Κυριακή 16 Σεπτέμβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Σε πήρε κάποτε η δύση, σε ξαναφέρνει η ανατολή... »

Δεκαεννέα χρόνια συμπληρώνονται αύριο από το θάνατο του Μάνου Λοΐζου

Μάνος Λοΐζος
Μάνος Λοΐζος
Η «δύση» τον πήρε πριν δεκαεννέα χρόνια, σ' ένα νοσοκομείο της Μόσχας, στην ακμή της δημιουργικότητάς του. Η «ανατολή» τον φέρνει και τον ξαναφέρνει στο νου και τις καρδιές μας, όλα αυτά τα χρόνια της πικρής απουσίας του, «φωτίζοντας» το γκρίζο που μας περιβάλλει. Δεκαεννέα χρόνια συμπληρώνονται αύριο από το πρόωρο «φευγιό» του Μάνου Λοΐζου, του πολυαγαπημένου τροβαδούρου της ψυχής μας, του μουσικού δημιουργού, που έφυγε στα 45 του, μόλις, χρόνια. Κι όμως, ο χρόνος δε στάθηκε ικανός να μειώσει την ανάγκη μας να ανατρέχουμε στο μοναδικής ομορφιάς έργο του. Ο Μάνος είναι πάντα εδώ, μέσα από όλα αυτά που θυμίζουν τη δημιουργία και τη στάση ζωής του. Μέσα από τις δεκάδες μελωδίες του, που συνεχίζουν να κάνουν τις καρδιές κάθε γενιάς να πάλλονται πιο δυνατά και να δίνουν μερτικό στο όνειρο. Μέσα από τα πολλά, πανέμορφα τραγούδια του, που μένουν πάντα τα τραγούδια μας.

Μια πλαγιά πολύχρωμα λουλούδια...

«Αχ χελιδόνι μου», «Αλλο τίποτα δε μένει», «Λιώνουν τα νιάτα μας», «Τσιμινιέρα», «Το μερτικό μου απ' τη χαρά», «Η μέρα εκείνη δε θ' αργήσει», «Το νανούρισμα», «Ο γέρο νέγρο Τζιμ», «Τέλι τέλι», «Γερνάς και σκοτεινιάζει», «Πρώτη Μαΐου», «Τσε», «Σ' ακολουθώ», «Μη με ρωτάς», «Η κουτσή κιθάρα», «Ο δρόμος», «Τρίτος παγκόσμιος», είναι ορισμένα από τα δεκάδες εξαιρετικής ομορφιάς τραγούδια, που δώρισε ο συνθέτης, στη σύντομη ζωή του. Τραγούδια, σμιλεμένα με το πηγαίο ταλέντο του και την ανεξάντλητη ευαισθησία του, που, σε πείσμα της ιλουστρασιόν εποχής μας, συνεχίζουν να συντροφεύουν γενιές, αναζητήσεις, όνειρα, αγώνες. Αναμφίβολα, ο Μάνος Λοΐζος υπήρξε μια από τις σημαντικότερες δυνάμεις του νεοελληνικού τραγουδιού, καταθέτοντας μουσική μεγάλης έμπνευσης και ταυτόχρονα οικεία, και κοσμαγάπητη παραμένει, αξεπέραστη στο χρόνο, και πολλά χρόνια μετά το φευγιό του συγκινεί, συναρπάζει, όχι μόνο τους παλιότερους, αλλά και πολλούς νέους ανθρώπους. Λάτρης του λυρισμού ο Μάνος, όπως έχει πει ο Μίκης Θεοδωράκης, «ήταν μια πλαγιά πολύχρωμα λουλούδια που έλαμπαν, καθώς τα χτυπούσε ο ήλιος. Και θα λάμπουν για πάντα και πιο πολύ όσο θα υπάρχει και θα λάμπει στον κόσμο αυτός ο μοναδικός ήλιος: Η καρδιά του ανθρώπου». Τους χτύπους αυτής της καρδιάς αφουγκράστηκε κι έγραψε τις μελωδίες του, για να τις δωρίσει εκ νέου στους φυσικούς τους αποδέκτες, το λαό. Ο ίδιος δε ζήτησε από τη μουσική τίποτα άλλο εκτός από την ψυχή της. Και με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο κι ένα τραγούδι μπόρεσε να πάει «μια πήχη πιο πέρα από τον ορίζοντα».

