Ο Κωσταντής και η θάλασσα
Κυριακή 21 Γενάρη 2001

Γρηγοριάδης Κώστας

Αργοκίνητες και κούφιες μοιάζουν οι ώρες για τον Κωσταντή, δω πάνω, από τη μέρα, που, με σπιουνιά, τον πιάσανε οι ΕΣΑτζήδες και τον ρίξανε σε τούτο το λόχο του μοναρχοφασιστικού στρατού, αντίκρυ από τους συντρόφους του, του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Κείνος δεν έστεργε σε τέτοια κιοτέματα, ασυνταίριαστα με τα δικά του οράματα και τις ουράνιες φλόγες που είχαν ξεσηκωθεί μέσα του τον καιρό της χιτλερικής σκλαβιάς, που πάλευε, μαζί με τους άλλους ΕΑΜίτες, για τη λευτεριά της πατρίδας του. Μήτε ο νους του Κωσταντή, μα μήτε κι η ανταριασμένη ψυχή του αποδέχονταν τούτο το ξενέρωμα και αποζητούσε το ξέμπλεγμά του.

Αγρια απελπισιά κι αβάσταχτος πόνος τον κατατυραννούσε ολημερίς και τον έσπρωχνε να ξεμακραίνει από τους άλλους φαντάρους. Τον βασάνιζε η σκέψη πώς ήταν δυνατό αυτός ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης να σηκώσει ντουφέκι ενάντια στους συναγωνιστές του, που τώρα πολεμούσαν τον καινούριο κατακτητή, τον Εγγλέζο και τους μοναρχοφασίστες. Και αποζητούσε τη μοναξιά κάτω από το δεντρί, με την πυκνή φυλλωσιά, που ίσκιωνε τα πίσω της εκκλησιάς του Αϊ Γιώργη. Βολεύονταν εκεί ανακούρκουδα, έριχνε καταμπρός στο κούτελο το δίκοχο, απίθωνε το σαγόνι του πάνω στις ροζιασμένες παλάμες του κι αφήνονταν στα κρυφά σχεδιάσματα του νου του. Φορές πάλι στυλώνονταν πισώπλατα στο δεντρί, άπλωνε τις μακριές του αρίδες κι απόμενε ανενεργός κι ανέλπιδος ανόρεχτα το τσιγάρο του. Τούτο ήταν σημάδι πως κάτι αναγύριζε στο νου του, μα καμώνονταν τον αδιάφορο και δεν ξεστόμιζε λέξη. Κατακρατούσε σφιχτά στο μυαλό του κείνο το αναγύρισμα και φυλαγόταν μην και ξεβγεί στο φως η αφίλιωτη αμάχη που γινόταν μέσα του. Μάχονταν να βαστάει το στόμα του σφαλιστό και τους διαλογισμούς του διπλομανταλωμένους.

Στο λόχο, οι άλλοι φαντάροι, τούτα τα καμώματα του Κωσταντή τα παίρνανε για παραξενέματα και ξανοίγονταν μαζί του σε χωρατά και πιλατέματα. Κείνος, όμως, έκανε πως δεν ξεσυνεριζόταν και έδειχνε πως τ' αναμέριζε δίχως κακία.

Μια μέρα, ο επιλοχίας του λόχου, με το κολλημένο ντενεκεδάκι στο χιτώνιο - σημάδι πως είχε κάνει στη Μέση Ανατολή - περνώντας δίπλα του πετάει τον πόντο: - Σεκλέτια Κωσταντή.

Ο Κωσταντής καμώθηκε πως δεν άκουσε, τέντωσε πιότερο τα κανιά του, τον λοξοκοίταξε αδιάφορα, τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά απ' τη γόπα του και βαριεστημένα την πέταξε με δύναμη ξέμακρα, δίχως να του αποκριθεί. Ο επιλοχίας τότε γινάτεψε και κοντοζύγωσε στον Κωσταντή μ' απόφαση να πάρει μια απάντηση. Ζυγιάστηκε από πάνω του κι αφήνοντας να φανούν τα δυο χρυσά δόντια του τον ματαρώτησε: - Δε μας πεις τι έχεις μωρέ - Κωνστατή, μπας και το κορίτσι στο νησί βρήκε άλλον;

Ο Κωσταντής ανασήκωσε το κεφάλι του, στύλωσε το βλέμμα του καταπάνω στον επιλοχία, έριξε ένα ειρωνικό μισόγελο και με σπασμένη φωνή ξεφούρνισε: - Τι να 'χω κυρ - επιλοχία... να! δε βλέπω τόσο καιρό θάλασσα και πικραίνουμε.

...Τούτη η λαχτάρα του Κωσταντή για τη θάλασσα από το στόμα του επιλοχία δεν άργησε να φέρει γύρα σ' όλο το λόχο.

