Την Τροία αποτελούν, χωρίς καμία εξαίρεση, όλες οι δισκογραφικές εταιρίες. Και η Ελένη δεν είναι το γνωστό «άδειο πουκάμισο» του Γιώργου Σεφέρη, αλλά η ίδια μας η φωνή. Ας προσέξουν οι τεχνικοί της εξουσίας: έπαιξαν με το λαϊκό τραγούδι όσο κανείς άλλος. Δεν το έκαναν για χρήματα. Αν ήταν αυτό το θέμα, θα έριχναν τα λεφτά τους μόνο στο εμπόριο όπλων και στο χρηματιστήριο. Η πείνα τους όμως για εξουσία τους αναγκάζει, μέσω του τραγουδιού, να παράγουν σκουπίδια, να καταστρέφουν τη γλώσσα, να χοροπηδάνε στο ερείπια του πολιτισμού μας.
Πρέπει να πάρουμε πίσω τη φωνή μας, με κάθε τρόπο. (Θυμάμαι στη Χούντα, μέσα στη φωτιά του Πολυτεχνείου, στις συνεδριάσεις της Επιτροπής Κατάληψης είχε προταθεί να καταληφθούν, ανάμεσα στα άλλα, και τα κτίρια των δισκογραφικών εταιριών). Η συναυλία λοιπόν στο Ηρώδειο είναι για όσους έχουν χάσει τη φωνή τους. Στον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου θα καταλάβουμε γιατί όλοι είμαστε ίσοι. Και με το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» θα βρεθούμε μπροστά στα καθήκοντά μας.
Η γενιά μου δεν πήγε εξορία, δε βασανίστηκε όσο οι παλιοί αγωνιστές, δεν της έσπαγαν κάθε μέρα το κεφάλι σε μια διαδήλωση. Εχουν βάλει το μυαλό μας σε μια γυάλα και το αναλύουν άνθρωποι που ασκούν το πιο βαρύ επάγγελμα, αυτό του ιατρού ψυχής (δηλαδή του Θεού;) και μετά το τέλος της ανάλυσης, χωρίς να το θέλουν, μας παραδίδουν στους δύο φανατικούς μας εχθρούς: την πρέζα και τους παπάδες. Η πρέζα μας βάζει να σκάβουμε μόνοι τον τάφο μας, όπως στο Αουσβιτς, και οι παπάδες περιμένουν σαν τα κοράκια να αρπάξουν ό,τι έχει απομείνει από την κουρασμένη μας ψυχή. Χάθηκε χρόνος. Και μέσα στην Ιλιάδα της καθημερινότητας ποιος μπορεί να το συγχωρέσει αυτό σ' έναν πολεμιστή...
Γι' αυτό στο Ηρώδειο η συναυλία αφορά όσους έχασαν χρόνο και όσους πιστεύουν ότι το παιχνίδι δεν έχει τελειώσει. Ο Μίκης είναι ο ηνίοχος που θα μας πηγαίνει για πάντα στη μάχη, μέσα από τους στίχους της Ιλιάδας (κεφ. Τ, 397-402): «Πίσω του ανέβηκε ο Αχιλλέας οπλισμένος, αστράφτοντας μέσα στα όπλα του σαν φωτοβόλος Υπερίονας, και φώναζε φοβερά προστάζοντας τα άλογα του πατέρα του: Ξάνθε και Βαλίε, ξακουσμένα παιδιά της Παδάργης, έχετε το νου σας τούτη τη φορά να σώσετε τον ηνίοχό σας πάλι πίσω στο στρατό των Αχαιών, όταν πια σταματήσουμε τον πόλεμο».