Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αρνήθηκε πεισματικά να απαντήσει στα εύλογα ερωτήματα που έχουν προκύψει από έγγραφο της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών, στο οποίο αναφέρεται ότι από το Γενάρη του 2004 μέχρι τον Ιούνη του ίδιου χρόνου έγιναν μέσω των εταιριών κινητής τηλεφωνίας μαζικές παρακολουθήσεις - πάνω από 500 άτομα - μετά από «διατακτικά βουλεύματα από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών για άρση του απορρήτου». Ο Θ. Ρουσόπουλος δεν απάντησε στο πιεστικό ερώτημα πώς ήταν εφικτό να γίνονται εκείνη την περίοδο «νόμιμες παρακολουθήσεις», ενώ τόσο η εταιρία (Vodafone) όσο και ο Γ. Βουλγαράκης διαβεβαίωναν ότι δεν είχε ενεργοποιηθεί το λογισμικό των «νόμιμων συνακροάσεων». Επίσης, δε θέλησε να απαντήσει στο ερώτημα ποια υπηρεσία έκανε αυτές τις παρακολουθήσεις. «Από τη στιγμή που γινόταν νομίμως, δεν έχω να πω τίποτε περισσότερο», δήλωσε ο εκπρόσωπος, αρνούμενος να πει το παραμικρό γύρω από τη λειτουργία των χαφιεδομηχανισμών, αφήνοντας έτσι να διαφανεί και ο πραγματικός φόβος της κυβέρνησης...
Γενικότερα για την υπόθεση των υποκλοπών είπε ότι «ήταν εξαίρεση, δεν είναι ο κανόνας», επαναλαμβάνοντας μονότονα ότι η κυβέρνηση κινήθηκε θεσμικά και ανέθεσε την υπόθεση στη Δικαιοσύνη. Στο εύλογο ερώτημα, πώς είναι δυνατόν μια υπόθεση που χαρακτηρίστηκε «μείζον ζήτημα εθνικής ασφάλειας» να ανατίθεται αποκλειστικά στη Δικαιοσύνη και (έτσι) η κυβέρνηση να εμφανίζεται ένα χρόνο μετά να μη γνωρίζει τους «δράστες» των υποκλοπών, ο εκπρόσωπος προσποιήθηκε τον ανήξερο αναφορικά με άλλους τρόπους έρευνας και εντοπισμού τους...
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση δεν παραλείπει να υποδαυλίζει το δικομματικό καυγά, αναπόσπαστο τμήμα της επιχείρησης συσκότισης και κουκουλώματος. Στο πλαίσιο αυτό ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κατηγόρησε το ΠΑΣΟΚ για δύο μέτρα και δύο σταθμά έναντι της Δικαιοσύνης, συγκρίνοντας την «επιθετική» στάση που κράτησαν στελέχη του (Πάγκαλος) απέναντι στους δικαστές που χειρίστηκαν την υπόθεση των υποκλοπών και τη στάση στην περίπτωση Μαρκογιαννάκη που ζήτησαν την παραίτησή του, επειδή επιτέθηκε τότε στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημ. Λινό.