Παρασκευή 29 Ιούλη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΑΙΝΙΩΝ
Κινηματογραφική δροσιά στα τέλη του Ιούλη

Είμαι ευτυχής που μπορώ να σας συστήσω ανεπιφύλαχτα όλες τις ταινίες της βδομάδας. Ακόμα και τη βίαιη και «ψεύτικη» αμερικάνικη ταινία Edison. Ακόμα και αυτή έχει επιμέρους αρετές. Αριστος ο «Ταχυδρόμος Χτυπάει πάντα Δυο Φορές». Από κοντά και «Οι Εντιμότατοι Φίλοι Μου Νο 2». Μικροαστική, αλλά «γενναία» η γαλλική ταινία Sansα. Και τέλος μια ντόπια και αρκετά ευχάριστη έκπληξη. Η ελληνική ταινία «Είναι Ο Θεός Μάγειρας;». Αν «πετούσε» λίγο θα «φεύγαμε» μαζί της.

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΤΖ. ΜΠΕΡΚ
Edison

Και το κερασάκι της βδομάδας. Μια ακόμα βίαιη αμερικάνικη αστυνομική ταινία. Ενας νεαρός δημοσιογράφος μαθαίνει πώς να γίνει δημοσιογράφος! Και βρίσκεται αντιμέτωπος με τη διαφθορά και τους διεφθαρμένους. Και τα βάζει, αυτός ο άβγαλτος και αθώος νεανίας, με όλων των αποχρώσεων τη μαφία (πολιτική, εμπόριο όπλων, ναρκωτικά) και τους κατατροπώνει! Εντάξει, όχι εντελώς μόνος του. Του συμπαραστέκεται ο αρχισυντάκτης του, και δάσκαλός του, και ο καλός και τίμιος αστυνομικός. Τα γνωστά!..

Οι Αμερικάνοι κινηματογραφιστές είναι ελεύθεροι να καταγράψουν την πραγματικότητα (και την καταγράφουν άριστα), φτάνει η κάθαρση να προκύψει από το ίδιο το σύστημα. Και εκεί βρίσκεται η ψευτιά της αμερικάνικης ταινίας (εκτός των - ολίγων - εξαιρέσεων). Στη λύση που δίνεται στο πρόβλημα. Ο καπιταλισμός, που γεννάει το έγκλημα, μπορεί, λένε οι ταινίες (όχι η ζωή), να το τιμωρεί και να το εξαφανίζει!

Από το ίδιο σύνδρομο πάσχει και η ταινία Edison. Οσο περιγράφει τη διαφθορά και τους διεφθαρμένους είναι σχεδόν άριστη. Οταν, όμως, έρχεται η ώρα του απολογισμού (της τιμωρίας), τα στρίβει. Γίνεται βίαιη, σκληρή, χαλάει τον κόσμο με το πιστολίδι και τους σκοτωμούς. Και μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό, πού μυαλό να σκεφτείς. Το ανιστόρητο και αντιπραγματικό «τέλος» σου επιβάλλεται με ένεση. Βγαίνεις από την αίθουσα, βέβαιος, πως η «Αμερική ποτέ δεν πεθαίνει»!

Παίζουν: Μόργκαν Φρίμαν, Ελ Ελ Κουλ Τζέι, Τζάστιν Τίμπερλεϊκ, Κέβιν Σπέισι, Ντίλαν ΜακΝτέρμοτ, Τζον Χερντ, Πάιπερ Περάμπο, Κάρι Ελβς.

SIEGFRIED
Sansa

Ο Sansa είναι άλλου «είδους ταραχή»! Δεν πρόκειται, απλώς, για μια ταινία. Πρόκειται για ένα κινηματογραφικό πείραμα. Για ένα τρελό και απρογραμμάτιστο ταξίδι της κινηματογραφικής μηχανής στον κόσμο. Για μια προσπάθεια προσέγγισης πολιτισμών με τον κινηματογραφικό φακό. Και μέχρι εδώ της βγάζεις το καπέλο. Τα προβλήματα προκύπτουν, όταν ανακαλύψεις πως αυτό το απρογραμμάτιστο ταξίδι είναι τελείως απρογραμμάτιστο! Δεν έχει στόχο.

