Η Μάρα, 25 ετών, δουλεύει σε ένα εργοστάσιο της «Adidas», στην Καμπότζη. Υποχρεώθηκε να φύγει από το χωριό της και να ζητήσει δουλιά στην Πνομ Πενχ για να βοηθήσει τη χήρα μητέρα της και τα έξι μικρότερα αδέλφια της. Μιλάει για τη δουλιά της:
«Ο επόπτης μας, μας ζητάει να εργαστούμε γρηγορότερα για να πιάσουμε τους στόχους και να είναι έτοιμη η παραγγελία στην ώρα της. Για μένα ο στόχος είναι να ράβω 120 παντελόνια την ώρα. Για την παραγωγή αυτή πληρώνομαι από 1,25 ως 1,50 δολάριο τη μέρα. Στην κανονική ημέρα εργασίας πρέπει να ράψω 960 ζευγάρια. Εάν δεν το καταφέρω, χάνω το μπόνους παραγωγής που είναι 5 δολάρια το μήνα. Προσπαθώ να μην πάω στην τουαλέτα γιατί κινδυνεύω να χάσω το στόχο μου. Οταν πρέπει να πάμε στην τουαλέτα, κατά τη διάρκεια της εργασίας, ο επόπτης σφραγίζει τις κάρτες μας για όσο διάστημα λείπουμε από τη θέση μας. Οι υπερωρίες αρχίζουν στις 4 μ.μ. και διαρκούν μέχρι τις 6 μ.μ. Μερικές φορές δε σταματάμε πριν τις 8 μ.μ. Αν δουλέψω όλες τις υπερωρίες θα πάρω γύρω στα 60 - 65 δολάρια το μήνα. Αν όχι, τότε θα πάρω γύρω στα 55 δολάρια. Από αυτά, ξοδεύω 5 δολάρια για το ενοίκιο του δωματίου μου και στέλνω 20 δολάρια στην οικογένειά μου. Τα υπόλοιπα πηγαίνουν στο φαγητό, στους γιατρούς και τα φάρμακα».
Οι αμοιβές των σύγχρονων σκλάβων της βιομηχανίας αθλητικών ειδών είναι, για τη συντριπτική τους πλειοψηφία, χαμηλότερες από το επίπεδο των αναγκών για την απλή επιβίωση. Οι εργαζόμενοι σε ένα εργοστάσιο της «Reebok», στην Ινδονησία, είπαν στους ερευνητές της «Oxfam»: «Το κόστος της ζωής εδώ είναι πολύ μεγάλο. Πρέπει να πληρώνουμε το ενοίκιο για τα καταλύματά μας, για το φαγητό και τη μετακίνησή μας. Χρειαζόμαστε τουλάχιστον 10.000 ρουπίες (1.19 δολάρια) τη μέρα γι' αυτές τις ανάγκες. Για μια τριμελή οικογένεια το καθημερινό κόστος είναι τουλάχιστον 25.000 ρουπίες. Μια αμοιβή που θα μας επέτρεπε να αντιμετωπίσουμε τις στοιχειώδεις ανάγκες θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 1.000.000 ρουπίες (178 δολάρια) το μήνα. Αντί γι' αυτά, η επιχείρηση πληρώνει 550.000». Δηλαδή, αμοιβή που δεν ανταποκρίνεται ούτε στο 55% των στοιχειωδών αναγκών τους.
Ετσι, οι εργαζόμενοι υποχρεώνονται να δουλεύουν υπερωριακά. Εστω και αν αυτό έχει σοβαρό αντίκτυπο στην υγεία τους, την προσωπική και την οικογενειακή τους ζωή. Αλλά και στην περίπτωση αυτή, η πρόσθετη αμοιβή (όταν δίνεται) αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ πείνας και επιβίωσης.
Υπάρχουν, όμως, εναλλακτικές λύσεις για έναν εργαζόμενο;
Ενας εργαζόμενος σε εργοστάσιο της «Puma» και της «Lotto», στην Τουρκία, απαντά: «Ο μισθός δε φτάνει για τίποτα. Αλλά δεν έχουμε άλλη λύση αφού οι αμοιβές στα εργοστάσια ενδυμάτων είναι σχεδόν όλες στο ίδιο επίπεδο. Η επιλογή μας είναι μεταξύ αυτών των αμοιβών και της ανεργίας».
