Σήμερα, 22 του Οκτώβρη, 85 χρόνια μετά από τον ερχομό του στον κόσμο, το έργο και τα πιστεύω του είναι πιο πολύτιμα από ποτέ. Υπήρξε στρατευμένος αγωνιστής ο Λοΐζος, πάλεψε στο πλάι του ΚΚΕ, για μια δίκαιη κοινωνία. Πίστευε πως η στρατευμένη Τέχνη, εκτός του ότι μπορούσε να γεννήσει αριστουργήματα, ήταν κι «ένας ελάχιστος φόρος τιμής στις χιλιάδες των φτωχών παιδιών, που πεινάνε, αγωνίζονται και σκοτώνονται καθημερινά». Είχε δει και το επεσήμαινε σε συνέντευξή του, στη «Δημοκρατική Αλλαγή», το 1966, ότι «ο ιμπεριαλισμός με την εξουθενωτική εκμετάλλευση εκατομμυρίων ανθρώπων, βρίσκεται σε τρομακτική υπερλειτουργία στις δυτικές χώρες» και ότι «το τεράστιο τέρας που άλλοτε λέγεται φασισμός, άλλοτε μιλιταρισμός και άλλοτε δημοκρατία δυτικού τύπου - που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά προσωπεία του ιμπεριαλισμού - στέκεται από πάνω μας απειλητικό». Γι' αυτό και υπογράμμιζε και προέτρεπε: «Τα αποτελέσματα είναι σε όλους γνωστά: Ο πόλεμος του Βιετνάμ, το φυλετικό, το Κυπριακό, η αναβίωση του φασισμού σε πολλές χώρες, ο κίνδυνος της δικτατορίας στον τόπο μας. Η αντίδρασή μας πρέπει να είναι να τα ξεσκεπάσουμε και να φωνάξουμε μ' όλη μας τη δύναμη ενάντιά τους - μια και η ζωή μας είναι άμεσα συνδεδεμένη μαζί τους. Είμαστε πια συνειδητοί, "γνωρίζουμε"».
«Ο Μάνος Λοΐζος ήταν ένας αντιπροσωπευτικός διανοούμενος που πάσχισε και κατάφερε, περισσότερο απ' όλα με το έργο του, να μείνει μ' εκείνους με τους οποίους ξεκίνησε, με τους πολλούς. Σύνθετος, αλλά και απλός στη ζωή του, διαφανής στα προτερήματα και τα ελαττώματα...». Ετσι περιέγραφε τον συνθέτη, σε άρθρο του στον «Ριζοσπάστη», ο Φώντας Λάδης, τονίζοντας: «Η πολιτική πλευρά του Μάνου Λοΐζου, που εξάγεται αβίαστα από το έργο του, την καθημερινή του δραστηριότητα και από τις μαρτυρίες όλων όσοι τον ήξεραν, επιδιώκεται να υποβαθμιστεί εδώ και χρόνια. Ακόμα και αν οι εποχές έχουν ριζικά μεταβληθεί και αν υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει χρεία πολιτικών τραγουδιών σήμερα, ακόμα και αν όλοι μας σήμερα είχαμε αλλάξει, καθώς αλλάζουν οι εποχές και τα δεδομένα, θα ήταν λάθος απέναντι στην αλήθεια, να μη βρίσκονται τρόποι να κρατάμε φωτεινή αυτήν την πλευρά του Λοΐζου. Πρώτα απ' όλα, δε θα το ήθελε εκείνος. Αυτή η προσπάθεια - ή η ασυνείδητη, αν θέλετε, στάση - να υπερτονίζεται το ερωτικό, το νοσταλγικό ή το απλώς ψυχαγωγικό μέρος της δουλειάς του, αυτή η ανάδειξη του τρυφερού και παρεΐστικου προφίλ του δημιουργού, που μας καλεί, λες, σε μια διαρκή ξενοιασιά, θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι