Παρασκευή 9 Μάρτη 2018
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 13
ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΤΕΤΡΑΣΕΛΙΔΟ)
ΓΕΡΜΑΝΙΑ - ΡΩΣΙΑ
Ανησυχία για το «επενδυτικό κλίμα» και το εμπόριο εξαιτίας των κυρώσεων

Η γερμανική κυβέρνηση επιδιώκει σταδιακή άρση των κυρώσεων, προσβλέποντας στη μεγάλη και γεμάτη ευκαιρίες ρωσική αγορά

Ενεργειακά και άλλα επιχειρηματικά σχέδια δυσκολεύουν εξαιτίας των διεθνών κυρώσεων κατά της Ρωσίας
Ενεργειακά και άλλα επιχειρηματικά σχέδια δυσκολεύουν εξαιτίας των διεθνών κυρώσεων κατά της Ρωσίας
Η γερμανική κυβέρνηση αναδεικνύει με κάθε αφορμή τις φιλοδοξίες των γερμανικών επιχειρηματικών ομίλων για επενδύσεις και ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων με τη μεγάλη αγορά της Ρωσίας. Ενα σημαντικό εμπόδιο που χρειάζεται να αρθεί είναι οι ευρωπαϊκές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία το 2014, εξαιτίας της σύγκρουσης στην Ανατολική Ουκρανία, με τη γερμανική κυβέρνηση και όλα τα αστικά γερμανικά κόμματα να επιδιώκουν χαλάρωση και σταδιακή κατάργησή τους.

Να σημειωθεί εδώ πως η ιμπεριαλιστική σύγκρουση στην Ουκρανία δεν αξιοποιείται από τις ΗΠΑ μόνο για να επιφέρει πλήγμα στη ρωσική οικονομία, αλλά μέσω των αμερικανικών κυρώσεων και της πίεσης για ευρωπαϊκές κυρώσεις, θέτει εμπόδια και στους ευρωπαϊκούς (κυρίως γερμανικούς) ομίλους. Ιδιαίτερες είναι οι αντιδράσεις των ΗΠΑ στην εισαγωγή φυσικού αερίου από τη Ρωσία στην ΕΕ, έναντι του δικού της υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), και οι αμερικανικές κυρώσεις επιδιώκουν να πλήξουν τέτοια επιχειρηματικά σχέδια στον τομέα της Ενέργειας, με πρώτο και κύριο τον υπό κατασκευή αγωγό «Nord Stream 2», που θα ενώνει τη Ρωσία με τη Βόρεια Γερμανία. Στην κατασκευή του αγωγού εμπλέκονται και γερμανικοί, αυστριακοί, γαλλικοί και άλλοι ενεργειακοί κολοσσοί.

Η διασύνδεση ανάμεσα στα γερμανικά και ρωσικά επιχειρηματικά συμφέροντα - και μάλιστα στον κρίσιμο τομέα της Ενέργειας - φαίνεται και από την ανάθεση διευθυντικής θέσης στον πρώην σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο, Γκέρχαρντ Σρέντερ, στον ρωσικό πετρελαϊκό κολοσσό «Rosneft», τη μεγαλύτερη εταιρεία πετρελαιοειδών παγκοσμίως. Στη Γερμανία, η εταιρεία κατέχει μετοχές σε τρία διυλιστήρια και ελέγχει πάνω από το 12% των δυνατοτήτων διύλισης πετρελαίου. Επίσης από το 2005 ο πρώην καγκελάριος είναι πρόεδρος της Επιτροπής Μετόχων στο φορέα εκμετάλλευσης του αγωγού φυσικού αερίου «Nord Stream 2» στη Βαλτική Θάλασσα, όπου και πάλι η ρωσική κρατική εταιρεία «Gazprom» έχει την πλειοψηφία των μετοχών. Ο Σρέντερ έχει ταχθεί ανοιχτά υπέρ της κατάργησης των ευρωπαϊκών κυρώσεων στη Ρωσία, λέγοντας πως απαιτείται μια πιο «ρεαλιστική» προσέγγιση στις γερμανορωσικές σχέσεις και αυτές να αποσυνδεθούν από την κατάσταση στην Κριμαία.