Ενας νεαρός Γάλλος (με καταγωγή από τον «τρίτο» κόσμο), ο οποίος συνειδητά επιβιώνει κάνοντας διάφορες δουλιές του ποδαριού, αποφασίζει να «ταξιδέψει». Να ταξιδέψει και να γνωρίσει τον κόσμο με τους δικούς του, όμως, κανόνες. Χωρίς «θεωρημένα» χαρτιά, χωρίς εισιτήρια και χωρίς χρήματα.

Φυσικά, αυτό το ταξίδι, γίνεται ταξίδι μετ' εμποδίων. Σε όποια χώρα βρεθεί, θα αντιμετωπίσει δυο κόσμους. Το επίσημο κράτος με τους νόμους και τα όργανά του, που τον κυνηγούν ανελέητα, και τους απλούς ανθρώπους, που τον υποδέχονται και μοιράζονται μαζί του το ψωμί, τις εμπειρίες, τον έρωτα.

Παράλληλο ταξίδι με τον νεαρό «κοσμοπολίτη», αλλά από άλλες αφετηρίες, για τους ίδιους όμως λόγους, κάνει και ένας ηλικιωμένος φίλος του, μαέστρος κλασικής μουσικής. Τα δυο αυτά πρόσωπα «τυχαία» ανταμώνουν σε διάφορες πολιτείες του κόσμου. (Το ταξίδι περιλαμβάνει 17 χώρες και τέσσερις ηπείρους). Εκεί ψιλοφιλοσοφούν, ερωτεύονται, κάνουν νέες, όμοιες με αυτούς γνωριμίες («περιθωριακοί»). Και πάλι από την αρχή...

Γιατί, όμως, όλα αυτά; Για να δοθεί η δυνατότητα στον κινηματογραφικό φακό να καταγράψει κάποιες (αρκετές) εξαιρετικές εικόνες. Κυρίως πρόσωπα. Μάτια, χείλη, χέρια. (Οι εικόνες της Ινδίας είναι οι καλύτερες). Εντάξει, να καταγράψει και κάποιες ψηφίδες διαφορετικών πολιτισμών. Από εκεί και πέρα αδιέξοδο. Ο νεαρός ταξιδιώτης, και ο μαέστρος φίλος του μένουν από ...ενδιαφέροντα! Αλλάζουν χώρες, αλλάζουν φίλους, τα πράγματα, όμως, καθώς και οι ίδιοι παραμένουν όπως όταν ξεκίνησαν το ταξίδι. Και αυτό δεν είναι ούτε φυσιολογικό, ούτε λογικό.

Βλέποντας τον Sansa διαπιστώνεις πως ο δημιουργός του είναι στην κυριολεξία δημιουργός: Εκανε την παραγωγή, έγραψε το σενάριο, σκηνοθέτησε, «τράβηξε» τη φωτογραφία, έγραψε τη μουσική, κλπ., είναι ένα πολύ ταλαντούχο άτομο. Ενα άτομο, όμως, που το ταλέντο του δεν ακουμπάει πάνω σε στέρεα ιδεολογία. Μουσικός του δρόμου ο ίδιος κάποτε, θεωρεί πως ο άνθρωπος είναι μια πεταλούδα, που πετάει όπου της καπνίσει. Δεν μπαίνει στον κόπο να αναρωτηθεί, δεν το κάνει και η ταινία του, πώς δημιουργούνται τάχαμου αυτοί οι πολιτισμοί που αυτός θέλει να γνωρίσει; Από ανθρώπους, που ταξιδεύουν χωρίς πρόγραμμα; Από ανθρώπους, που απλώς παίζουν κλεφτοπόλεμο με την αστυνομία;

Εκεί, λοιπόν, πάσχει η ταινία. Ενώ είναι ένα παθιασμένο κινηματογραφικό έργο, δε διαθέτει πολιτική σκέψη. Ή, για την ακρίβεια, διαθέτει μικροαστική πολιτική σκέψη. (Ολα τα πράγματα γίνονται από μόνα τους). Διαθέτει, όμως, αρκετό αντικομμουνισμό (άλλη μια μικροαστική αμαρτία). Αντισταλινισμό, πιστεύει η ίδια η ταινία. Λες και δεν είναι το ίδιο πράγμα (σχόλιο του μαέστρου στη Μόσχα).