Τέτοια χωρατά, βλέπεις, ταξιδεύουν γρήγορα. Ξεθαρρεμένοι οι φαντάροι, τότες, άρχισαν να χοντραίνουν το καλαμπούρι με τον Κωσταντή. Και πότε ο ένας, πότε ο άλλος, δώστου και τον πιλατεύανε. Τέτοια χαζολογήματα στο στρατό δεν απολείπουν. Το φέρνει η ανάγκη. Ξεκομμένοι τόσο καιρό οι φαντάροι εδώ πέρα σε κείνο το κουτσοχώρι, ανενεργοί, δίχως έγνοιες για το αύριο, ως βράζανε, που λένε, στο ζουμί τους, ψάχνανε να βρουν τέτοια ξεδόματα. Κι όταν τα βρουν, τα χαίρονται με την ψυχή τους. Για κείνο και τα πειράγματα για τη θάλασσα στον Κωσταντή δεν είχαν σταματημό. Μια μέρα ένας φαντάρος, που το μυαλό του δούλευε στα χωρατά, σκαρφίστηκε να σφυρίξουν στον Κωσταντή ότι στα πίσω του αντικρινού λόφου ξανοίγεται μεγάλο πέλαγος, που το μάτι τ' ανθρώπου δεν το αναμετράει. Το κουβέντιασαν και με τον επιλοχία και γίνηκε η συμφωνία να πάρει εκείνος τη δουλιά απάνω του. Ετσι, είπαν, το πράμα θα γίνει πιο πιστευτό. Και δίχως αργοπορήματα, 'βαλαν μπροστά το σχέδιο. Τούτο το χωρατό ο Κωσταντής το δούλεψε αμέσως στο μυαλό του και το βρήκε βολικό για τα σχεδιάσματά του. Η αποκοτιά του επιλοχία τού ξάνοιγε το δρόμο μια χαρά κι ευθύς σπίθισε στο κεφάλι του η ιδέα ν' αρπάξει την ευκαιρία. Αρχή - αρχή που του το φούρνισε ο επιλοχίας, καμώθηκε το δύσπιστο, έκανε τάχατες πως το συλλογιότανε και στερνά με μαστορεμένη αφέλεια του είπε: - Αφού είναι έτσι κυρ - επιλοχία ταχιά το χάραμα να σκαρφαλώσω στο λόφο για να μου φύγει το μεράκι... ας την αγναντέψω μια φορά κι ας είναι και από αλάργα. Λόγια χαρωπά ξέβγαιναν από το στόμα του Κωνσταντή κι ανθισμένα γέλια ξεπετιόνταν στα χείλη του ότι πια θα αντίκριζε θάλασσα. Εδειξε πως φχαριστήθηκε κι ο επιλοχίας πως θα 'παιρνε τέλος το μαρτύριο του Κωσταντή και του ευχήθηκε με το καλό να κινήσει πρωί - πρωί μην και τον πιάσει ο ήλιος.

Ολοι τώρα στο λόχο αδημονούσαν να δούνε τον Κωσταντή να παίρνει το δρόμο για το λόφο και να το καλαμπουρίσουν σαν θα γύριζε άπραχτος, αφού πίσω από το λόφο μήτε θάλασσα υπήρχε, μήτε λίμνη, μήτε ποτάμι, παρά μονάχα βουνά και φαράγγια.

Με το που χάραξε η μέρα και πριν ο ήλιος αρχίσει ν' αψηλώνει, ο Κωσταντής είχε κρεμάσει στον ώμο του το σακίδιο με τα αναγκαία για το δρόμο και κίνησε για το λόφο. Ο επιλοχίας κι οι φαντάροι, καθώς τον βλέπουν να ξεμακραίνει μ' απλωτές και γρήγορες δρασκελιές, τον κάνανε χάζι και χαμογελούσαν. Οσο εκείνοι τον ακολουθούσαν με το μάτι, τόσο εκείνος άνοιγε βήμα, ίσαμε που έγινε ένα σημαδάκι και χάθηκε. Καταπώς γίνεται με το φυλακισμένο που βγαίνει από την πόρτα της φυλακής και δε γυρνάει να δει ξοπίσω του, όμοια κι ο Κωσταντής δεν πισώστρεψε το κεφάλι να κοιτάξει μήτε με τ' αγκάθι του ματιού του. Ανηφόριζε τον κακοτράχαλο λόφο κι άλλο δεν είχε κατά νου, παρά μονάχα πώς να ξεμακρύνει. Σκαρφάλωνε με πόδια και με χέρια δίχως σταματημό. Επρεπε να μη χάσει την ευκαιρία να λευτερωθεί, να ξεφύγει από το στόμα του λύκου... το είχε αποφασίσει, δε θα γύριζε στο λόχο. Μια φορά ανταμώνει κανείς με την τύχη, σκεφτόταν. Ετσι κι έχανε τούτη την ευκαιρία, αλίμονό του, γιατί τα μαντάτα του νωματάρχη από το νησί του δε θα αργούσαν να φτάσουν και τότε η Μακρόνησος ήταν σίγουρη. Το ήξερε καλά. Πόσα και πόσα παλικάρια δεν την πατήσανε και τώρα τα βασανίζουν οι αλφαμίτες! Με τέτοια λογιάσματα, ανέβαινε αγκομαχώντας, βάδιζε με βιάση κι όσο ο ήλιος αψήλωνε, τόσο τον τσουρούφλιζε κι ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι. Προς στιγμή, έκανε τη σκέψη να κάτσει να ξαποστάσει λίγο, μα τον κυρίεψε ο φόβος μην τον είχαν πάρει καταπόδι και άλλαξε γνώμη. Προχωρούσε κι από τη γρηγοράδα τού κοβόταν η ανάσα. Ενιωθε ξεθεωμένος από την κούραση και την αγωνία και για να ανακόψει το λαχάνιασμα άρχισε να σιγοψιθυρίζει «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα».

