«Πάντοτε ήταν πρόβλημα η συγκοινωνία της Κοκκινιάς προς την Αθήνα και τον Πειραιά. Παλαιότερα που ευρυχωρούσαν οι δρόμοι, δε χωρούσαν οι επιβάτες στα λεωφορεία, τώρα με τα ΙΧ δε χωράνε οι δρόμοι τόσα αυτοκίνητα, όσα έργα και αν γίνουν δε μας χωράει ο τόπος λες και βρισκόμαστε... στην Κίνα! Η πρωτεύουσα απλώνει συνεχώς τις αρίδες της και ερημώνει η ύπαιθρος. Πάνω σ' αυτή στηρίζουν τις ελπίδες τους όσοι δεν μπορούν να ζήσουν στον τόπο τους. Ομως, εμείς ξεκινήσαμε για τη γενέτειρά μου και η πένα προσπαθεί να λοξοδρομήσει όπως το συνηθίζει πάντα. Είναι αλήθεια ότι όταν μιλάει κανείς γι' αυτήν την πειραιώτικη συνοικία, τη μεγαλύτερη, δεν ξέρει από πού ν' αρχίσει και πού να τελειώσει.
Από το σχολείο θ' αρχίσουμε, πλάι στο "στρατώνα", όπου στα διαλείμματα διασκεδάζαμε με τα καμώματα των νεοσυλλέκτων και τη Σμυρνιά δασκάλα μας που ήθελε να μας μάθει και γαλλικά. Στο Γυμνάσιο μετά, με τον Μενέλαο Π., το αρμόνιο να γεμίζει την τάξη του παραγκένιου "οικοδομήματος" με γλυκές νότες που όμως έφευγαν από τους τρύπιους τοίχους και τη σκεπή. Θυμάμαι τον φιλόλογο που δεν ήθελε τις μαθήτριες, τους τραβούσε τις κοτσίδες όταν έκαναν λάθη και τις παρότρυνε να γίνουν μοδίστρες, ο δε μαθηματικός άπλωνε χέρι, όχι φυσικά για να χαϊδέψει τους μαθητές, αλλά για να πονέσουν επειδή πίστευε ακράδαντα στην αρχή, ότι το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο! Περιττό να ασχοληθούμε περισσότερο με τη σχολική ζωή του καιρού εκείνου, αρκεί να πούμε μόνο ότι όταν έβρεχε φορούσαμε μέσα στην τάξη τα σχολικά μας καπέλα με τα αρχικά του Γυμνασίου Νέας Κοκκινιάς και ήταν υποχρεωτικό να τα φοράμε στις εξόδους μας και καμαρώναμε η αλήθεια, που είχαμε την τύχη να είμαστε γυμνασιόπαιδα!
Κουτσουκάρι λεγόταν ο Κορυδαλλός και αντίθετα με την Κοκκινιά, που ήταν στριμωγμένη και οι πρόσφυγες που βρέθηκαν σε αυτή ασφυκτιούσαν, διέθετε τεράστιες εκτάσεις με αμπελοχώραφα και ελιές. Ο Αγιος Ταξιάρχης που δεν απέχει πολύ από την κεντρικότατη "Πλατεία Ελευθερίας", ήταν εξωκλήσι που πήγαιναν εκδρομή τα σχολεία όπως και στην Αγία Βαρβάρα που ήταν πιο μακρινή. Οι δυο αυτές συνοικίες του Πειραιά, σήμερα είναι σφιχταγκαλιασμένες, δεν ξεχωρίζεις εύκολα τη μια από την άλλη, όχι μόνο ως προς την έκταση, υπάρχουν πολλά κοινά μεταξύ τους. Εκεί που είναι οι Φυλακές μέχρι το βουνό απλωνόταν μια μεγάλη θαμνώδης έκταση, όπου κατέφευγαν τα ερωτευμένα ζευγαράκια μακριά από τ' αδιάκριτα βλέμματα!
Το προσφυγικό στοιχείο όπως και στις άλλες περιοχές που εγκαταστάθηκε, κατά τη διανομή του σε όλη την επικράτεια, έδειξε με την εργατικότητά του και τον πολιτισμό του γενικά, ότι με τον ερχομό του εδώ, όχι μόνο δεν πρόσθεσε δεινά στους γηγενείς αλλά συντέλεσε στο να προοδεύσει η χώρα. Οι Μικρασιάτες παρά το ότι βρέθηκαν γυμνοί στο κρύο, θα 'λεγε κανείς, με αδικοχαμένους γονείς, παιδιά και αδέλφια, θύματα της ιμπεριαλιστικής τακτικής των ισχυρών, δε σήκωσαν τα χέρια ψηλά να παραδοθούν στη σκληρή τους μοίρα, πάλεψαν και είχαν το κουράγιο να πιάσουν τον ταύρο από τα κέρατα και μέσα σε αντίξοες συνθήκες να μη στερηθούν ούτε το γέλιο, ούτε τη διασκέδαση. Μήπως είναι τυχαίο ότι όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά ξεκίνησαν από το συνοικισμό τους; Και μόνο στα τραγούδια που αναφέρεται το όνομά του, το αποδεικνύουν. Πραγματικά στο κεντρικό δρόμο του, την οδό οκτώ, υπήρχαν δυο ταβέρνες με ορχήστρα απ' όπου πέρασαν οι περισσότεροι "κλασικοί", ας πούμε, του μουσικού αυτού είδους, που τόσο αγαπήθηκε από το λαό.
Καθ' οδόν προς την Κοκκινιά, ξεδιπλώνεται στη μνήμη μια ατέλειωτη ταινία με πλήθος εικόνων που για να τις περιγράψει κανείς χρειάζονται πολλές, πάρα πολλές σελίδες. Βιβλία ολόκληρα».