Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για τον Κ. Σημίτη, ο οποίος, στις δηλώσεις που έκανε μετά τη συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ, δεν ανέφερε το παραμικρό για τη γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού. Ταυτόχρονα, όμως, οι αποφάσεις του ΚΥΣΕΑ για τη νέα δομή των Ενόπλων Δυνάμεων ήταν η πιο ηχηρή και έμπρακτη «δήλωση», αφού έστειλε με σαφήνεια το μήνυμα ότι οι Ενοπλες Δυνάμεις θα επεμβαίνουν παντού ανά τον κόσμο στις διαταγές της «νέας τάξης». Αρα, αν χρειαστεί, και στην Παλαιστίνη...
Στην τηλεοπτική οθόνη διακρίνεται ένα φορτηγό που μεταφέρει αγελάδες και έχει ανατραπεί, ενώ δεκάδες άνθρωποι, κακοντυμένοι και ρακένδυτοι, βρίσκονται γύρω του. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει τίποτε περίεργο. Οι άνθρωποι, όμως, δείχνουν εξαγριωμένοι και χειρονομούν, κρατώντας διάφορα αντικείμενα στα χέρια τους. Αμέσως μετά, η κάμερα τους δείχνει να εφορμούν και, με λοστούς, σίδερα και ό,τι αυτοσχέδιο όπλο διέθετε ο καθένας, να σκοτώνουν τα τραυματισμένα ζώα, να τα τεμαχίζουν επί τόπου και να παίρνουν όσο περισσότερο κρέας μπορούσε να κουβαλήσει ο καθένας στο σπίτι του.
Οι εικόνες μεταδόθηκαν από μια τοπική τηλεόραση στην Αργεντινή. Το τραγικό επεισόδιο συνέβη κοντά στην πόλη Ροσάριο, νοτιοδυτικά του Μπουένος Αϊρες και αποτελεί μια χαρακτηριστική εικόνα και απόδειξη ταυτόχρονα της μεγάλης όξυνσης των κοινωνικών προβλημάτων, της τεράστιας και μαζικής εξαθλίωσης, που συγκλονίζει την Αργεντινή. Τη χώρα που παρουσίαζαν ως πρότυπο - μόλις πριν από ελάχιστα χρόνια - οι κάθε λογής αναλυτές και ειδήμονες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, των άλλων ιμπεριαλιστικών οργανισμών και των ΗΠΑ.
Ντρέπεται, λέει, ο εξυπνάκιας της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, ο Μιχαηλίδης, επειδή οι δημοσιογράφοι διεκδικούν «επίδομα κομπιούτερ», αν και «πολλοί από εμάς δεν έχουμε καμιά απολύτως σχέση με το αντικείμενο». Υποστηρίζει μάλιστα πως «γελάει ο κόσμος και θυμάται κάποιες άλλες συμπαθείς τάξεις, που παλαιότερα έπαιρναν επίδομα καυσόξυλων και επίδομα γαλοπούλας». Και βεβαίως με το γνωστό ύφος της αυθεντίας, βγάζει το συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο αίτημα «έχει ενοχλήσει πολύ κόσμο».
Δεν ξέρουμε, ούτε τη σχέση που έχει ο κύριος συνάδελφος με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ούτε σε ποιον κόσμο αναφέρεται. Εκείνο όμως που σίγουρα γνωρίζουμε είναι ότι ο ενοχληθείς και ντροπιασμένος, μάλλον είναι βαθιά νυχτωμένος για τις συνθήκες και τους όρους εργασίας της μεγάλης πλειοψηφίας των δημοσιογράφων και για τις σχέσεις που όλοι αυτοί έχουν με τα συστήματα των νέων τεχνολογιών. Νυχτωμένος για το γεγονός ότι χιλιάδες δημοσιογράφοι βολοδέρνουν καθημερινά πίσω από μια οθόνη και πάνω σ' ένα πληκτρολόγιο.
Και εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει κανένας λόγος ο εν λόγω κύριος να ντρέπεται για το αίτημα του κλάδου. Ο ίδιος, αφού δεν έχει, όπως αφήνει να εννοηθεί, καμιά σχέση με τους υπολογιστές -έτσι κι αλλιώς- δε θα το δικαιούται. Αλλά, θα μου πεις, μπροστά σε τόσους μισθούς που εισπράττει, σιγά τα ωά.