Προσφορά καλλιτεχνική και αγωνιστική

Ο Μάνος Λοΐζος, παιδί Ελλήνων της διασποράς, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 22 Οκτωβρίου 1937. Με τη μουσική ήρθε σε επαφή από μικρός και πήρε μαθήματα κιθάρας, πιάνου, βιολιού. Στα μέσα της δεκαετίας του '50 έρχεται στην Αθήνα για σπουδές, στην αρχή στη Φαρμακευτική Σχολή και αργότερα στην Εμπορική. Αφήνει και τις δύο, αφού ήδη τον έχει κερδίσει η μεγάλη του αγάπη: Η μουσική. Το «Τραγούδι του Δρόμου» του Λόρκα, που το βρίσκει στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (σε μετάφραση του Νίκου Γκάτσου), τον εμπνέει. Το μελοποιεί και στις αρχές του '62, με ερμηνευτή τον Γιώργο Μούτσιο, θα κυκλοφορήσει τον πρώτο του (μικρό) δίσκο. Οι δημοκρατικοί αγώνες του '64-'65 δεν τον αφήνουν αδιάφορο και τα τραγούδια που γράφει εκείνη την περίοδο είναι εμπνευσμένα από αυτούς. Ηταν η εποχή που οι μπουάτ γίνονταν τόπος συνάντησης των φοιτητών της γενιάς του 114 και του 15% για την Παιδεία, τραγουδώντας το «Δρόμο», το «Ακορντεόν», τον «Τρίτο Παγκόσμιο». Η ιδεολογική του στράτευση, η ευαισθησία του σε ό,τι αφορά τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους, η αλληλεγγύη του στους αγωνιζόμενους για ειρήνη, ισότητα, αξιοπρέπεια, θα βρουν καλλιτεχνική έκφραση σε έργα, όπως τα «Νέγρικα» σε ποίηση του Γιάννη Νεγρεπόντη, τα οποία παρουσιάζονται σε μια θρυλική συναυλία, στις 19 Απρίλη του 1967. Τα τραγούδια αυτά, που αναφέρονται στον αγώνα επιβίωσης των μαύρων της Αμερικής, θα κυκλοφορήσουν σε δίσκο πολύ αργότερα, το 1975, καθώς είναι στις μαύρες λίστες της δικτατορίας κι έχουν απαγορευτεί.

Με τον ερχομό της δικτατορίας και με τον κίνδυνο της σύλληψης να παραμονεύει, ο Μ. Λοΐζος επιλέγει την αυτοεξορία. Ομως, μετά από έξι μήνες στην Αγγλία, στις αρχές του '68, επιστρέφει στην Αθήνα. Μέσα στην εφταετία γράφει τραγούδια, που γίνονται επιτυχίες, με ερμηνευτές κυρίως τους Γ. Νταλάρα και Γ. Καλατζή. Κυκλοφορεί τους δίσκους «Ο Σταθμός», «Θαλασσογραφίες», «Ευδοκία», «Να 'χαμε τι να 'χαμε». Παράλληλα, συνθέτει και πολλά κομμάτια που τα τραγουδά «σε φιλικό κύκλο» και δεν ακούγονται «ποτέ έξω από τους τέσσερις τοίχους μιας κάμαρας», όπως ο ίδιος έλεγε. Ανάμεσά τους, ο «Τσε», ο «Μέρμηγκας», τα «Συρματοπλέγματα», το «Μη με ρωτάς». Στην περίοδο '74-'76, ακολουθούν οι κύκλοι «Καλημέρα ήλιε», «Τα τραγούδια του δρόμου», «Τα τραγούδια μας». Τα τελευταία, σε στίχους του Φώντα Λάδη, είναι λαϊκά, πολιτικά τραγούδια με αναφορές σε καυτά κοινωνικά προβλήματα. Ανάμεσά τους, τα «Πάγωσε η τσιμινιέρα», «Λιώνουν τα νιάτα μας», «Το Δέντρο». Το 1979 κυκλοφόρησαν τα «Τραγούδια της Χαρούλας», σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη (τρία του Πυθαγόρα): «Τίποτα δεν πάει χαμένο», «Μες το πλήθος», «Ολα σε θυμίζουν», «Γύφτισσα τον εβύζαξε» κ.ά. Ακολουθούν ο τελευταίος του δίσκος «Για μια μέρα ζωής» και μετά το θάνατό του τα «Γράμματα στην αγαπημένη», σε ποίηση Ναζίμ Χικμέτ.

Ο Μ. Λοΐζος υπήρξε στρατευμένος αγωνιστής της μαχόμενης Αριστεράς, και με το έργο και τους αγώνες του πορεύτηκε στο πλάι του ΚΚΕ, παλεύοντας για μια δικαιότερη κοινωνία. Πίστευε, μάλιστα, ότι η στρατευμένη τέχνη, όχι μόνο μπορεί να γεννήσει αριστουργηματικά έργα, αλλά και ότι είναι «ένας ελάχιστος φόρος τιμής στις χιλιάδες των φτωχών παιδιών, που πεινάνε, αγωνίζονται και σκοτώνονται καθημερινά». Ο ίδιος αυτό το απέδειξε μέσα από κύκλους τραγουδιών του, όπως τα «Τραγούδια του δρόμου», «Τα νέγρικα», «Τα τραγούδια μας» κ.ά., αφυπνίζοντας το κοινό και, παράλληλα, προσφέροντας γνήσια αισθητική απόλαυση. Υπήρξε πρωτοπόρος συνδικαλιστής στο χώρο των δημιουργών του ελληνικού τραγουδιού, παλεύοντας με συνέπεια για τα πνευματικά τους δικαιώματα από τις δισκογραφικές εταιρίες και την κασετοπειρατεία μέσα από την ΕΜΣΕ (ήταν ο πρώτος πρόεδρος του σωματείου).


Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