Μόνο οι 352.000 από τους πάνω από 800.000 μετανάστες κατάφεραν να πάρουν την εξάμηνη άδεια παραμονής. Οι υπόλοιποι περιμένουν τη στιγμή της απέλασης και μάλιστα με έξοδά τους...
Οταν στις 5 Ιούνη 2001 ξεκίνησε η διαδικασία κατάθεσης από τους αλλοδαπούς των απαραίτητων δικαιολογητικών ώστε να αποκτήσουν την προσωρινή εξάμηνη άδεια παραμονής, η κυβέρνηση ισχυριζόταν ότι ο κρατικός μηχανισμός είναι πανέτοιμος και οι μεταναστευτικές οργανώσεις πληροφορημένες. Ο πρώτος ισχυρισμός καταρρίφθηκε από την πρώτη κιόλας μέρα, οπότε και παρατηρήθηκαν ουρές στους δήμους όπου κατέθεταν οι μετανάστες τα χαρτιά τους και στο υπουργείο Εξωτερικών όπου πήγαιναν ορισμένα για μετάφραση.
Τα δικαιολογητικά που απαίτησε η κυβέρνηση για να μπορέσει να πάρει κάποιος την προσωρινή άδεια παραμονής ισοδυναμούσαν είτε με την αφαίμαξή τους, είτε με την απέλασή τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι το κράτος υπολογίζεται πως γέμισε με 20 δισ. δραχμές τα ταμεία του, από την τσέπη των μεταναστών, ενώ από τους περίπου ένα εκατομμύριο αλλοδαπούς που βρίσκονται στη χώρα μας, μόνο 352.000 κατάφεραν να προσκομίσουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Η κυβέρνηση απαιτούσε από τους μετανάστες να αποδείξουν ότι βρίσκονται στην Ελλάδα για τουλάχιστον ένα χρόνο - εξωθώντας τους περισσότερους που δεν μπορούσαν να το κάνουν, σε εξαγορά ενσήμων ενός έτους, κόστους μέχρι και 500.000 δραχμών και να πληρώσουν παράβολο 50.000 δραχμών μαζί με την αίτηση προσωρινής άδειας.
Γίνεται φανερό ότι πολλοί αλλοδαποί που ζουν παραπάνω από ένα χρόνο στη χώρα, δουλεύουν ή δούλευαν ανασφάλιστοι και μένουν σε σπίτια φίλων, πολλές φορές αρκετοί μαζί, δεν μπόρεσαν να πάρουν προσωρινή άδεια παραμονής, ακριβώς επειδή δεν είχαν τα χρήματα να την εξαγοράσουν. Γι' αυτούς η κυβέρνηση δείχνει το δρόμο της απέλασης, όπως έχουν καταστήσει σαφές αρμόδια κυβερνητικά χείλη.
Οσοι τελικά τα κατάφεραν, είναι αβέβαιο αν θα μπορέσουν να παραμείνουν στη χώρα και μετά τους έξι μήνες, αφού θα πρέπει στο διάστημα αυτό να βρουν δουλιά για να μπορέσουν να παραμείνουν στη χώρα. Δηλαδή στις 2 Φλεβάρη αναμένεται να ξεκινήσει ο δεύτερος γύρος των απελάσεων. Ο χρονικός αυτός περιορισμός καθιστά τους μετανάστες ακόμα πιο ευάλωτους στους όρους της εργοδοσίας για φτηνή εργατική δύναμη.
Σύμφωνα με πηγές από το υπουργείο Εσωτερικών, δεν έχει ολοκληρωθεί η απόδοση της κάρτας προσωρινής παραμονής και στους 352.000. Κάτι τέτοιο γίνεται σταδιακά, ενώ προκειμένου να διευκολυνθεί το... «έργο» της απέλασης, όσοι κατάφεραν και κατέθεσαν τα απαραίτητα δικαιολογητικά και δεν έχουν πάρει ακόμα στα χέρια τους την κάρτα, διαθέτουν ένα αποδεικτικό χαρτί. Οσοι δεν το διαθέτουν, διώχνονται από τη χώρα και μάλιστα επιβαρύνονται με τα έξοδα.