Αν και με την ευκαιρία, όλο και πιο ανοιχτά κάποιοι δημοσιογράφοι εμφανίζονται δημόσια να δηλώνουν πως πρέπει να καταργηθούν οι ρυθμίσεις που αφορούν τα συνταξιοδοτικά του κλάδου και να ενταχτούν, λέει, και οι δημοσιογράφοι «στο ΙΚΑ, όπως όλοι οι εργαζόμενοι».
Αυτοί, βέβαια, δεν ντρέπονται για το ειδικό καθεστώς που -για μια σειρά εύλογους παράγοντες- ισχύουν στα ασφαλιστικά ταμεία των συντακτών, αλλά ξεδιάντροπα αξιώνουν να παίρνουν μηνιαίες συντάξεις πάνω από 650 -700 χιλιάδες δραχμές, που είναι οι ανώτατες συντάξεις για τους δημοσιογράφους. Η λογική είναι απροκάλυπτη. Αφού, λέει, τα τελευταία συντάξιμα χρόνια αρκετοί δημοσιογράφοι έχουν μηνιαία εισοδήματα 1,5 και 2 εκατομμύρια δραχμές είναι... άδικο να συνταξιοδοτούνται με ανώτατα επίπεδα σύνταξης και να μην υπάρχει ποσοστό αναπλήρωσης 80%, όπως στο ΙΚΑ.'Η, έστω και 70%, όπως λένε τα νέα κυβερνητικά μέτρα...
Για σιγά όμως, βρε παιδιά. Αγκαλιές η μια από εκεί, «ανοίγματα» προς πάσα κατεύθυνση ο άλλος, θα μας σκάσετε. Λίγο χώρο να ανασάνουμε, δηλαδή! Πολλά ζητάμε;
Οσο για το πολιτικό «ντεκόρ» της υπόθεσης, το αποσαφήνισε, με τη χτεσινή του παρέμβαση, ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Καραμανλής. Η κυβέρνηση, λέει, δεν έχει έργο, δεν έχει πρόγραμμα, δεν έχει στόχους.
Ερώτηση: Και το Ασφαλιστικό τι είναι, δηλαδή; Γιατί και το προχωράει να το κάνει «έργο» και πρόγραμμα έχει βάλει. Από στόχους δε, άλλο τίποτε. Ουδείς μισθωτός και συνταξιούχος βρίσκεται εκτός στοχάστρου.
Μάλλον, άλλο ήθελε να πει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης: Οτι δεν μπορεί να βρει έργο ή στόχο της κυβέρνησης, με τον οποίο να μπορεί να διαφωνήσει. Και, φυσικά, αυτό ισχύει και για το Δήμο της Αθήνας.
Γιατί, φυσικά, αμφότεροι συμφωνούν στην απελευθέρωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο: Να είναι ελεύθερη να μεταφέρει με όποιο τρόπο θέλει στις πλάτες των δημοτών τις υποχρεώσεις του κράτους. Είναι κι αυτή μια μορφή ελευθερίας.
Οταν χρησιμοποιεί ο ίδιος τις δημοτικές εκλογές, για να κάνει είτε μικροπολιτική, είτε τα περίφημα «ανοίγματα προς την αριστερά», φαίνεται ότι είναι θεμιτό. Οταν τον μιμούνται, είναι αθέμιτο.
Βεβαίως οι ταξικές δυνάμεις είχαν και μέχρι τώρα το «πάνω χέρι» στη διοίκηση του ΕΚΛ, αλλά το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι της Λάρισας θέλησαν και τους έδωσαν ακόμα μεγαλύτερη πλειοψηφία - η «Εργατική Αγωνιστική Ενότητα», που υποστηρίζεται από την ΕΣΑΚ κι άλλους ταξικούς συνδικαλιστές, διαθέτει τώρα τις 16 από τις 23 έδρες στο νέο ΔΣ - έχει μια εύλογη, ιδιαίτερη και μεγάλη σημασία και αποτελεί τη σαφέστατη και κατηγορηματική εντολή, να συνεχιστεί η προσπάθεια για την αποτελεσματικότερη οργάνωση και διεξαγωγή των αγώνων της εργατικής τάξης στην περιοχή.
Ταυτόχρονα, η παραπέρα ενίσχυση των συνεπών ταξικών δυνάμεων στο ΕΚΛ δημιουργεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις, για τον πολλαπλασιασμό των προσπαθειών συντονισμού των λαϊκών αγώνων, της συμπαράταξης όλων των λαϊκών στρωμάτων στους κοινούς αγώνες, μέχρι και την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής και την εφαρμογή μιας άλλης, φιλολαϊκής πολιτικής, από μια Λαϊκή Εξουσία, την οποία έχει ανάγκη ο τόπος μας.
