Σάββατο 18 Αυγούστου 2018 - Κυριακή 19 Αυγούστου 2018
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 30
ΔΙΕΘΝΗ
ΗΠΑ - ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Ανησυχία για το επιθετικό «μπάσιμο» των κινεζικών μονοπωλίων

Δύο αποκαλυπτικές εκθέσεις για το πώς τα δύο «σύμμαχα» ιμπεριαλιστικά κέντρα αντιμετωπίζουν την επένδυση κινεζικών κεφαλαίων στο έδαφός τους

Από την επίσκεψη του Ντ. Τραμπ στην Κίνα, το Νοέμβρη του 2017

Copyright 2017 The Associated

Από την επίσκεψη του Ντ. Τραμπ στην Κίνα, το Νοέμβρη του 2017
Ανησυχίες στη μια και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού προκαλεί η επενδυτική φρενίτιδα της Κίνας, σε μια περίοδο που οι αναιμικοί ρυθμοί ανάπτυξης τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ΕΕ αυξάνουν τις αβεβαιότητες για την πορεία των οικονομιών τους, ενώ οξύνεται ο ανταγωνισμός για την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, με τις ΗΠΑ να κινδυνεύουν με εκτοπισμό από την πρώτη θέση από την Κίνα.

Ενδεικτική ως προς αυτό είναι η Αναφορά της Επιτροπής Εξωτερικών Επενδύσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες (The Committee on Foreign Investment in the United States - CFIUS), που κατατέθηκε στις αρχές Ιούλη και στην οποία η Κίνα έχει πραγματικά «την τιμητική της». Η CFIUS αποτελείται μεταξύ άλλων από εννέα μέλη του αμερικανικού υπουργικού συμβουλίου και έργο της είναι «να βοηθά τον Πρόεδρο στην επίβλεψη των πτυχών εθνικής ασφάλειας των άμεσων ξένων επενδύσεων στην αμερικανική οικονομία».

«Η τρέχουσα συζήτηση στην CFIUS αντικατοπτρίζει τις μακροχρόνιες ανησυχίες σχετικά με τον αντίκτυπο των ξένων επενδύσεων στην (αμερικανική) οικονομία και τον ρόλο της οικονομίας ως συστατικού στοιχείου της εθνικής ασφάλειας», σημειώνει η έκθεση και σε ό,τι αφορά τις ξένες επενδύσεις στις ΗΠΑ, καταγράφει ως «πιο ενεργές χώρες προέλευσης» το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία, η Ολλανδία, η Γερμανία, ο Καναδάς και η Ελβετία.

Αυτό που έχει όμως ιδιαίτερη σημασία είναι η επισήμανση της Επιτροπής ότι η Κίνα και άλλες «αναδυόμενες» (όπως χαρακτηρίζονται) οικονομίες διαδραματίζουν έναν αυξανόμενο ρόλο στην παγκόσμια οικονομία, μεταξύ άλλων μέσω των άμεσων ξένων επενδύσεων. «Για ορισμένους αναλυτές, αυτός ο αυξανόμενος ρόλος είναι μια θετική εξέλιξη, ενώ για άλλους παρουσιάζει μια πρόκληση οικονομικής και εθνικής ασφάλειας στις ΗΠΑ, οι οποίες ήταν ο κύριος αρχιτέκτονας της φιλελεύθερης διεθνούς οικονομικής τάξης», σημειώνει με έμφαση η έκθεση της Επιτροπής.

Μια σημαντική παράμετρος

Η βασικότερη ίσως παράμετρος προκύπτει από το εξής απόσπασμα της έκθεσης: «Η αυξανόμενη διεθνής παρουσία και επενδυτική δραστηριότητα των επιχειρήσεων που ανήκουν ή ελέγχονται από ξένες κυβερνήσεις, που μερικές φορές αναφέρονται ως κρατικές επιχειρήσεις, εγείρουν ανησυχίες για τις οικονομικές συνέπειες και τις συνέπειες για την ασφάλεια αυτών των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, εκτιμάται ότι το 22% των 100 μεγαλύτερων επιχειρήσεων παγκοσμίως είναι πλέον υπό τον έλεγχο του κράτους, το υψηλότερο ποσοστό εδώ και δεκαετίες».