επόμενες γενιές φωτίζουν τα γεγονότα της Ιστορίας, ρίχνοντας σκιά σε άλλες πλευρές και αντλώντας κατά προτίμηση. Η Ιστορία, όμως, έχει και κάποια ελάχιστα υλικά αντικειμενικής σύστασης. Ο Δρόμος, το Ακορντεόν, ο Γ' Παγκόσμιος, Τα Νέγρικα, ο Τσε Γκεβάρα, κάποια τραγούδια που έγραψε με τον Λ. Παπαδόπουλο στη διάρκεια της δικτατορίας, το Δέντρο, η Τσιμινιέρα, το Λιώνουν τα νιάτα μας στη βιοπάλη, το Τίποτα δεν πάει χαμένο, τα Γράμματα στην αγαπημένη, σε ποίηση Χικμέτ και τόσα άλλα είναι ο πολιτικός Λοΐζος. Τα πρώτα του τραγούδια, που πολλοί δεν ξέρουν, όπως η Πρωτομαγιά, η συμμετοχή του μέρα με τη μέρα στους πολιτικούς αγώνες της δεκαετίας του '60, όπως και η συμμετοχή του σε συναυλίες, όπου νέοι ποιητές απάγγελναν πολιτικά ποιήματα, οι συνάξεις στο σπίτι του στα Σεπόλια, τους πρώτους μήνες της δικτατορίας, η σύντομη αυτοεξορία του στη Ρώμη και το Λονδίνο, οι ενοχλήσεις και η κράτησή του στην Ασφάλεια, η ένθερμη συμμετοχή του, κατά τη μεταπολίτευση, στα Φεστιβάλ των πολιτικών νεολαιών, είναι επίσης ο πολιτικός Λοΐζος. Η έντονη συνδικαλιστική του δράση, ως πρόεδρος της ΕΜΣΕ, είναι επίσης ο πολιτικός Λοΐζος. Σίγουρα, αν ζούσε σήμερα, θα ήταν ευχαριστημένος, ίσως και ενθουσιασμένος, που θα έβλεπε τη νέα γενιά να αποκτά συνείδηση του εαυτού της και της δύναμής της μέσα από τους αγώνες για καλύτερες συνθήκες ζωής και παιδείας, παρ' όλη την απαξίωση με την οποία θέλει να την περιβάλλει η κουρασμένη και αμήχανη κοινωνία μας. Πολύ περισσότερο, που θα έβλεπε ότι σε αυτούς τους αγώνες, αλλά και στις στιγμές της σχόλης και παντού, τα τραγούδια του, σαν ενιαίο σύνολο, είναι πάντα - και απ' ό,τι φαίνεται θα είναι - στα στόματα των νέων...».
Το έργο του Λοΐζου δεν παραμένει απλώς ζωντανό, γίνεται ακόμη πιο δυνατό με τα χρόνια. «Ντύνει» ακόμη - και θα «ντύνει» για πολύ τους φοιτητικούς, τους κοινωνικούς και τους πολιτικούς αγώνες. Συγκινούν και εμπνέουν η ιδεολογική του προσήλωση στα ιδανικά του κομμουνισμού, η ευαισθησία του για τους αδικημένους, η αλληλεγγύη του στους αγωνιζόμενους σε όλο τον κόσμο για μια καλύτερη ζωή. Τα τραγούδια του ξαναμοιράζονται στις επόμενες γενιές, με τον ίδιο ενθουσιασμό, όπως τότε στη δεκαετία των Λαμπράκηδων, των διαδηλώσεων για το 114, και των αγώνων για ισότητα, αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη. Πέρασε σύντομα από τη ζωή. Πέθανε ξαφνικά το 1982, στα 45 του χρόνια. Δεν έφυγε όμως ποτέ. Βρίσκεται πάντα στην πρώτη γραμμή των λαϊκών αγώνων, κάτω από τις κόκκινες σημαίες, με τα τραγούδια και τη φωνή του ενωμένη με τις χιλιάδες φωνές αυτών που δεν υποτάσσονται ποτέ.