Ο ίδιος ο σκηνοθέτης, πάντως, όταν έφτασε στην Αμερική, για να παρακολουθήσει φεστιβάλ, στο οποίο παιζόταν η ταινία του, χωρίς κανένα λόγο και κατηγορία συνελήφθη. Κλείστηκε τρεις μέρες σε κάποιο κελί. Πάλι χωρίς καμία εξήγηση φορτώθηκε στο αεροπλάνο και τον «επέστρεψαν» στη Γαλλία. (Αυτός, σε αντίποινα, απαγόρευσε να παιχτεί η ταινία του στις ΗΠΑ).

Παίζουν: Ροσσντί Ζεμ, Ιβρι Γκίτλις (αληθινός βιολονίστας και μαέστρος), Εμα Σοάρες.

ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΝΙΖΗΡΗΣ
Είναι ο θεός μάγειρας;

Δεν ξέρω εάν ο «Θεός» είναι «Μάγειρας», ούτε με νοιάζει! Ο κόσμος, σίγουρα, έχει μεγαλύτερα προβλήματα, από τις (όποιες) «γεύσεις». (Η τέχνη δεν έχει λόγους ύπαρξης, όταν δεν ασχολείται με τα σημαντικά. Ή, όταν δεν κάνει τα ασήμαντα σημαντικά). Εκείνο, πάντως, που πρέπει να σημειώσουμε, είναι το γεγονός πως ο 38χρονος Ελληνας σκηνοθέτης, έχει παρατηρητικότητα και αξιοπρόσεκτες σκηνοθετικές ικανότητες. Με ένα θέμα αδιάφορο, έως και τελείως ανύπαρκτο (με τον τρόπο, τουλάχιστον, που το διαχειρίστηκαν οι συγγραφείς του), κατόρθωσε να τραβήξει την προσοχή μας. Να μας αναγκάσει να δούμε την ταινία του με σεβασμό.

Ενας αδιάφορος νεαρός, που άλλαζε δουλιές, αλλά και γυναίκες, με μεγάλη ευκολία, μόλις ανακαλύπτει το ταλέντο του στη μαγειρική, βρίσκει, δηλαδή, την «ουσία» της ζωής του, γίνεται άλλος άνθρωπος. Αφοσιώνεται. Αφοσιώνεται τόσο στη δουλιά (του) όσο και σε μια γυναίκα. Και αρχίζει να αναζητάει με πάθος και επιμονή την «τελειότητα». Προσπαθεί να φτιάξει το «τέλειο» φαγητό και παράλληλα την «τέλεια» προσωπική ζωή. Στο τέλος του ταξιδιού του, παρότι θα ανακαλύψει πως δεν υπάρχει η Ιθάκη, θα έχει γίνει σοφότερος! Και όλα αυτά μέσα από «κωμικές» καταστάσεις.

Η παραπάνω «υπόθεση του έργου», δυστυχώς, δεν αναπτύχθηκε σε μεγαλύτερο βάθος. Το σενάριο δεν άνοιξε κάποιο μεγαλύτερο παράθυρο, για να μπει μέσα κάποιος υπαινιγμός, κάποιο υπονοούμενο, κάτι, τέλος πάντων, που θα μας επέτρεπε να κάνουμε αλληγορικούς, έστω, συνειρμούς. Συνειρμούς μεγαλύτερους από αυτά, τα ασήμαντα και, τελικά, αδιάφορα, που συμβαίνουν στην οθόνη. Η επιμονή, παράλληλα, των διαλόγων, γύρω από τις συνταγές των φαγητών, χωρίς και αυτοί να έχουν διάθεση να πούνε άλλα πράγματα από αυτά που ακούγονται, έκανε την ταινία μονοδιάστατη. Με αποτέλεσμα να εξαντληθεί γρήγορα. Και, τελικά, να εγκλωβίσει και το θεατή στη «μικρή» δική της λογική και να μην του επιτρέψει να πετάξει, να φανταστεί!.. Ετσι, η κωμωδία έμεινε απλώς κωμωδία. Δεν έγινε εργαλείο ανατροπής, δεν έφερε αναστάτωση, δεν προκάλεσε καταλυτικό γέλιο, δεν προβλημάτισε. Ηταν και παρέμεινε μια «καθωσπρέπει» ταινία!