Την ίδια τύχη αναμένεται να έχουν και πολλοί από τους 352.000, αφού δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα βρουν δουλιά - προϋπόθεση για να μείνει κάποιος στη χώρα. Οσοι το καταφέρουν, θα πρέπει να πληρώσουν και πάλι για μια σειρά δικαιολογητικών που απαιτούνται. Πάντως στη δεύτερη φάση νομιμοποίησης, οι μετανάστες δεν προβλέπεται να πληρώσουν παράβολο, όπως έγινε στην πρώτη.
Σημαντικό πρόβλημα προκύπτει για όσες οικογένειες μεταναστών βρίσκονται στη χώρα με τους υπερήλικες γονείς τους, οι οποίοι δεν μπορούν να εργαστούν και κατά συνέπεια να λάβουν άδεια παραμονής. Ως μέλη της οικογένειας - που σημαίνει ότι μπορούν να παραμείνουν στη χώρα για λόγους οικογενειακής συνένωσης - θεωρούνται ο ή η σύζυγος και τα άγαμα παιδιά κάτω από 18 χρόνων.
Τα τελευταία χρόνια ζουν στη χώρα μας. Είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Ο συνάδελφος στην επιχείρηση, ο συμμαθητής στο σχολείο, ο διπλανός θαμώνας στο καφενείο, στη διασκέδαση, στον κινηματογράφο. Εδώ και 10 περίπου χρόνια, το αυτί μας έχει συνηθίσει να ακούει αυτούς τους ανθρώπινους ήχους, που βγαίνουν από χιλιάδες στόματα που ήρθαν στην Ελλάδα ψάχνοντας τη σωτηρία ή μια καλύτερη τύχη. Σε πολλές γειτονιές, το «καλημέρα» δεν ακούγεται, πλέον, μόνο στα ελληνικά, αλλά και στα αλβανικά, στα αραβικά, στα βουλγάρικα, στα ρωσικά, στα κουρδικά.
Οι μετανάστες είναι από 800.000-1.000.000 και αυξάνονται την περίοδο του καλοκαιριού, με τους εποχιακούς εργάτες. Οι περισσότεροι είναι παράνομοι και υποχρεωμένοι να δουλεύουν «μαύρη» εργασία. Η άρχουσα τάξη θέλει τη μαύρη εργασία για να καταπιέζει συνολικά την εργατική τάξη και να καθηλώνει τα μεροκάματα, ενώ στην αγροτική οικονομία τα προϊόντα γίνονται πιο φθηνά για τους εμπόρους.
Το «εισιτήριο του παραδείσου» για πολλούς από αυτούς ήταν τσουχτερό. Δυο με τρεις χιλιάδες δολάρια παίρνουν, το «κεφάλι», οι λαθρομεταφορείς. Μεγάλες και οι «ταρίφες» που πληρώνουν για βίζες οι αλλοδαποί σε πρεσβείες και προξενεία της χώρας μας στο εξωτερικό. Αρκετοί πουλάνε όλη την περιουσία τους για να ρισκάρουν ένα ταξίδι. Οταν φτάσουν στη χώρα μας, τους περιμένει το χαμηλό μεροκάματο, το υπόγειο διαμέρισμα σε κάποια υποβαθμισμένη συνοικία, η βαριά και βρώμικη χειρωνακτική εργασία.
Για να γίνει προσωρινά νόμιμος ο μετανάστης, κατέβαλε 50.000 δραχμές παράβολο κι όσοι δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι κατοικούν στην Ελλάδα τον τελευταίο χρόνο έδωσαν μέχρι και 500 χιλιάρικα για να αγοράσουν ένσημα. Επιπλέον ξόδεψαν χρήματα για μεταφράσεις, διευκολύνσεις από επιτήδειους, πολλοί έχασαν μεροκάματα, αφού στήθηκαν ώρες και μέρες στις ουρές των δημοτικών καταστημάτων. Συνολικά, έδωσαν στο ταμείο του κράτους περίπου 20 δισεκατομμύρια δραχμές. Ανάλογη οικονομική αφαίμαξη αναμένεται να υποστούν και εκείνοι οι μετανάστες, που θα καταφέρουν να βρουν δουλιά και να πάρουν, έτσι, άδεια παραμονής για ένα χρόνο. Μετά θα ακολουθήσουν και άλλα δικαιολογητικά που κοστίζουν. Ολα αυτά γίνονται για να εξυπηρετήσουν τις ...ανάγκες της οικονομίας, που είναι η εξασφάλιση ενός φτηνού εργατικού δυναμικού. Σε κάθε περίπτωση, η παραμονή του μετανάστη στη χώρα θα εξαρτάται από τις «ανάγκες» των επιχειρήσεων.