«Αυτός ο αριθμός ενισχύθηκε από την ανάπτυξη κινεζικών επιχειρηματικών φορέων», τονίζει η έκθεση και επισημαίνει την «ανησυχία» «για το γεγονός ότι ορισμένες κυβερνήσεις παρέχουν προτιμησιακή μεταχείριση στις κρατικές τους επιχειρήσεις, με τρόπους που μπορούν να μεταφέρουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό και ενδέχεται να δημιουργήσουν αντι-ανταγωνιστικές επιπτώσεις στην παγκόσμια αγορά».

Συνεχίζοντας την ανάλυσή της, η έκθεση επεξηγεί: «Μια τέτοια σχέση, για παράδειγμα, μπορεί να προσφέρει στις επιχειρήσεις μεγαλύτερη προστασία στην εγχώρια αγορά από την οποία (σ.σ.: οι "προστατευόμενες" κρατικές επιχειρήσεις) μπορούν αναμφισβήτητα να αναπτύξουν ισχυρή ανταγωνιστική θέση, ή τους προσφέρει πρόσβαση σε όρους χρηματοδότησης κάτω από τις τιμές αγοράς, μέσω άλλων οντοτήτων που ελέγχονται από την κυβέρνηση, παρέχοντας στις επιχειρήσεις ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των επιχειρήσεων που υπόκεινται στις συνθήκες της αγοράς.

Αναμφισβήτητα, αυτές οι στενές συσχετίσεις μεταξύ επιχειρήσεων και κυβερνήσεων ενδέχεται να διαστρεβλώνουν τη διάκριση μεταξύ επιχειρήσεων που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες αποκλειστικά για εμπορικούς λόγους και εκείνων που λειτουργούν με εντολή ξένης κυβέρνησης για την επίτευξη στόχου δημόσιας πολιτικής. Ως αποτέλεσμα, ορισμένοι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής εκφράζουν την ανησυχία τους για το γεγονός ότι οι κρατικές επιχειρήσεις ενδέχεται να συμμετέχουν σε ξένες επενδυτικές δραστηριότητες που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τους εθνικούς στόχους ασφαλείας».

Είναι φανερή η ανησυχία των ΗΠΑ για τη στήριξη που προσφέρει το κινεζικό κράτος στην ανάπτυξη και στην εξαγωγή κεφαλαίων από πολυεθνικούς κολοσσούς, στους οποίους έχει άμεση ή έμμεση συμμετοχή, εγείροντας ζητήματα «νόθευσης του ανταγωνισμού» από αμερικανικά μονοπώλια και κινδύνων για την «εθνική ασφάλεια» των ΗΠΑ, από την εξαγορά στρατηγικών επιχειρήσεων και υποδομών.

Βέβαια, πολιτική στήριξης των μονοπωλίων τους εφαρμόζουν τα κράτη σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, με τα ίδια πάνω - κάτω εργαλεία (φοροαπαλλαγές, επιδοτήσεις, πρόσβαση σε φθηνό δανεισμό), με τη δημιουργία υποδομών, με τη χρήση ακόμα και στρατιωτικών μέσων, στον ανταγωνισμό για το μοίρασμα σφαιρών επιρροής και αγορών, και βέβαια με μέτρα που εντείνουν την εκμετάλλευση και χτυπάνε την τιμή της εργατικής δύναμης.

«Θέλουν να μας εκτοπίσουν»

Παραμένοντας στις σινο-αμερικανικές σχέσεις, η έκθεση παραπέμπει σε αναφορά που συνέταξε το Νοέμβρη του 2012 η λεγόμενη «Επιτροπή Οικονομικής Ανασκόπησης και Ασφάλειας ΗΠΑ - Κίνας», σχετικά με τις «δυνητικές οικονομικές στρεβλώσεις και ανησυχίες εθνικής ασφάλειας που προκύπτουν από την υποστηριζόμενη και διευθυνόμενη από το κράτος οικονομική ανάπτυξη της Κίνας».

Σ' εκείνη την αναφορά εκφραζόταν ανοιχτά ο φόβος ότι «κινεζικές εταιρείες που υποστηρίζονται από το κράτος επιλέγουν να επενδύσουν βάσει στρατηγικών και όχι βάσει κριτηρίων της αγοράς» και ταυτόχρονα «είναι απαλλαγμένες από περιορισμούς που επιβάλλουν οι δυνάμεις της αγοράς λόγω των γενναιόδωρων κρατικών επιδοτήσεων».

