καθοδηγητή».