Αυξήθηκαν οι γερμανικές εξαγωγές στη Ρωσία

Σε αυτό το φόντο, δημοσιεύτηκαν αυτήν τη βδομάδα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας, σύμφωνα με τα οποία το 2017 αυξήθηκαν - για πρώτη φορά εδώ και πέντε χρόνια - οι γερμανικές εξαγωγές προς τη Ρωσία, παρά τις διεθνείς κυρώσεις. Πιο συγκεκριμένα, η αξία των γερμανικών εξαγωγών ανήλθε σε 25,9 δισ. ευρώ και αυξήθηκε κατά 20% σε σχέση με το 2016 (21,7 δισ. ευρώ). Ταυτόχρονα, αυξήθηκαν σημαντικά οι εισαγωγές από τη Ρωσία προς τη Γερμανία - κυρίως πετρελαίου και φυσικού αερίου - και συγκεκριμένα κατά 19% και με αξία 31,4 δισ. ευρώ.

Τα σημαντικότερα γερμανικά προϊόντα εξαγωγής στη Ρωσία ήταν μηχανήματα, αυτοκίνητα και χημικά προϊόντα. Η Ρωσία είναι από τις λίγες χώρες από τις οποίες η Γερμανία εισάγει περισσότερα απ' όσα εξάγει σ' αυτές, και αυτό οφείλεται στην εισαγωγή ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου. Ετσι, το 2017 το εμπορικό έλλειμμα προς τη Ρωσία ανήλθε σε 5,6 δισ. ευρώ.

Τα τελευταία χρόνια, το εξωτερικό εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών έχει αδυνατίσει λόγω των κυρώσεων της ΕΕ προς στη Ρωσία με κόστος για τους γερμανικούς ομίλους. Ενδεικτικά, οι γερμανικές εξαγωγές προς τη Ρωσία σημείωσαν επίπεδα ρεκόρ το 2012 φτάνοντας στα 38 δισ. ευρώ, και βουτιά τα έτη 2015 και 2016 (21,7 δισ. ευρώ).

Πάντως, στο εξωτερικό εμπόριο με τη Ρωσία εξακολουθούν να ισχύουν οι περιορισμοί της ΕΕ, για παράδειγμα, σε στρατιωτικά προϊόντα ή σε συγκεκριμένο εξοπλισμό για τον ενεργειακό τομέα.

Ο αντίκτυπος στη γερμανική και ευρωπαϊκή οικονομία

Μια μελέτη για την εκτίμηση των συνεπειών των κυρώσεων προς τη Ρωσία για τις χώρες της ΕΕ δημοσίευσε το Μάη του 2017 η συμβουλευτική εταιρεία «Berlin Economics». Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας και Ενέργειας και παρουσιάστηκε σε εκπροσώπους των υπουργείων Οικονομίας και Εξωτερικών, επιχειρηματικών ενώσεων, του Γερμανικού Βιομηχανικού και Εμπορικού Επιμελητηρίου (DIHK) κ.ά., φανερώνοντας το έντονο ενδιαφέρον της γερμανικής οικονομίας για τις επιπτώσεις των κυρώσεων.

Οσον αφορά τον αντίκτυπο των κυρώσεων στη γερμανική οικονομία, η «Berlin Economics» εκτιμά:

  • Οι γερμανικές εξαγωγές αγαθών προς τη Ρωσία μειώθηκαν συνολικά κατά περίπου 14 δισ. ευρώ μεταξύ 2013 και 2016 (περίπου 39%). Η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται στις εξαγωγές μηχανημάτων και ηλεκτρικών/ηλεκτρονικών συσκευών (5,3 δισ. ευρώ) και μέσων μεταφοράς, όπως αυτοκίνητα, φορτηγά, λεωφορεία κ.λπ. (4,44 δισ. ευρώ).
  • Από τα 14 δισ. ευρώ, μόνο τα 3 με 6 δισ. ευρώ προκλήθηκαν εξαιτίας των κυρώσεων.
  • Το γερμανικό ΑΕΠ το 2016 επηρεάστηκε (βλ. μειώθηκε) κατά περίπου 1 με 2 δισ. ευρώ από τη μείωση των εξαγωγών που σχετίζεται με τις κυρώσεις. Ηταν 0,04% - 0,07% χαμηλότερο από ό,τι θα ήταν χωρίς κυρώσεις.