Πάνω από 58 δισεκατομμύρια δολάρια ήταν οι πωλήσεις των εταιριών αθλητικών ειδών, το 2002. Οι τρεις κορυφαίες - «Nike», «Reebok», «Adidas» - συγκέντρωσαν κέρδη (προ φόρων) 1.123 εκατομμύρια, 195,5 εκατομμύρια και 408,9 εκατομμύρια δολάρια αντιστοίχως.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ των εταιριών του κλάδου είναι πολύ σκληρός και από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστικά τα ποσά που διαθέτουν για τη διαφήμιση των προϊόντων τους. Παραδείγματος χάριν, η «Nike» ξόδεψε το 2002 για τη διαφήμιση και την προώθηση των προϊόντων 1.028 εκατομμύρια δολάρια. Οι ανταγωνιστές της ξόδεψαν μικρότερα, αλλά καθόλου ευκαταφρόνητα ποσά. Η «Adidas» 775 εκατομμύρια, η «Puma» 107 εκατομμύρια, η «Mizuno» 81,6 εκατομμύρια και η «Fila» 72 εκατομμύρια δολάρια.
Ενα μεγάλο μέρος αυτών των ποσών διατίθεται για «χορηγίες» (σπόνσορινγκ) και για την αγορά δικαιωμάτων χρήσης των εμπορικών σημάτων των αγώνων, των ομάδων, αλλά και των ονομάτων γνωστών αθλητών. Ο γνωστός Αγγλος ποδοσφαιριστής, Ντέιβιντ Μπέκαμ, σπονσονάρεται από την «Adidas» με 161 εκατομμύρια δολάρια. Ο Αμερικανός μπασκετμπολίστας, Γκραντ Χιλ, με 7 εκατομμύρια δολάρια από τη «Fila». Η τενίστρια, Βένους Ουίλιμας, με 38 εκατομμύρια δολάρια από τη «Reebok». Η παγκόσμια πρωταθλήτρια του στίβου, Μάριον Τζόουνς, με 800.000 δολάρια το χρόνο από τη «Nike». Ο κολυμβητής, Μαρκ Φελπς, με 300.000 δολάρια το χρόνο από τη «Speedo».
Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα του «Αθήνα 2004», μέχρι το Δεκέμβρη του 2003, είχαν συγκεντρωθεί από σπόνσορες 648 εκατομμύρια δολάρια. Τα μεγαλύτερα ποσά διέθεσαν γνωστές πολυεθνικές όπως η «Coca Cola», η «Swatch», η «Mc Donald's», αλλά και μια σειρά ελληνικών επιχειρήσεων.
Από το χορό των «χορηγών» δε λείπουν και οι μεγάλες εταιρίες αθλητικών ειδών, οι οποίες καταβάλουν το μεγαλύτερο μέρος της «χορηγίας» τους σε είδος. Παραδείγματος χάριν, η «Adidas» είναι ο επίσημος χορηγός του αθλητικού ιματισμού για τις στολές του «Αθήνα 2004», ενώ η «Mizuno» παρέχει στα μέλη της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής και της Οργανωτικής Επιτροπής των Αγώνων τον επίσημο ιματισμό τους για όλα τα ολυμπιακά γεγονότα.
Αν και τα πραγματικά κέρδη του σπόνσορινγκ για τους Ολυμπιακούς Αγώνες είναι άυλα, οι εταιρίες έχουν υπολογίσει σαφώς πόσα εκατομμύρια δολάρια θα εισπράξουν έναντι των ποσών που διέθεσαν σ' αυτό.