Οι πρόσφυγες, πάλι, περιμένουν τη χορήγηση πολιτικού ασύλου, που δίνεται, πλέον, με το σταγονόμετρο. Υπολογίζεται ότι έχει δοθεί πολιτικό άσυλο σε 6.500 άτομα από την ...εποχή που χορηγείται. Ανυπολόγιστοι είναι αυτοί που παραμένουν επί χρόνια στην Ελλάδα και περιμένουν μένοντας παράνομα. Ανύπαρκτοι και οι χώροι υποδοχής τους, πράγμα που αποδείχνει ότι η Ελλάδα δεν επιθυμεί και τόσο την παρουσία τους στο έδαφός της. Ετσι, αυτοί οι άνθρωποι στερούνται βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η πρόσβαση στο σύστημα υγείας, δεν έχουν άδεια εργασίας, δεν μπορούν να βρουν στέγη.
Από την άλλη μεριά, η πλειοψηφία των ΜΜΕ βομβαρδίζει το κοινό της με τα πολεμικά δελτία εγκληματικότητας. Ξαφνικά, γεμίσαμε αλλοδαπούς μαφιόζους, ανακαλύψαμε το οργανωμένο έγκλημα, σαν να μην υπήρχαν έμποροι ναρκωτικών πριν έρθουν αλλοδαποί στη χώρα μας. Ομως, δε βγάζουν «τσιμουδιά» για τα εγκλήματα που γίνονται στις πλάτες των αλλοδαπών. Ακόμα και το μεγάλο πρόβλημα της καταναγκαστικής πορνείας το ...προβάλλουν με γαργαλιστικές ημίγυμνες εικόνες καλλίγραμμων νεαρών γυναικών.
Η έρευνα του «Ρ», το πρώτο μέρος της οποίας δημοσιεύεται σήμερα, φιλοδοξεί να δείξει αυτήν, την άλλη, πραγματικότητα. Το έγκλημα, δηλαδή, που συντελείται, με χώρο δράσης τους μετανάστες και τους πολιτικούς πρόσφυγες. Δράστες σ' αυτό δεν είναι κάποιοι γνωστοί κακοποιοί, αλλά το κράτος, οι εργοδότες, κρατικά όργανα, Ελληνες πολίτες... Θύματά του είναι συνάνθρωποί μας. Αυτό το έγκλημα, πολλές φορές, δεν περιγράφεται σε στατιστικές. Γιατί δεν μπορούν να χωρέσουν τον πόνο του καθημερινού βάσανου της επιβίωσης που νιώθει στο πετσί του ο ξένος, που ζει και εργάζεται στη χώρα που ...γέννησε τη φιλοξενία.
Κομμένη και ραμμένη στα συμφέροντα των εργοδοτών η μεταναστευτική πολιτική. Αλλωστε, στη Σύνοδο Κορυφής του Τάμπερε οι ηγέτες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης ξεκαθάρισαν ότι οι μετανάστες είναι αναγκαίοι λόγω της «φτηνής τιμής τους»
Γίνεται σαφές πως πάνω στο δράμα του μετανάστη επιχειρείται η ενίσχυση των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου, που καθορίζει τις οικονομίες των χωρών-μελών της ΕΕ. Κατά συνέπεια, το όποιο δήθεν ενδιαφέρον της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στους οικονομικούς μετανάστες είναι ψευδεπίγραφο, ως αποτέλεσμα και μόνον της παραπάνω αρχής, αλλά ακόμα παραπέρα αυτό έρχεται να επιβεβαιωθεί από τις διατάξεις του νόμου, στις οποίες θα αναφερθούμε παρακάτω.