Η αναφορά του 2012 πρότεινε από τότε κάποια μέτρα ως «ασφαλιστικές» υποτίθεται δικλίδες, όπως να απαγορεύσουν επενδύσεις στις ΗΠΑ από μια ξένη επιχείρηση, η χώρα προέλευσης της οποίας απαγορεύει ξένες επενδύσεις στο έδαφός της στον ίδιο τομέα.

Η τωρινή έκθεση συμπληρώνει ότι παρά το «σχετικά μικρό μερίδιο» που για την ώρα ελέγχουν οι Κινέζοι στην αμερικανική αγορά, «οι ξένες επενδυτικές δραστηριότητες της Κίνας είναι μοναδικές, επειδή η Κίνα αποσκοπεί να εκτοπίσει τις ΗΠΑ σε βασικές βιομηχανίες χρησιμοποιώντας το μεγάλο μέγεθος της αγοράς της για να προωθήσει εγχώριους "πρωταθλητές" (σ.σ.: "domestic champions") που μπορούν να γίνουν παγκόσμιοι ηγέτες μέσω κρατικών επιδοτήσεων, πρόσβασης σε χαμηλού κόστους κεφάλαια και περιορισμών στην πρόσβαση στην αγορά της Κίνας για ξένες εταιρείες».

Σε αυτήν τη βάση, οι Αμερικανοί τονίζουν ότι «είναι ζωτικής σημασίας οι εξαγωγές, η ξένη ιδιοκτησία και οι συνεργασίες σε τομείς τεχνολογίας με ξένους φορείς να μη μετατραπούν σε αγωγούς για μεταφορές τεχνολογίας που θα διοχετεύσουν στοιχεία - κλειδιά, διευκολύνοντας μια ξένη στρατιωτική υπεροχή».

«Συστάσεις» στην κυβέρνηση Τραμπ

Η Επιτροπή καταλήγει σε «συστάσεις» προς την κυβέρνηση των ΗΠΑ να επιβάλει στον ιδιωτικό τομέα την ανάπτυξη και εφαρμογή μιας εθνικής στρατηγικής για την πρόληψη μεταφοράς «ευαίσθητης» τεχνολογίας στο εξωτερικό.

Στοιχείο αυτής της στρατηγικής είναι, μεταξύ άλλων, οι περιορισμοί σε επενδύσεις και εξαγορές εταιρειών των ΗΠΑ που κατέχουν τεχνολογίες οι οποίες από το υπουργείο Αμυνας χαρακτηρίζονται κρίσιμες για την εθνική ασφάλεια. Επίσης, η κυβέρνηση των ΗΠΑ να έχει την εξουσία περιορισμού ξένων επενδύσεων σε συγκεκριμένες τεχνολογίες για λόγους εθνικής ασφάλειας κ.ά.

Καθόλου συμπτωματικά, η Επιτροπή υπενθυμίζει στην αναφορά της τις περιπτώσεις όπου η αμερικανική κυβέρνηση έχει και στο παρελθόν εμποδίσει την ολοκλήρωση επενδύσεων, επικαλούμενη λόγους «εθνικής ασφάλειας»: «Ο Πρόεδρος Ομπάμα το 2012 εμπόδισε στην αμερικανική εταιρεία "Ralls Corporation", που ανήκει σε Κινέζους πολίτες, να αγοράσει μια αμερικανική εταιρεία παραγωγής αιολικής ενέργειας, που βρίσκεται κοντά σε εγκατάσταση του υπουργείου Αμυνας. Επίσης, εμπόδισε μια κινεζική επιχείρηση επενδύσεων το 2016 να αποκτήσει την "Aixtron", εταιρεία με έδρα τη Γερμανία και περιουσιακά στοιχεία στην Αμερική. Το 2017, ο Πρόεδρος Τραμπ εμπόδισε την εξαγορά της "Lattice Semiconductor Corp" από την κινεζική εταιρεία επενδύσεων "Canyon Bridge Capital Partners". Το 2018, εμπόδισε την εξαγορά της "Qualcomm" από την "Broadcom"».


Θ. Μπ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