Ο αντίκτυπος στην ΕΕ ως σύνολο εκτιμάται ως εξής:

  • Οι εξαγωγές της ΕΕ προς τη Ρωσία μειώθηκαν κατά 47 δισ. ευρώ το 2016 (σε σύγκριση με το 2013).
  • Η μείωση των εξαγωγών που οφείλεται σε κυρώσεις το 2016 υπολογίζεται μεταξύ 11 και 20 δισ. ευρώ (23% - 43% της συνολικής μείωσης των εξαγωγών). Η επίπτωση της μείωσης των εξαγωγών στο ΑΕΠ της ΕΕ το 2016 κυμαίνεται μεταξύ 4 και 7 δισ. ευρώ (0,03% - 0,05% μείωση επί του ΑΕΠ της ΕΕ).

Πάντως - σημειώνει η μελέτη - οι επιπτώσεις διαφέρουν κατά πολύ ανάμεσα στα κράτη της ΕΕ, με έναν γενικό κανόνα να λέει πως όσο πιο κοντά βρίσκεται ένα κράτος - μέλος στη Ρωσία, τόσο μεγαλύτερες επιπτώσεις έχει. Για παράδειγμα, η αρνητική επίδραση στο ΑΕΠ της Λιθουανίας είναι δεκαπλάσια από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Ανησυχία για τις μελλοντικές επενδύσεις

Οι συγγραφείς της μελέτης δεν στέκονται τόσο στις σημερινές οικονομικές επιπτώσεις, τις οποίες χαρακτηρίζουν «διαχειρίσιμες», ούτε «στενά» στις εμπορικές σχέσεις. Πολύ εντονότερος είναι ο προβληματισμός τους για το μέλλον, για το πώς επηρεάζονται τα επενδυτικά - εμπορικά - οικονομικά σχέδια των γερμανικών ομίλων στη μεγάλη και γεμάτη ευκαιρίες ρωσική αγορά.

Χαρακτηριστική ήταν η ομιλία του καθηγητή Χάνο Στέκερ, μέλους του ΔΣ της γερμανορωσικής επιχειρηματικής ένωσης, κατά την παρουσίαση της μελέτης. Οπως είπε, «παρόλο που ο αντίκτυπος των κυρώσεων στη γερμανική οικονομία είναι διαχειρίσιμος, οι τομείς και οι εταιρείες που επλήγησαν υπέστησαν ιδιαίτερη ζημιά».

Ο Στέκερ εξέφρασε όμως επίσης την ανησυχία του «για τον αντίκτυπο στο επενδυτικό κλίμα και την εμπιστοσύνη μεταξύ των εμπορικών εταίρων της Γερμανίας και της ΕΕ, αφενός, και της Ρωσίας, αφετέρου. Αλλωστε, και για τη Ρωσία, οι οικονομικές κυρώσεις και η κατάρρευση των επενδύσεων αποτελούν πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα από την πτώση του εμπορίου».

Στην ίδια συζήτηση κατέστη σαφές ότι ενώ η Γερμανία φέρει το μεγαλύτερο βάρος των κυρώσεων συγκριτικά με άλλα κράτη της ΕΕ, οι συνέπειες είναι πολύ βαρύτερες για ορισμένα κράτη που δεν είναι τόσο ισχυρά οικονομικά, όπως οι χώρες της Βαλτικής. Επίσης, οι ρωσικές «αντικυρώσεις» παρουσιάζουν σημαντικά κενά, με αποτέλεσμα αρκετά ευρωπαϊκά αγροτικά προϊόντα (π.χ. μήλα ή τυροκομικά) να φτάνουν στη ρωσική αγορά μέσω Λευκορωσίας ή Καζακστάν, στο πλαίσιο της Ευρασιατικής Οικονομικής Ενωσης.

«Η σταδιακή έξοδος από τις κυρώσεις, όπως επιδιώκεται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, είναι από οικονομική άποψη δυνατή και λογική», κατέληξε ο Χ. Στέκερ, συμπληρώνοντας όμως πως «η Ρωσία δεν εκπληρώνει τις ουσιώδεις υποχρεώσεις της (σ.σ. συμφωνίες του Μινσκ), γεγονός που δυσκολεύει τη μείωση των κυρώσεων».


Ε. Μ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