Και, ωστόσο, ο σκηνοθέτης αφηγήθηκε (κινηματογράφησε) σωστά την άτονη, κατά τη γνώμη μας, ιστορία. Και έδειξε πως δε στερείται ικανότητας να μιλήσει με τη γλώσσα του κινηματογράφου. Οι σκηνές του και τα πλάνα του, παρότι το μεγαλύτερο μέρος τους κινήθηκαν μέσα σε ελάχιστους και «στενούς» - και «άχρωμους» - χώρους, αναπτύχθηκαν με φαντασία και ικανοποιητική ποικιλία. Η γραφή της έχει συνέπεια και, για να χρησιμοποιήσουμε και έκφραση της «μόδας», σεμνότητα. Δε φωνάζει, δεν αυθαδιάζει, δεν επιδεικνύεται. Και η σκηνοθεσία, κατά τη γνώμη μου, εγκλωβίστηκε από την έλλειψη φαντασίας του σεναρίου. Το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, είχε τις δυνατότητες, αλλά δεν τόλμησε!

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στους ηθοποιούς (και στον σκηνοθέτη, που τους «δίδαξε», βέβαια). Τόσο ο νεαρός πρωταγωνιστής της, όσο και οι υπόλοιποι ηθοποιοί ήταν όλοι «εκεί». Συγχρονισμένοι. Ο θεατής, που θα πλησιάσει την ταινία, σε καμία περίπτωση δε θα νιώσει εξαπατημένος. Γιατί είναι μια σοβαρή δουλιά.

Παίζουν: Γιώργος Καραμίχος, Γιώργος Νάκος, Θεοδώρα Τζίμου, Ιωάννα Τσιριγκούλη, Αλεξία Καλτσίκη, Ηλίας Πετρόπουλος, Αρτό Απαρτιάν, Ρένος Μάντης.

ΜΑΡΙΟ ΜΟΝΙΤΣΕΛΙ
Εντιμότατοι φίλοι μου Νο 2

Η παλιοπαρέα...
Η παλιοπαρέα...
Ολοι μπορούν να σφάλουν! Το γενικό αυτό κανόνα δεν μπόρεσε να αποφύγει ούτε ο Μάριο Μονιτσέλι. Και μιλάμε για έναν πολύ σοβαρό σκηνοθέτη. («Οι Σύντροφοι», «Ο Κλέψας του Κλέψαντος», «Πίσω από τα Κλειστά Παράθυρα», «Ο Μεγάλος Πόλεμος», «Οι Γενναίοι του Μπρανκαλεόνε» κ.ά.). Υπέκυψε, και αυτός, στον αχόρταγο θεό του εμπορίου, Ερμή, και δεν αρκέστηκε στους πρώτους «Εντιμότατους Φίλους μου» (1975). Ταινία που καταχωρήθηκε στην παγκόσμια κινηματογραφική ανθολογία.

Θέλοντας να επωφεληθεί - και να εξαργυρώσει - την ανταπόκριση του κόσμου, που γνώρισε αυτό το κινηματογραφικό μικρό διαμάντι, επτά χρόνια αργότερα (1982) προχώρησε στους «Εντιμότατους Φίλους μου Νο 2». Εκανε, δηλαδή, ένα κινηματογραφικό σίριαλ! Με τους ίδιους πρωταγωνιστές και το ίδιο πάνω κάτω θέμα. Με αποτέλεσμα, όπως είναι φυσικό, να επαναλαμβάνεται.