Το μάρκετινγκ είναι η άλλη μεγάλη πηγή εσόδων των Ολυμπιακών Αγώνων. Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, οι Εθνικές Ολυμπιακές Επιτροπές, οι οργανωτικές επιτροπές των Ολυμπιακών Αγώνων εμπορεύονται τα σήματα των Αγώνων. Οι εταιρίες αθλητικών ειδών αγοράζουν το δικαίωμα χρήσης του σήματος και μ' αυτό κατασκευάζουν πάσης φύσεως προϊόντα, όπως καπέλα, μπλούζες, πουκάμισα, αναμνηστικά δώρα. Υπολογίζεται ότι από τις πωλήσεις αυτών των προϊόντων, στους αγώνες της Αθήνας, οι εταιρίες θα εισπράξουν πάνω από 66 εκατομμύρια δολάρια. Οι εταιρίες υπολογίζουν ακόμα ότι θα αποκομίσουν μεγάλα κέρδη από την πώληση αντιγράφων των αθλητικών εμφανίσεων των Ολυμπιακών ομάδων και των πρωταθλητών. Η εταιρεία «Roots», που υποστηρίζει τις Ολυμπιακές ομάδες των ΗΠΑ, του Καναδά και της Βρετανίας εισέπραξε κατά τη διάρκεια των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων, το 2002 στο Σολτ Λέικ Σίτι, πάνω από 25 εκατομμύρια δολάρια πουλώντας αντίγραφα των στολών που χρησιμοποιούσαν οι πρωταθλητές των αγώνων.
Από τις 13 Αυγούστου ως τις .... του 2004 τα φώτα των μέσων ενημέρωσης απ' όλο τον κόσμο θα στραφούν στα στάδια της Αθήνας, στις φαντασμαγορικές εικόνες των τελετών, στην προσπάθεια χιλιάδων αθλητών για υψηλότερες επιδόσεις, για νέα ρεκόρ. Τα φώτα αυτά δεν πρόκειται να πέσουν ποτέ πάνω στους εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που εργάζονται σε άθλιες συνθήκες με εξευτελιστικούς όρους και αμοιβές πείνας για την κατασκευή του αθλητικού υλικού. Αν η εκμετάλλευση ήταν Ολυμπιακό αγώνισμα είναι βέβαιο ότι οι εταιρίες αθλητικών ειδών θα κέρδιζαν το χρυσό μετάλλιο.
Τα τελευταία χρόνια, όλες οι μεγάλες εταιρίες αθλητικών ειδών, όπως η «Nike», η «Adidas», η «Reebok», η «Puma», η «Fila», η «Asics», η «Mizuno», η «Lotto», η «Kappa» και η «Umbro», έχουν μεταφέρει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους σε χώρες όπως η Βουλγαρία, η Καμπότζη, η Κίνα, η Ινδονησία, η Ταϊλάνδη και η Τουρκία, όπου βρίσκουν φθηνότερα εργατικά χέρια, ανυπαρξία συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και κυβερνήσεις πρόθυμες να κάνουν τα στραβά μάτια στις απαράδεκτες μεθόδους τους.
Οι εξελίξεις αυτές στηρίζονται στις αρχές της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης» και στην κατοχύρωση των «τεσσάρων ελευθεριών» στην κίνηση των κεφαλαίων, του εργατικού δυναμικού, των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών. Οι πολυεθνικές εταιρίες, ασύδοτες σε ένα τέτοιο περιβάλλον, πηγαίνουν εκεί που θα έχουν το μικρότερο εργατικό κόστος, τα μεγαλύτερα περιθώρια εκμετάλλευσης και τα περισσότερα κέρδη.
Η βρετανική οργάνωση «Oxfam», που δραστηριοποιείται για την αντιμετώπιση της φτώχειας και της πείνας, σε συνεργασία με άλλες διεθνείς οργανώσεις για τα ανθρώπινα και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, πραγματοποίησε, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, μια έρευνα στις χώρες που προαναφέραμε. Από την έρευνα αυτή, που κυκλοφόρησε στις αρχές Μάρτη, πήραμε πολλά από τα στοιχεία γι' αυτό το δημοσίευμα. Οι ερευνητές της «Oxfam», στο διάστημα από το Μάη του 2003, ως το Γενάρη του 2004, μίλησαν με 186 εργάτες, με 9 διευθυντές και ιδιοκτήτες εργοστασίων και με εκπροσώπους δέκα μεγάλων εταιριών αθλητικών ειδών. Για προφανείς λόγους, στην έρευνα δεν αναφέρονται τα πραγματικά ονόματα των εργαζομένων, τα οποία η «Oxfam» έχει στη διάθεσή της για να αντιμετωπίσει πιθανές προσφυγές των εταιριών.
