Για να απαντηθούμε σε αυτά τα ερωτήματα, θα πρέπει να προσδιορίσουμε τις βασικές απειλές των δικαιωμάτων των εργαζομένων και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, σε σχέση με τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, θεωρούμε ως σοβαρό λάθος να αποδίδονται οι απειλές αυτές στην ίδια την τεχνολογική εξέλιξη, στη λεγόμενη «ψηφιακή επανάσταση». Κάθε τεχνολογική εξέλιξη μπορεί, αντικειμενικά, να χρησιμοποιηθεί και προς τις δύο αντίθετες κατευθύνσεις. Δηλαδή, τη θωράκιση, από τη μια, ή τη συρρίκνωση από την άλλη των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Το ζήτημα είναι ποιος αποφασίζει και με ποιο κριτήριο.
Α. Την πλήρη εμπορευματοποίηση της πληροφορίας, στο πλαίσιο της «απελευθέρωσης των αγορών» και του ανταγωνισμού των μονοπωλιακών ομίλων. Η εμπορευματοποίηση αποτελεί βασικό κίνητρο για την υποκλοπή της πληροφορίας και της επικοινωνίας. Είναι χαρακτηριστική η επισήμανση του ΕΦΤΑ (Ελληνικός Φορέας Πρόληψης Τηλεπικοινωνιακής Απάτης) ότι τα φαινόμενα ηλεκτρονικού εγκλήματος εντάθηκαν στην Ελλάδα, μετά την πλήρη απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών. Πράγματι, ενώ το 2001 εκδικάστηκαν τρεις - τέσσερις μόνο σχετικές υποθέσεις, δύο χρόνια αργότερα αυτές ξεπερνούσαν τις εκατό. Το 2004, 40 εκπρόσωποι ιδιωτικών εταιριών και δημόσιων υπηρεσιών διώχθηκαν από την Εισαγγελία Αθηνών για κακουργήματα σχετικά με την εμπορία προσωπικών δεδομένων.
Β. Τη διαπάλη των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και γενικότερα των αστικών τάξεων των κρατών για το μοίρασμα αγορών, εδαφών, σφαιρών επιρροής, αλλά και για τη διασφάλιση του τεχνολογικού προβαδίσματος.
Γ. Την ανάγκη θωράκισης του καπιταλιστικού συστήματος απέναντι στη λαϊκή αμφισβήτηση και το λαϊκό κίνημα. Η θεσμική νομιμοποίηση των υποκλοπών, μετά την 11η Σεπτεμβρίου με πρόσχημα την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η Συνθήκη Σένγκεν, ο ευρωτρομονόμος Ν. 3251/2004, το ΠΔ 47/2005 για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, αλλά και η πρόσφατη υπόθεση των υποκλοπών που βρίσκεται σε εξέλιξη, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των ρυθμίσεων, είναι ο σκόπιμα ασαφής ορισμός της έννοιας της «τρομοκρατίας», ώστε να μπορεί να συμπεριλάβει κάθε πράξης αμφισβήτησης της κυριαρχίας του συστήματος. Ετσι, δεν προκαλεί καμιά εντύπωση η επίσημη ομολογία της κυβέρνησης των ΗΠΑ για συνεργασία με τους μεγάλους ομίλους τηλεφωνίας με στόχο τη μυστική συλλογή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και την παγίδευση εκατομμυρίων δεδομένων. Ούτε και η συμφωνία EE-ΗΠΑ το 2004, για την επεξεργασία και διαβίβαση προσωπικών δεδομένων των επιβατών των αερομεταφορών, η οποία μάλιστα προσβλήθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το 2005.
Οι παρεμβάσεις του αστικού κράτους στο συγκεκριμένο ζήτημα γίνονται, όπως είναι φυσικό, με γνώμονα τη θωράκιση της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας των ιδιωτικών ομίλων. Εστιάζονται κυρίως στη διασφάλιση της ασφάλειας των συναλλαγών του ηλεκτρονικού εμπορίου και των τραπεζικών συναλλαγών. Ενδεικτική είναι η αντίθεση της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων στην προληπτική πιστοποίηση της ασφάλειας των δικτύων, με κριτήριο την επιβάρυνση της κερδοφορίας των ομίλων και τις δυσκολίες στην προσέλκυση επενδύσεων. Αντίθετα, στην κρατική προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων-χρηστών, εμφανίζονται τάσεις επιδείνωσης της ήδη άσχημης κατάστασης. Στο νέο νόμο, περιορίζεται ο ορισμός των «ευαίσθητων δεδομένων» για τους χρήστες και επεκτείνεται η δυνατότητα επεξεργασίας δεδομένων κίνησης και θέσης του χρήστη, χωρίς την τυπική του συγκατάθεση, με την αξιοποίηση του νεφελώματος της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης». Καταργείται ακόμα και η στοιχειώδης υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας εκτός Ελλάδας, να υποδεικνύει εκπρόσωπό του εγκαταστημένο στη χώρα μας.
Ο δρόμος που προτείνουμε είναι, βέβαια, δύσκολος με βάση το σημερινό συσχετισμό δύναμης. Ομως, εδράζεται στις ανάγκες της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας και γι' αυτό είναι απόλυτα ρεαλιστικός.