Η ίδια η ταινία, αν δεν υπήρχε η προηγούμενη, δεν είναι καθόλου κακή. Ο θεατής, που δεν είδε τους πρώτους «Φίλους», θα διασκεδάσει αρκετά. Εκείνος που έχει δει τους πρώτους, χωρίς να το θέλει, θα κάνει συγκρίσεις. (Αυτό δε σημαίνει πως δε θα διασκεδάσει και εκείνος). Το χιούμορ και εδώ είναι πηγαίο και λαϊκό. Τα επεισόδια έχουν πρώτο και δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης. Αυτά που βλέπεις στην οθόνη, και φαντάζουν απλοϊκά, έχουν και το βάθος τους, που είναι η αντίσταση στις αναποδιές της ζωής. Η αντίσταση στη σοβαροφάνεια. Η αντίσταση στη μελαγχολία. Η κυριότερη, ίσως, αξία της ταινίας είναι το «μήνυμά» της. Οι ήρωές της, η ίδια η ταινία είναι ένας «ύμνος στη χαρά». Ενας ύμνος στην αισιοδοξία.

«Οι Εντιμότατοι Φίλοι μου Νο 2», είναι και αυτά παιδιά, έστω και έγχρωμα, του ιταλικού νεορεαλισμού. Του κινήματος που αναστάτωσε τον κινηματογράφο με την ειλικρίνειά του και την απλότητά του. Του κινήματος που ζωγράφιζε με σαφήνεια και καθαρότητα την ίδια τη ζωή. Οχι τη ζωή που βλέπει το «γυμνό» μάτι, αλλά ο έμπειρος και πολιτικοποιημένος «φακός», που διαπερνά την κρούστα και προχωρά στην ουσία.

Μια ομάδα μεσήλικων φίλων, ζώντας ο καθένας με τα προβλήματά του, σκαρώνουν διάφορες φάρσες, πότε σε βάρος άλλων και πότε σε βάρος του εαυτού τους. Σε πρώτο επίπεδο φαντάζουν ανέμελοι και κενοί. Στην ουσία, όμως, «Οι Εντιμότατοι» είναι άτομα γεμάτα συναισθήματα. Βαθιά αισιόδοξοι δεν επιτρέπουν στους εαυτούς τους να νικηθούν από το δράμα. Το μετατρέπουν σε κωμωδία και με αυτό τον τρόπο το διαχειρίζονται ευκολότερα. Η κωμωδία, βέβαια, γίνεται πικρή κωμωδία.

Και στους «Εντιμότατους Νο 2», Ο Μάριο Μονιτσέλι, δεν κάνει μόνο φάρσες. Κάνει και κοινωνικά σχόλια, όπως και στην πρώτη ταινία. Κοινωνικά σχόλια με διακριτικότητα και προσοχή διατυπωμένα. Οχι από φόβο να πει την αλήθεια με το όνομά της, αλλά από διάθεση να μη γίνει υπέρμετρα διδακτικός.

Παίζουν: Ούγκο Τονιάτσι, Γκαστόν Μοσκίν, Αντόλφο Τσέλι, Ρέντζο Μοντανιάνι κ.ά.

ΤΕΪ IΓΚΑΡΝΕΤ
Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές

Λάνα Τάρνερ, Τζον Γκάρφιλντ
Λάνα Τάρνερ, Τζον Γκάρφιλντ
Η ταινία συμπληρώνει 60 χρόνια ζωής! Και μόνον το γεγονός πως ξαναβρίσκεται στις αίθουσες, καταδείχνει τη διαχρονική αξία της. Ο σημερινός θεατής σίγουρα έχει να κερδίσει με την επαφή μαζί της. Γιατί θα δει έναν κινηματογράφο που αποπνέει, ακόμα, μαγεία. Ολα στην ταινία είναι, ας το πούμε έτσι, «μυθικά». Η πανέμορφη, και μοιραία, Λάνα Τάρνερ. Η παρουσία της και μόνο γεμίζει την οθόνη. Ο χαρισματικός, και αδικοχαμένος, σε ηλικία μόλις 39 χρόνων (θύμα του μακαρθισμού), Τζον Γκάρφιλντ. Ενας ηθοποιός, που εκπέμπει ήθος. Αλλά και ο πολύ καλός, επίσης, ηθοποιός Σέσιλ Καλαγουέι (σύζυγος).