Ο Φαν, 22 χρονών, εργάτης σε εργοστάσιο που δουλεύει για την «Puma», στην Ταϊλάνδη, παρουσιάζει το ημερήσιο πρόγραμμά του: «Εργαζόμαστε κάθε μέρα από τις 8 το πρωί ως το μεσημέρι. Μετά από ένα διάλειμμα για μεσημεριανό φαγητό ξαναπιάνουμε δουλιά από τη 1 μ.μ. ως τις 5 μ.μ. Πρέπει να κάνουμε κάθε μέρα υπερωρίες. Στις περιόδους αιχμής δουλεύουμε μέχρι τις 2 ή 3 τα ξημερώματα. Μερικές φορές δεν μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να δουλεύουμε, αφού οι μισθοί μας είναι πολύ μικροί».
Το πρόγραμμα του Φαν δε διαφέρει απ' το πρόγραμμα χιλιάδων συναδέλφων του σε όλες τις χώρες και σε όλα τα εργοστάσια αυτού του κλάδου. Υπερβολικά πολλές ώρες εργασίας, υποχρεωτικές υπερωρίες, έλλειψη ασφάλειας, μισθοί πείνας, συνεχής πίεση και άρνηση του δικαιώματος στη συνδικαλιστική οργάνωση διαμορφώνουν τη σκληρή πραγματικότητα.
Εκτεταμένο φαινόμενο είναι η καταστρατήγηση του δικαιώματος της κυριακάτικης αργίας. Σε περιόδους αιχμής, η εργάσιμη βδομάδα των επτά ημερών είναι κανόνας. Σε δύο κινέζικα εργοστάσια, που δουλεύουν για την «Umbro», οι εργαζόμενοι κατήγγειλαν ότι σε περιόδους αιχμής είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται επτά μέρες τη βδομάδα, παρά τους νόμους του κράτους. Σε ένα από τα εργοστάσια αυτά, τον Οκτώβρη του 2003, οι εργαζόμενοι υποχρεώθηκαν να δουλέψουν 120 ώρες υπερωρίας, όταν ο νόμος ορίζει ότι απαγορεύονται υπερωρίες πάνω από 40 ώρες το μήνα.
Και στα τέσσερα εργοστάσια στην Τουρκία που δουλεύουν για τη «Lotto», τη «Fila», την «Puma», και την «Kappa» δεν επιτρέπεται κανενός είδους συνδικαλιστική οργάνωση. Στη Βουλγαρία, στο εργοστάσιο που δουλεύει για την «Puma», η διοίκηση δηλώνει την εχθρική της διάθεση για οποιαδήποτε εκπροσώπηση των εργαζομένων.
Σε πολλές περιπτώσεις, στα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στην προσπάθειά τους για δημιουργία συνδικαλιστικών οργανώσεων, συμβάλλουν και οι κυβερνήσεις των χωρών τους, οι οποίες με το πρόσχημα της προσέλκυσης επενδύσεων υψώνουν απαγορευτικούς φραγμούς στο συνδικαλισμό.
Ο Ράνα, 22 χρονών, εργάτης σε τουρκικό εργοστάσιο που δουλεύει για τη «Lotto» και την «Puma» είπε: «Πέρυσι κατέβηκαν σε απεργία οι εργαζόμενοι του διπλανού εργοστασίου. Τους βλέπαμε συγκεντρωμένους έξω από την πύλη. Ο επόπτης του δικού μας εργοστασίου μας είπε: «θα δείτε ότι θα χάσουν όλοι αυτοί τις δουλιές τους. Μην κάνετε ποτέ το ίδιο λάθος. Αλλιώς θα έχετε και σεις τη δική τους τύχη»».
Πολλοί από τους εργαζομένους που μίλησαν στους ερευνητές της «Oxfam» εξέφρασαν την πεποίθησή τους ότι η συνδικαλιστική οργάνωση θα τους έδινε διαπραγματευτική ισχύ για να αλλάξουν τις άθλιες συνθήκες δουλιάς και τους απαράδεκτους όρους αμοιβής και απασχόλησης. Επισήμαναν ακόμη ότι για την κατάσταση που επικρατεί στους χώρους δουλιάς φταίνε οι εργοδότες, αλλά και οι κυβερνήσεις.