Βεβαίως και η χρηματοδότησή του είναι από τα πιο σημαντικά ζητήματα. Αλλά η ολοκληρωμένη αντιμετώπισή του βάζει το ερώτημα «ποιος πληρώνει;». Οσοι παράγουν και αναπαράγουν την αστική προπαγάνδα επικεντρώνουν ολοένα και περισσότερο στο «πού θα βρεθούν τα 800 δισ. που ζητά ως κρατική χρηματοδότηση κατ' έτος η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, διότι κατά την εκτίμησή της τόσα χρειάζονται τα ασφαλιστικά ταμεία για να «σωθούν». Η πλειοψηφία των ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ, δεν κουράζονται να επαναλαμβάνουν ότι το κρίσιμο σημείο είναι η επέκταση του νόμου Σιούφα, ο οποίος για τους μετά του 1993 ασφαλισμένους καθιέρωσε την τριμερή χρηματοδότηση, (εργάτες, εργοδότες κράτος), αλλά μείωσε και τις κατώτερες συντάξεις, να επεκταθεί και για τους πριν το 1993 ασφαλισμένους. Απ' αυτό εξαρτούν τη «σωτηρία» της ασφάλισης και επειδή, επαναλαμβάνουν, εργοδότες και εργάτες συνεισφέρουν, πρέπει να συνεισφέρει και το κράτος. Σ' αυτό πρέπει να δεσμευτεί η κυβέρνηση διατείνονται, προκειμένου να υπάρξει βάση έναρξης του διαβόητου κοινωνικού διαλόγου.
Το δεύτερο, εξίσου ουσιαστικό, ζήτημα είναι το «ποιος πληρώνει». Γιατί η πείρα έχει αποδείξει ότι αυτοί που σίγουρα πληρώνουν καθολικά, ανελλιπώς και με συνέπεια, εισφορές είναι οι εργαζόμενοι. Οι μεγαλοεπιχειρηματίες, τυγχάνουν κινήτρων μείωσης των εισφορών τους, εισφοροδιαφεύγουν, πληρώνουν όποτε θέλουν κλπ.
Σε ό,τι αφορά την κρατική χρηματοδότηση, βεβαίως πρέπει να πληρώνει και το κράτος. Αλλωστε τα έσοδά του, αποτελούνται σχεδόν καθ' ολοκληρίαν από τους φόρους, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων προέρχεται από τα λαϊκά εισοδήματα. Αλλά, η συζήτηση που αναπτύσσεται τελευταία, απ' αφορμή την πρόταση της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ για τα 800 δισ., είναι αποπροσανατολιστική έως και επικίνδυνη. Γιατί, η μονομέρεια επίμονης προβολής του προβλήματος «κρατική χρηματοδότηση της Ασφάλισης», με δεδομένη, μάλιστα, για την πλειοψηφία της ΓΣΕΕ την εργοδοτική εισφορά, όταν όχι μόνο δεν είναι δεδομένη, αλλά διεκδικείται από τους μεγαλοεπιχειρηματίες έως και απαλλαγή από τις ασφαλιστικές εισφορές, ανοίγει το δρόμο διερεύνησης, πιθανών πηγών κρατικής χρηματοδότησης, οι οποίες αφήνουν αμέτοχους, έξω από την υπόθεση ποιος πρέπει να πληρώσει, τους μεγαλοεπιχειρηματίες, το μεγάλο κεφάλαιο, τα κέρδη. Ολους αυτούς που με τις «ευλογίες» των δικών τους κυβερνήσεων καταληστεύουν τα ασφαλιστικά ταμεία, όχι μόνο γιατί εισφοροδιαφεύγουν, αλλά γιατί τα χρήματα των Ταμείων, γίνονται κεφάλαιο, μέσω δανεισμού τους απ' αυτούς, εις βάρος της εργατικής τάξης, των άλλων λαϊκών στρωμάτων.
Το πρωταρχικό είναι να πληρώσει η εργοδοσία, οι μεγαλοεπιχειρηματίες, το μεγάλο κεφάλαιο. Αλλωστε, τα κέρδη και το κεφάλαιο, είναι η κλεμμένη υπεραξία, από τη δουλιά της εργατικής τάξης και της ανήκει, αλλά την καρπώνεται η πλουτοκρατία. Μέρος της και μάλιστα μικρό είναι αυτό που διεκδικεί η εργατική τάξη, για να έχει δημόσια καθολική υποχρεωτική ασφάλιση, σύμφωνα με τις σύγχρονες ανάγκες.
Επομένως, τούτος ο δρόμος της διερεύνησης στα πλαίσια αυτής της οικονομίας, με δεδομένα τα συμφέροντα των καπιταλιστών για αύξηση των κερδών και του κεφαλαίου, λόγω μονοπωλιακού ανταγωνισμού, και σύνδεση της Κοινωνικής Ασφάλισης και των πόρων, μ' αυτή την προοπτική, είναι αδιέξοδη για την εργατική τάξη. Τέτοια λύση αν δοθεί, θα είναι εις βάρος της. Γι' αυτό και το αίτημα της κρατικής χρηματοδότησης ως προβαλλόμενος όρος από τη ΓΣΕΕ για το διάλογο, τροφοδοτεί ανησυχίες την άρχουσα τάξη ως προς το πώς και από πού θα βρεθούν οι πόροι. Διότι ή οι εργάτες θα πληρώσουν ή το κεφάλαιο. Και οι εργάτες όχι μόνο δεν πρέπει να πληρώσουν, αλλά να μειωθούν οι κάθε είδους εισφορές τους, (ασφαλιστικές, φορολογικές). Πρέπει, λοιπόν, να επαγρυπνεί η εργατική τάξη, κατακτώντας ακόμη πιο πλατιά και ισχυρή αγωνιστική ταξική ενότητα δράσης, κοινή δράση με τ' άλλα λαϊκά στρώματα, γιατί το κεφάλαιο δε θέλει να πληρώσει, ίσα-ίσα επιδιώκει να απαλλαγεί από τις εισφορές, ενώ η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ δεν προβάλλει τέτοιο στόχο, σε συνδυασμό με μείωση των εισφορών των εργατών.
Αντικειμενικά, ένα κοινωνικό πρόβλημα απαιτεί πολιτική λύση. Μόνο που η πορεία του μετώπου της Κοινωνικής Ασφάλισης ανέδειξε ότι η πολιτική αυτή λύση έρχεται σε σύγκρουση με την πολιτική των διαβόητων αναδιαρθρώσεων, της αφαίρεσης δικαιωμάτων των λαϊκών στρωμάτων, που αναδεικνύει την αναγκαιότητα της πάλης ενάντια στην ΟΝΕ, ενάντια στην ολιγαρχία. Στην ουσία αναδεικνύει την αναγκαιότητα παρεμπόδισης εφαρμογής της σημερινής πολιτικής στην πορεία ανατροπής της. Σ' αυτό το δρόμο πολιτικοποίησης του αγώνα μπορεί και πρέπει να σφυρηλατείται στέρεα η ενότητα δράσης της εργατικής τάξης, η κοινή δράση με τ' άλλα λαϊκά στρώματα.