Η ταινία βασίζεται σε μια νουβέλα του Τζέιμς Μ. Κέιν. Ενός συγγραφέα που παίζει με το «έγκλημα και την τιμωρία». Η νουβέλα και η ταινία, άλλωστε, θεωρήθηκαν «τολμηρές». Και ήταν. Ιδιαίτερα, στην εποχή τους. Ο ερωτισμός τους ήταν βόμβα στα συντηρητικά θεμέλια της αμερικανικής κοινωνίας. Βόμβα, επίσης, ήταν και η συζυγική απιστία.

Αντιδράσεις προκάλεσε και η δεύτερη «βερσιόν» της ταινίας, που γυρίστηκε το 1981, από τον Μπομπ Ράφελσον, με πρωταγωνιστές τους Τζέσικα Λανγκ και Τζακ Νίκολσον. Ελεύθερη διασκευή της συγκεκριμένης νουβέλας ήταν και η πρώτη ταινία του Λουκίνο Βισκόντι, το «Επίμονο Πάθος» (1942). Η νουβέλα «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές», έγινε, επίσης, και θεατρικό έργο (αυτόν τον καιρό παίζεται στο Λονδίνο).

Ενας άνεργος νεαρός έχει μόλις αρνηθεί τη δουλιά, που του προσφέρθηκε από τον ιδιοκτήτη ενός απομονωμένου μοτέλ. Λίγο πριν γυρίσει να φύγει κυλάει στα πόδια του ένα κραγιόν! Σκύβει. Το πιάνει και σηκώνεται να το προφέρει στην κάτοχο. Και τη βλέπει! Αμέσως όλα ανατρέπονται! Μένει!

Ο νεαρός άνεργος και η γυναίκα του ιδιοκτήτη ερωτεύονται παράφορα. Θέλουν να φύγουν κρυφά. Ομως, είναι και οι δυο τόσο άφραγκοι! Στο μυαλό τους μπαίνει το έγκλημα. Το οποίο, μετά από περιπέτειες, διαπράττουν. Αμέσως μετά, όμως, ο φόβος και η υποψία εισέρχονται στη σχέση τους. Η ιστορία θα ολοκληρωθεί με ένα τραγικό τέλος. (Το παιχνίδι του «εγκλήματος και της τιμωρίας» του συγγραφέα, που λέγαμε)!

Αυτή η πολυεπίπεδη ιστορία, που είναι γεμάτη απρόοπτα και ανατροπές, έχει κινηματογραφηθεί με ρυθμούς καλπασμού από τον Τέι Γκάρνετ (1884-1977). Ενα σκηνοθέτη, που έχει στο σκηνοθετικό ενεργητικό του πάνω από 68 ταινίες και σίριαλ για την τηλεόραση και άλλες τόσες σαν παραγωγός ή ηθοποιός! Η ταινία σε καμία στιγμή δεν ξεπέφτει σε φτήνιες. Εχει συνέπεια τόσο στην ατμόσφαιρα όσο και στην αφήγηση. Η θαυμάσια ασπρόμαυρη φωτογραφία υπογραμμίζει τη δραματικότητα της ιστορίας και των γεγονότων. Οι σκιές και το φως, επίσης, προσφέρουν πολλά στο μυστήριο και την ίντριγκα.

Το ζευγάρι, φυσικά, δεν είναι επαγγελματίες ή πωρωμένοι δολοφόνοι. Γι' αυτό και ποτέ - και με τίποτα - δε θα μπορέσουν να απαλλαγούν από το έγκλημα που διέπραξαν. Και αυτή η πραγματικότητα κάνει τα πράγματα ενδιαφέροντα, μεγαλώνει ακόμα περισσότερο το σασπένς της ταινίας. Αλλά δικαιολογεί και την κάθαρση που προκύπτει, και με τον τρόπο που προκύπτει, στο τέλος.

Παίζουν: Λάνα Τάρνερ, Τζον Γκάρφιλντ, Σέσιλ Καλαγουέι κ.ά.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