Μια και ο υπουργός Οικονομίας ξεκίνησε χτες νέο κύκλο επαφών, σχετικά με το Ασφαλιστικό και δη το χρηματοδοτικό πρόβλημα των ασφαλιστικών ταμείων, σημειώνουμε για μια ακόμη φορά μια σειρά σχετικά στοιχεία, που όλοι όσοι μηρυκάζουν για το λεγόμενο οικονομικό πρόβλημα της ασφάλισης τα αποσιωπούν. Οχι τυχαία, βέβαια. Διαβάστε, λοιπόν, τι χρωστά στα βασικά ασφαλιστικά ταμεία το κράτος μέχρι σήμερα:
Με άλλα λόγια, δηλαδή, τα κρατικά μόνο χρέη και μόνον προς το ΙΚΑ και το ΤΕΑΔΥ (δημοσίων υπαλλήλων) ανέρχονται μέχρι σήμερα, τουλάχιστον, στο αστρονομικό ποσό των 25,885 τρισ. δρχ.
Εναντι των χρεών αυτών, οι Ρέππας - Χριστοδουλάκης ανακοίνωσαν τη χρηματοδότηση του ΙΚΑ, για το 2003, με 430 δισ. δραχμές. Τι σημαίνει αυτό; Μπορείτε να το καταλάβετε από μόνοι σας, αν σκεφθείτε ότι οι φετινές ανάγκες του ΙΚΑ, για την άσκηση της «κοινωνικής πολιτικής», ανέρχονται στα 380 δισ., η από το νόμο συμμετοχή του κράτους (τριμερής για τους ασφαλισμένους μετά την 1.1.1993) σε 220 δισ. και το κόστος του ΕΚΑΣ σε 70 δισ. Σύνολο 670 δισ. δρχ. Πολύ απλά, δηλαδή, η κυβέρνηση ανακοίνωσε, ήδη, ότι δε θα καλύψει ούτε καν τις τρέχουσες ανάγκες του ΙΚΑ για το 2003.
Τι θα μπορούσε το ΙΚΑ και το ΤΕΑΔΥ να κάνουν, εάν είχαν τα περίπου 26 τρισ. δρχ.; Ακόμη και με τα τρέχοντα τραπεζικά επιτόκια μπορούσαν να έχουν ένα ετήσιο έσοδο 1,2 τρισ. δρχ.
Εστειλαν επιστολή στο φυλακισμένο, πρώην πρόεδρο της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας, Σλ. Μιλόσεβιτς και, αντί να πάρουν απάντηση απ' αυτόν, έλαβαν μια απαντητική επιστολή του αξιωματούχου του ΟΗΕ, Κρ. Ροντ. Ο λόγος γίνεται για τους τέσσερις βουλευτές Αγγ. Τζέκη (ΚΚΕ), Π. Κρητικό, Στ. Παπαθεμελή (ΠΑΣΟΚ) και Π. Λαφαζάνη (ΣΥΝ), που έστειλαν επιστολή στον Σλ. Μιλόσεβιτς, εκφράζοντας τη θέλησή τους να τον επισκεφθούν στη Χάγη, εφόσον συμφωνεί και αυτός. Περίμεναν, λοιπόν, την απάντηση του πρώην προέδρου, όταν πήραν την επιστολή του αξιωματούχου του ΟΗΕ, η οποία απέρριπτε το ενδεχόμενο της επίσκεψης. Και η μεν απόρριψη είναι απαράδεκτη, από κάθε άποψη, αφού και ο τελευταίος φυλακισμένος έχει ορισμένα απαράγραπτα δικαιώματα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, γεννάται εύλογα και το ερώτημα, εάν παραδόθηκε η επιστολή των τεσσάρων βουλευτών στον Σλ. Μιλόσεβιτς ή του αποκρύφτηκε από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΟΗΕ και του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Οι τέσσερις βουλευτές, απαντώντας στην επιστολή Ροντ, επιμένουν στην πραγματοποίηση της επίσκεψής τους, αλλά και ζητούν απάντηση στο προαναφερόμενο ερώτημα. Για να δούμε, θα δώσει απάντηση ο ΟΗΕ και ποια θα είναι αυτή;