Κομμένη και ραμμένη στα συμφέροντα των εργοδοτών η μεταναστευτική πολιτική. Αλλωστε, στη Σύνοδο Κορυφής του Τάμπερε οι ηγέτες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης ξεκαθάρισαν ότι οι μετανάστες είναι αναγκαίοι λόγω της «φτηνής τιμής τους»
Είναι καλοί όταν τους υπερεκμεταλλεύονται. Οταν ζητούν δικαιώματα, γίνονται «κλέφτες», «επικίνδυνοι» και «βάρος για την κοινωνία μας» |
Γίνεται σαφές πως πάνω στο δράμα του μετανάστη επιχειρείται η ενίσχυση των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου, που καθορίζει τις οικονομίες των χωρών-μελών της ΕΕ. Κατά συνέπεια, το όποιο δήθεν ενδιαφέρον της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στους οικονομικούς μετανάστες είναι ψευδεπίγραφο, ως αποτέλεσμα και μόνον της παραπάνω αρχής, αλλά ακόμα παραπέρα αυτό έρχεται να επιβεβαιωθεί από τις διατάξεις του νόμου, στις οποίες θα αναφερθούμε παρακάτω.
Επιγραμματικά, πάντως, μπορούμε να πούμε ότι ο νόμος ανοίγει τα σύνορα για όσους βρίσκονται ήδη στη χώρα (απόδειξη ο μικρός αριθμός των μεταναστών που κατάφεραν να πάρουν προσωρινή άδεια παραμονής στη χώρα) και τα κλείνει για όσους επιθυμούν να έρθουν. Δε διασφαλίζει τα συνδικαλιστικά δικαιώματα των μεταναστών, αντίθετα τους καθιστά έρμαια στις κερδοσκοπικές ορέξεις των εργοδοτών. Αφήνει ανοιχτό το παράθυρο για αναιτιολόγητη απέλαση αλλοδαπού. Υποχρεώνει τους πολίτες και τους υπαλλήλους δημοσίων υπηρεσιών να λειτουργούν ως χαφιέδες, καρφώνοντας στην αστυνομία παράνομους μετανάστες. Δε διασφαλίζει την τύχη των ηλικιωμένων γονέων μεταναστών, οι οποίοι είναι προφανές ότι δεν μπορούν να δουλέψουν για να πάρουν άδεια παραμονής. Δίνει τη δυνατότητα στον γενικό γραμματέα Περιφέρειας να αρνηθεί την είσοδο σε κάποιον μετανάστη, επειδή δεν του αρέσει η... προσωπικότητά του. Μετά από αυτά, μάλλον θα πρέπει να μιλάμε για αντιμεταναστευτική πολιτική.
Στην ουρά για τη νομιμοποίηση. Ομως, ο νόμος επιβάλλει την επιλεκτική νομιμοποίηση. Που σημαίνει ότι οι περισσότεροι θα παραμείνουν παράνομοι προς δόξαν της «μαύρης εργασίας» |
Μια τσάντα όλη κι όλη, ίσα να χωρά τα όνειρά τους... |
Η όλη διαδικασία, πάντως, εισόδου και παραμονής στη χώρα είναι συνώνυμη με τον συνεχή φόβο ενδεχόμενης απέλασης. Ειδικά όταν πρόκειται για οικογένεια, ο φόβος αυτός εντείνεται. Κανείς δε διασφαλίζει τον αλλοδαπό ότι θα έχει δουλιά για έναν χρόνο, ακόμα περισσότερο ότι θα μπορέσει να ανανεώσει τη σύμβασή του ή να εξασφαλίσει νέα. Αν αυτό δε συμβεί, οι αλλοδαποί θα πρέπει «να αναχωρούν αμέσως και χωρίς ιδιαίτερη ειδοποίηση από τη χώρα». Αν πρόκειται για οικογένεια με ανήλικα παιδιά, αυτά μπορούν να παραμείνουν στη χώρα όσο πηγαίνουν ακόμη σχολείο. Μόλις όμως τελειώσουν το σχολείο, θα πρέπει να βρουν δουλιά, για να αποκτήσουν άδεια παραμονής.
Οσοι, δε, αλλοδαποί εισέρχονται για σπουδές στη χώρα μας, θα πρέπει να αποδείξουν ότι έχουν τα οικονομικά μέσα για να ζήσουν και βεβαίως να περάσουν από το απαραίτητο... τεστ προσωπικότητας. Η άδεια παραμονής που λαμβάνουν έχει διάρκεια ένα χρόνο, με δυνατότητα ανανέωσης, ενώ ο συνολικός χρόνος παραμονής δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος από τη συνολική διάρκεια σπουδών, προσαυξημένη κατά το ήμισυ, συν ένα επιπλέον έτος για την εκμάθηση της γλώσσας.
Μετανάστες που έφτασαν στη χώρα μας από την Ασία. Η καλύτερη ζωή δείχνει από την αρχή πως είναι αυταπάτη |
Οι δημόσιοι υπάλληλοι, υπάλληλοι Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, απαγορεύεται να παράσχουν οποιαδήποτε υπηρεσία σε αλλοδαπό που βρίσκεται παράνομα στη χώρα. Παράλληλα, «υποχρεούνται να γνωστοποιήσουν το γεγονός στην πλησιέστερη Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης» - ορίζεται στο νόμο. Αλλιώς «διώκονται πειθαρχικά και ποινικά για παράβαση καθήκοντος»!
Από τη διαταγή απαγόρευσης παροχής υπηρεσιών εξαιρούνται όσοι εργάζονται σε νοσοκομεία, θεραπευτήρια και κλινικές και εφόσον διακομιστούν σε αυτά εκτάκτως παράνομοι αλλοδαποί ή παιδιά τους.