Ιδιαίτερη σημασία άρχισε να αποκτά η σκάλα του Γόλου (έτσι ονομαζόταν αρχικά η περιοχή), όταν το 16ο αιώνα η κεντρική τουρκική διοίκηση αποφάσισε να μεταφέρονται πλέον μόνο στην Κωνσταντινούπολη τα σιτηρά του θεσσαλικού κάμπου που διασκορπίζονταν ως τότε σε διάφορες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η απόφαση αυτή είχε ως επακόλουθο να επεκταθεί η μικρή σκάλα, ώστε να την προσεγγίζουν μεγαλύτερα σκάφη, να τεθεί υπό την επίβλεψη ενός λιμάν ρεΐση (λιμενάρχη) και να κτιστούν βασιλικοί ιστιράδες, κρατικές δηλαδή σιταποθήκες.
Τα σιτηρά από το Γόλο στην Κωνσταντινούπολη μεταφέρονταν αρχικά από καράβια ευρωπαϊκών χωρών, αλλά από το 18ο αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται η ναυτιλία του Πηλίου και σημαντικό μέρος αυτού του έργου ανέλαβαν τότε τα ιστιοφόρα που ανήκαν σε ντόπιους καραβοκύρηδες.
Την εποχή που αναπτύσσεται η πηλιορείτικη ναυτιλία, έχουμε και την παράλληλη ανάπτυξη οικιακών βιοτεχνικών μονάδων επάνω στο Πήλιο. Τα προϊόντα των χωριών του Πηλίου ήταν υφαντά, επεξεργασμένα δέρματα, κάπες και κυρίως μετάξι. Ολα, μεταφέρονταν στο Βόλο για να φύγουν από εκεί με καράβια για τις ντόπιες ή ξένες αγορές, όπου ήταν περιζήτητα για την εξαιρετική ποιότητά τους. Σ' αυτόν τον όγκο των εμπορευμάτων θα πρέπει να προσθέσουμε επίσης και τα φορτία σφουγγαριών που συλλέγανε οι δύτες τρικεριώτικων σπογγαλιευτικών και που έφευγαν από το Βόλο αποκλειστικά για την Αγγλία.
Το 1881 η Μαγνησία απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό και προσαρτήθηκε μαζί με ολόκληρη τη Θεσσαλία στο ελληνικό κράτος. Ο Βόλος αρχίζει να έχει μια αλματώδη οικιστική, πληθυσμιακή και οικονομική ανάπτυξη και φυσικά το λιμάνι του παρουσιάζει ολοένα και μεγαλύτερη εμπορευματική κίνηση. Με αυτά τα δεδομένα γίνονται νέα έργα στο λιμάνι που τελειώνουν το 1901 και γίνεται πλέον ένα από τα μεγαλύτερα του ελλαδικού χώρου.
Στο τέλος του καλοκαιριού του 1922, έτος σημαδιακό στη σύγχρονη ιστορία μας, οι Ελληνες που κατοικούσαν αιώνες στη Μικρασία, εγκαταλείπουν τις εστίες τους, κυνηγημένοι από το μαχαίρι των Τούρκων και διασκορπίζονται σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Εννιά περίπου χιλιάδες από τους ξεριζωμένους Ιωνες (Μπουγαζιανοί, Τσεσμελήδες, Εγγλεζονησιώτες, Σμυρνιοί, Νικομηδειώτες, Θειριανοί, Βουρλιώτες κλπ.) φτάνουν στο Βόλο για να συνεχίσουν σ' αυτήν την πόλη πλέον τη ζωή τους.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στη νέα πατρίδα τους οι Μικρασιάτες πολλά, και ένα από τα βασικότερα η επαγγελματική αποκατάστασή τους, το μεροκάματο, που το αναζητούν παντού και δύσκολα το βρίσκουν. Τυχεροί κάπως, όσοι ήταν στην πατρίδα τους ναυτικοί. Η εμπειρία τους στη ναυσιπλοΐα, η τόλμη τους και η εργατικότητά τους ήταν προϋποθέσεις που θα τους βοηθούσαν να αποσπάσουν ένα κομμάτι από τις θαλάσσιες μεταφορές και να βγάλουν έτσι το ψωμί τους. Τα πράγματα όμως, δεν ήταν τόσο εύκολα ούτε για τους ναυτικούς...
Τα μεταχειρισμένα καΐκια άρχισαν να τα αποκτούν οι Μικρασιάτες ναυτικοί μετά το 1925. Στα χέρια τους πέρασαν τότε πολλά ιστιοφόρα με μεγαλύτερο τονάζ από τα καϊκάκια τους.
Οπως τα μικρά καΐκια έδωσαν στους Μικρασιάτες την οικονομική δυνατότητα να προχωρήσουν στην αγορά των μεταχειρισμένων, έτσι και τα τελευταία, τους βοήθησαν με τη σειρά τους να κάνουν κάποιες "σερμαγιές" και να επεκταθούν πλέον στη ναυπήγηση νέων καϊκιών από Σκοπελίτες, Σκιαθίτες και Βολιώτες κυρίως μάστορες. Στο Βόλο δεν υπήρχαν, συγκροτημένοι ταρσανάδες, αλλά υπήρχαν αρκετοί άξιοι τεχνίτες ναυπηγοί.