Ο ήλιος τώρα αψηλωμένος είχε γίνει καυτερός κι ως στραφτάλιζαν τα βράχια από το λιοπύρι τον τύφλωναν.

Κατά το γιόμα, σιγουρεμένος πια ότι είχε ξεμακρύνει και δεν κινδύνευε, ακούμπησε σ' ένα ξερόβραχο να ξανασάνει λίγο και να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του. Σφάλισε τα μάτια κι αστραπή φώτισε το μυαλό του πως τούτο που έγινε ήταν από τ' αναπάντεχα. Τώρα πρέπει να φτάσω ίσαμε το έλος. Με τούτη τη σκέψη, μια αλαφιασμένη ηρεμία απλώθηκε μέσα του κι ένα χαμόγελο ευχαρίστησης ανέβηκε στα χείλη του.

Πάει πια, λογιάστηκε, τελέψαμε... ας περιμένουν όσο θέλουν, εγώ δε ματαγυρίζω στο λόχο. Σαν ψυχοπιάστηκε λίγο, σηκώθηκε, έφερε γύρα στο λαιμό το μαντίλι του για να τραβάει τον ιδρώτα και κίνησε ξανά το δρόμο του ησυχασμένος.

Ωστόσο, οι φαντάροι περίμεναν το γυρισμό του Κωσταντή και σχεδίαζαν, σαν θα τους έλεγε χολιασμένος πως δε βρήκε θάλασσα, πως το φταίξιμο ήταν δικό του γιατί είχε πάρει λάθος δρόμο. Μα, οι ώρες φεύγουν κι ο Κωσταντής δεν έλεγε να φανεί. Ηρθε το λιόγερμα, έπεσε το νύχτωμα κι ο Κωσταντής άφαντος. Ο επιλοχίας άρχισε να ζορίζεται κι όλο ρωτούσε και ξαναρωτούσε αν πρόβαλε ο Κωσταντής. Μα, κι οι φαντάροι δεν πήγαιναν πίσω και για να μελώσουν την ανησυχία του το ρίξανε στην κουβέντα κι ο καθένας καταπώς τον βόλευε έφτιαχνε τη δικιά του εξήγηση. Μπας κι έπεσε σε κανένα γκρεμό έλεγε ο ένας, μπας κι έχασε το δρόμο αποφαινόταν ο άλλος, μωρέ μήπως τον φάγανε οι κατσαπλιάδες πέταξε κάποιος τρίτος. Κι όσο κύλαγε η ώρα, τόσο οι απορίες κι οι εξηγήσεις πλήθαιναν. Οπότε, ένας δεκανέας έριξε την ιδέα να το πούνε στο λοχαγό. Κουβέντα σε κανέναν ούρλιαξε ο επιλοχίας, που βλαστήμησε την ώρα και τη στιγμή που μπλέχτηκε σ' αυτήν την ιστορία και πρόσταξε: «Θα περιμένουμε να χαράξει, να ξαμοληθούμε και κάπου θα τον πετύχουμε». Λούφαξαν όλοι κι ανόρεχτα ένας ένας τράβηξαν για ύπνο.

Και να! Το μυστήριο της εξαφάνισης του Κωσταντή λύθηκε κοντά τα μεσάνυχτα, σαν έφτασε στα αυτιά τους τ' αντιλάλημα της φωνής του Κωσταντή «πως βρήκε τη θάλασσα κοντά στ' αδέλφια του, τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού και τους καλούσε να έρθουν κι εκείνοι». Η φωνή του μέσα στα βαθιά μεσάνυχτα έμοιαζε με βροντή που σε λίγο θα 'φερνε καταιγίδα. Την άλλη μέρα ο επιλοχίας, με κατεβασμένα μούτρα, στην αναφορά του λόχου τον έφερε «απόντα», για ν' ακολουθήσει υστερότερα η καταγγελία «αυτομόλησης εις τον εχθρόν».


Του
Σταύρου ΚΑΛΦΙΩΤΗ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Αποζημίωση σε συγγενείς νεκρού από σφαίρα (2019-04-17 00:00:00.0)
Θανατάς (2011-08-07 00:00:00.0)
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη (2010-05-30 00:00:00.0)
Καθ' οδόν: Πίσω στην περίοδο της γερμανικής κατοχής (2009-11-15 00:00:00.0)
Ο επιλοχίας (2005-05-22 00:00:00.0)
"Τι διάβολο ζητάτε εδώ εσείς οι Ελληνες;" (1999-04-18 00:00:00.0)