Επιγραμματικά, πάντως, μπορούμε να πούμε ότι ο νόμος ανοίγει τα σύνορα για όσους βρίσκονται ήδη στη χώρα (απόδειξη ο μικρός αριθμός των μεταναστών που κατάφεραν να πάρουν προσωρινή άδεια παραμονής στη χώρα) και τα κλείνει για όσους επιθυμούν να έρθουν. Δε διασφαλίζει τα συνδικαλιστικά δικαιώματα των μεταναστών, αντίθετα τους καθιστά έρμαια στις κερδοσκοπικές ορέξεις των εργοδοτών. Αφήνει ανοιχτό το παράθυρο για αναιτιολόγητη απέλαση αλλοδαπού. Υποχρεώνει τους πολίτες και τους υπαλλήλους δημοσίων υπηρεσιών να λειτουργούν ως χαφιέδες, καρφώνοντας στην αστυνομία παράνομους μετανάστες. Δε διασφαλίζει την τύχη των ηλικιωμένων γονέων μεταναστών, οι οποίοι είναι προφανές ότι δεν μπορούν να δουλέψουν για να πάρουν άδεια παραμονής. Δίνει τη δυνατότητα στον γενικό γραμματέα Περιφέρειας να αρνηθεί την είσοδο σε κάποιον μετανάστη, επειδή δεν του αρέσει η... προσωπικότητά του. Μετά από αυτά, μάλλον θα πρέπει να μιλάμε για αντιμεταναστευτική πολιτική.
Η όλη διαδικασία, πάντως, εισόδου και παραμονής στη χώρα είναι συνώνυμη με τον συνεχή φόβο ενδεχόμενης απέλασης. Ειδικά όταν πρόκειται για οικογένεια, ο φόβος αυτός εντείνεται. Κανείς δε διασφαλίζει τον αλλοδαπό ότι θα έχει δουλιά για έναν χρόνο, ακόμα περισσότερο ότι θα μπορέσει να ανανεώσει τη σύμβασή του ή να εξασφαλίσει νέα. Αν αυτό δε συμβεί, οι αλλοδαποί θα πρέπει «να αναχωρούν αμέσως και χωρίς ιδιαίτερη ειδοποίηση από τη χώρα». Αν πρόκειται για οικογένεια με ανήλικα παιδιά, αυτά μπορούν να παραμείνουν στη χώρα όσο πηγαίνουν ακόμη σχολείο. Μόλις όμως τελειώσουν το σχολείο, θα πρέπει να βρουν δουλιά, για να αποκτήσουν άδεια παραμονής.
Οσοι, δε, αλλοδαποί εισέρχονται για σπουδές στη χώρα μας, θα πρέπει να αποδείξουν ότι έχουν τα οικονομικά μέσα για να ζήσουν και βεβαίως να περάσουν από το απαραίτητο... τεστ προσωπικότητας. Η άδεια παραμονής που λαμβάνουν έχει διάρκεια ένα χρόνο, με δυνατότητα ανανέωσης, ενώ ο συνολικός χρόνος παραμονής δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος από τη συνολική διάρκεια σπουδών, προσαυξημένη κατά το ήμισυ, συν ένα επιπλέον έτος για την εκμάθηση της γλώσσας.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι, υπάλληλοι Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, απαγορεύεται να παράσχουν οποιαδήποτε υπηρεσία σε αλλοδαπό που βρίσκεται παράνομα στη χώρα. Παράλληλα, «υποχρεούνται να γνωστοποιήσουν το γεγονός στην πλησιέστερη Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης» - ορίζεται στο νόμο. Αλλιώς «διώκονται πειθαρχικά και ποινικά για παράβαση καθήκοντος»!
Από τη διαταγή απαγόρευσης παροχής υπηρεσιών εξαιρούνται όσοι εργάζονται σε νοσοκομεία, θεραπευτήρια και κλινικές και εφόσον διακομιστούν σε αυτά εκτάκτως παράνομοι αλλοδαποί ή παιδιά τους.