Πανάρχαια και στον Ελλαδικό χώρο η τέχνη των καραβομαραγκών ή των πρακτικών, ορθότερα, ναυπηγών είχε σε όλες τις εποχές άξιους εκπροσώπους. Με εμπειρικό τρόπο, παραδινόταν η ναυπηγική τέχνη από γενιά σε γενιά, η αφετηρία της οποίας στην Ελλάδα μπορεί να αναζητηθεί στους μυθικούς χρόνους και στους άγνωστους μάστορες που ναυπήγησαν την «Αργώ» του θρυλικού Ιάσονα. Και έτσι, είχαν μάθει να σκαρώνουν ωραία πλεούμενα και οι ναυπηγοί του Βόλου. Με ένα επιτελείο βοηθών, έστηναν πρόχειρους ταρσανάδες στον Αναυρο, τον Αγιο Κωνσταντίνο ή τις Αλυκές και εκεί «έχτιζαν» με επιδεξιότητα και μεράκι μικρές βάρκες και καΐκια, χωρητικότητας δεκάδων τόνων.
Ο πρωτομάστορας πήγαινε, ο ίδιος συνήθως, σε κάποιο πευκοδάσος στο οποίο επιτρεπόταν η υλοτομία και υποδείκνυε στους υλοτόμους, ποια συγκεκριμένα δέντρα ήθελε να του κόψουν. Οι κορμοί πλανίζονταν κατόπιν και μεταφέρονταν στον πρόχειρο ταρσανά στην παραλία. Η ναυπήγηση διαρκούσε από μήνες έως και ένα χρόνο. Ηταν μια δουλιά που γινόταν αργά, μεθοδικά, με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία και μόνο με χειροκίνητα εργαλεία.
Τα σκαριά που ναυπηγούσαν οι Βολιώτες μάστορες ήταν πολλών τύπων. Κατασκεύαζαν αλαμάνες, καραβόσκαρα, βαρκαλάδες, περάματα. Οι ονομασίες αυτές απέδιδαν τις ιδιαιτερότητες που είχε ο κάθε τύπος σκάφους. Η "αλαμάνα", λόγου χάρη, ήταν σκαρί με κυρτή, κοίλη, την πρύμνη και αμβλυγώνια την πλώρη, ο "βαρκαλάς" είχε την πρύμνη πεπλατυσμένη, το "πέραμα" ήταν σκάφος με το εμπρός και πίσω μέρος του σε αμβλυγώνιο σχήμα και το "καραβόσκαρο" είχε πλώρη στο σχήμα περίπου του λατινικού γράμματος "S" και πρύμνη καμπύλη στο επάνω μέρος και κοφτή ευθεία στο δεύτερο μισό. Από τους τύπους των σκαφών που αναφέρουμε, στα προσφυγικά καΐκια κυριαρχούσε το "πέραμα".
Οταν λοιπόν μετά από μήνες τελείωνε η κατασκευή του σκαριού, το έπιαναν και το έριχναν από την αμμουδιά του ταρσανά στη θάλασσα εντελώς "γυμνό". Χωρίς κατάρτι, ξάρτια, πανιά κλπ., ώστε να είναι όσον το δυνατό πιο ελαφρύ. Η αρματωσιά του νέου καϊκιού θα γινόταν αργότερα, όταν αυτό θα πλεύριζε, ρυμουλκούμενο από άλλα σκάφη, στο λιμάνι. Εκεί θα γινόταν το "στόλισμά του", αφού έμπαινε πρώτα το κατάρτι που είχε ύψος από 15 έως 18 μέτρα και ήταν από κυπαρίσσι. Για την κατασκευή των καταρτιών κόβονταν κυπαρίσσια από τα Πλατανίδια.
Η καθέλκυση του νεότευκτου καϊκιού ήταν δύσκολη και κοπιαστική. Οταν τελικά το νεότευκτο έπεφτε στη θάλασσα, οι μάστορες και οι συγκεντρωμένοι συγγενείς και γνωστοί του ναυτικού ιδιοκτήτη ξεσπούσαν σε ζητωκραυγές και εύχονταν να είναι καλοτάξιδο το σκαρί. Ο πρωτομάστορας, μετέχοντας κι αυτός στο πανηγύρι, πετούσε εκείνη τη στιγμή το σκερπάνι του στη θάλασσα για να δείξει αφενός ότι τελείωσε η ναυπήγηση και αφετέρου για να ευχηθεί μ' αυτή τη συμβολική κίνησή του να είναι "σιδερένιο" το νέο καΐκι. Μετά το τέλος όλης αυτής της τελετής ο ιδιοκτήτης του νέου σκάφους έκανε το τραπέζι στους μάστορες και τους στενούς συγγενείς του σε κάποια ταβέρνα κοντά στον ταρσανά. Στους άλλους παρευρισκόμενους προσφέρονταν γλυκίσματα και συνήθως λουκουμάδες. Κάποιες φορές, μόλις έπεφτε το νεότευκτο σκαρί στο νερό, έριχναν αμέσως στη θάλασσα και τον ιδιοκτήτη του ή τη γυναίκα του!
Χαρές και γλέντι όταν έμπαινε και η αρματωσιά στο καΐκι (πανιά, κάβοι, καδένες και άλλα εξαρτήματα που άξιζαν μια περιουσία). Μεγάλο επίσης ήταν και το κόστος για την αγορά της μηχανής που από μια εποχή και μετά ήταν απαραίτητη».