Ο Αλέκος Φασιανός, γεννημένος το 1935 στην Αθήνα, στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια αποκόμισε από αυτήν την εξής εικόνα: «Μια μεταφυσική πόλη, χωρίς τοπία, ένα συνονθύλευμα λόφων, βράχων και κυπαρισσιών που οι κορφές τους λικνίζονταν στον αέρα». Αυτό το λίκνισμα στον αέρα μεταδίδει ό,τι σχεδιάζει με μολύβι ή πινέλο, παρατηρώντας τα πιο απλά, τα πιο καθημερινά, τα πιο συνηθισμένα στοιχεία της ζωής του ανθρώπου στον οικείο χώρο του, στην πόλη και στην ύπαιθρο. Οχι «επώνυμου» ανθρώπου, αλλά στοιχεία, στάσεις, κινήσεις, στιγμές της καθημερινότητας του κάθε απλού και ανώνυμου ανθρώπου. «Παρουσιάζω στιγμές ή αναμνήσεις που οι άνθρωποι έχουν ζήσει, π.χ. μια γυναίκα ακουμπισμένη σ' ένα κρεβάτι, μπροστά σ' ένα παράθυρο, απ' όπου περνάει το φως της πόλης και τη χαϊδεύει. Ολος ο κόσμος έχει ένα κρεβάτι, ρούχα, αντικείμενα που είναι για μένα απαραίτητα όσο τα μέλη του σώματος. Οι στιγμές αυτές μού επιτρέπουν να σχεδιάσω την ομορφιά» και «αυτό που ενδεχομένως είναι μονότονο, γίνεται αιώνιο», λέει ο ίδιος καλλιτέχνης. Ο Φασιανός συνειδητά υπογραμμίζει και καταδείχνει την ομοιότητα που έχουν, αιωνίως, οι στιγμές της καθημερινότητας του ανθρώπου. «Ερωτευόμαστε με τον ίδιο τρόπο που ερωτεύονταν χιλιάδες χρόνια πριν», εξηγεί ο ζωγράφος.
Παράξενη και γοητευτική η ζωγραφική του Α. Φασιανού, θυμίζει το ναΐφ αλλά κάθε άλλο παρά είναι ναΐφ. Μοιάζει επίπεδη, κι όμως δεν είναι. Η μονοχρωμία της ανθρώπινης μορφής κρύβει τα υποστρώματα, τα στάδια της ζωγραφικής του. Ο ίδιος αποκαλύπτοντας τη διαδικασία της δουλειάς του, λέει: «Εάν π.χ. θέλω να αναπαραστήσω έναν ουρανό με σύννεφα, φτιάχνω πρώτα έναν καθαρό ουρανό με ένα πλατύ πινέλο και πριν στεγνώσει το μπλε χρώμα βάζω τα σύννεφα με διαβαθύσεις του άσπρου. (...) Για να ζωγραφίσω ένα ύφασμα πάνω σ' ένα σώμα, ζωγραφίζω πρώτα το σώμα. Οταν στεγνώσει, ζωγραφίζω το ύφασμα μ' ένα αραιότερο και πιο διαφανές χρώμα που το φτιάχνω προσθέτοντας λίγο λινέλαιο. Οταν θέλω να σχεδιάσω ένα σώμα πρέπει να σκεφθώ την ανατομία. Δημιουργείται πρώτα ο σκελετός, μετά οι μύες, το δέρμα και πάνω του το χρώμα, ύστερα το φως και η σκιά. Είναι ένα ζωντανό σώμα. Οταν αυτό το σώμα βρίσκεται απέναντι στο φως, γίνεται επίπεδο, όπως στο θέατρο σκιών, όπως στα ελληνικά αγγεία. Κάπως έτσι πρέπει να έγινε η πρώτη ζωγραφική. Οι πρώτοι καλλιτέχνες πρόβαλαν τη σκιά ενός κεφαλιού πάνω σ' έναν τοίχο, με τη βοήθεια ενός κεριού, κι ύστερα σχεδίαζαν το περίγραμμά του με κάρβουνο. Μετά το γέμιζαν με σκούρο χρώμα. Αρκεί να προσθέσουμε λίγο φως πάνω στη σκιά κι έχουμε την απεικόνιση της μορφής». Ο Α. Φασιανός χαίρεται τα απλά πράγματα. Το φως, τον ήλιο, τη θάλασσα, τα μυρωδικά φυτά, τα φρούτα, τα πετούμενα του ουρανού, τα δέντρα, τα λουλούδια στη γη και σε βάζα. Τα χαίρεται, τα γεύεται, μα και τα εικονοποιεί, αναρωτώμενος «μήπως είμαι τρελός για την εποχή μας;»