Η παραπάνω φράση του πρωθυπουργού, η οποία περιλαμβανόταν και στα δυο γραπτά κείμενα των ομιλιών του, σε Ζάκυνθο και Κεφαλονιά, κατέστη η σημαντικότερη φράση της περιοδείας του, επειδή ...δεν ειπώθηκε ποτέ. Για την ακρίβεια, ο πρωθυπουργός επέλεξε να παραλείψει την εν λόγω φράση του κατά την εκφώνηση των δύο ομιλιών του και έτσι η συγκεκριμένη αποστροφή παρέμεινε στα χαρτιά. Γίνεται, δε, λόγος για εντονότατο παρασκήνιο που υπήρξε, μόλις διάφοροι στη Χαριλάου Τρικούπη έλαβαν γνώση του τι επρόκειτο να πει ο πρωθυπουργός και έκαναν να αδύνατα δυνατά να μην το πει.
Παραμένει, βέβαια, το ερώτημα ποιος «κέρδισε»: Εκείνοι που λένε ότι μπορεί μεν η φράση να μην εκφωνήθηκε, αλλά -όπως υποστηρίζουν- «τα γραπτά μένουν», που σημαίνει ότι ο πρωθυπουργός αποδοκιμάζει τη λογική του «σκληρού ροκ» του Κ. Λαλιώτη, ή μήπως κέρδισε ο Λαλιώτης που τελικώς κατόρθωσε να μην ακουστεί η φράση από το στόμα του πρωθυπουργού;... Εκτός βέβαια, αν έχει δίκιο ο Χρ. Πρωτόπαππας που όπως υποστήριξε χτες η συγκεκριμένη φράση ανήκει σε εκείνες που «καμιά φορά ξεφεύγεις από το χειρόγραφο που έχεις ετοιμάσει, προκειμένου με παραδείγματα που θα παρουσιάσεις να γίνεις πιο αντιληπτός», για να συμπληρώσει πάντως πως η «ουσία παραμένει η ίδια»...
«Γηράσκω αεί διδασκόμενος», έλεγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι, αλλά η κυβέρνηση το 'χει ...καταλάβει διαφορετικά το γνωμικό και χτες ο Δ. Ρέππας εξάγγειλε το «γηράσκω αεί εργαζόμενος». «Ενας νέος παράγοντας έχει τεθεί στο τραπέζι των συζητήσεων, σημείωσε ο υπουργός, εξαγγέλλοντας τους άξονες του νέου Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την Απασχόληση και συνέχισε: Ολοι συμφωνούν ότι για λόγους οικονομικούς, κοινωνικούς, αλλά πρωτίστως ανθρώπινους, η απάντηση στην πρόκληση της δημογραφικής γήρανσης και της επιμήκυνσης της ζωής είναι η ενεργός γήρανση. Να μην αισθάνεται ο πολίτης ότι "ξόφλησε"».
Λίγη ώρα πριν, στην ημερίδα του ιδρύματος Κόκκαλη, ο εκπρόσωπος του ΣΕΒ, μιλώντας για το Ασφαλιστικό, υπογράμμιζε ότι δεν τελειώνει εδώ η ιστορία. Δεν είναι αυτή η τελική λύση. Πρέπει να ακουμπήσουμε και πιο δύσκολα θέματα. Και προχωρούσε στην ανάλυση του νέου δόγματος της μεγαλοεργοδοσίας, περί «εργασιοθεραπείας» για ν' αντιμετωπίσουν την ανία τους οι συνταξιούχοι, οι οποίοι πλέον ζουν περισσότερα χρόνια.
Κάθε σύμπτωση είναι απολύτως τυχαία...
Για το σκάνδαλο του Χωριού Τύπου της Ολυμπιάδας στο Μαρούσι, γράφαμε τις προάλλες. Και μπορεί η συγκεκριμένη περίπτωση να αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προκλητικά απλόχερης ενίσχυσης του μεγάλου κεφαλαίου από την κυβέρνηση, αλλά δεν είναι και η μοναδική. Η κυβέρνηση, με πρόσχημα την προσέλκυση του μεγάλου κεφαλαίου στην ανάληψη έργων ή τομέων, προχωρά σε συνεχώς και μεγαλύτερες παραχωρήσεις, κάθε είδους και μορφής. Μπορεί, για το Ασφαλιστικό, να μη βρίσκει παρά μόνον ψίχουλα στον κρατικό κορβανά ο Ν. Χριστοδουλάκης. Μπορεί ο Δ. Ρέππας να μη βρίσκει ούτε καν ένα μικρό μέρος όσων έχουν καταληστεύσει από τα ασφαλιστικά ταμεία, μέχρι σήμερα. Μπορεί να κινδυνολογούν ασύστολα οι κυβερνώντες και οι μεγαλοεργοδότες, μόλις ακούσουν για την ανάγκη ικανοποιητικών αυξήσεων σε μεροκάματα, μισθούς και συντάξεις. `Η, να μιλούν για άδεια κρατικά ταμεία, όταν αντιμετωπίζουν τα δίκαια αιτήματα των αγροτών, κλπ., κλπ. Οταν, όμως, πρόκειται για δημόσια έργα και γενικότερα, για δουλιές, που αφορούν στην εισροή χρημάτων στα ταμεία των μεγάλων επιχειρήσεων, τότε τα δισεκατομμύρια και τα τρισεκατομμύρια ρέουν άφθονα. Κι όλ' αυτά γίνονται σε όλο και μεγαλύτερη έκταση και βάθος, ενώ έχουν πάρει, ήδη, ασύλληπτες, προκλητικές διαστάσεις.
Αυτή είναι η αλήθεια.
Αποκαλυπτικά των αυξανόμενων συνεχώς ταξικών ανισοτήτων είναι τα στοιχεία, για τους βαθμούς των τελειοφοίτων Μέσης Εκπαίδευσης της περσινής χρονιάς, που έδωσε προχτές στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Στατιστικής Τεκμηρίωσης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 11,56% των μαθητών της περσινής Γ` Λυκείου, που φοιτούσε σε ιδιωτικά σχολεία, αποφοίτησε με βαθμό απολυτηρίου μεγαλύτερο του 19, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των δημοσίων σχολείων βρίσκεται στο 4,74%. Ποσοστό, που συνήθως γίνεται ακόμη μικρότερο στα δημόσια λύκεια της περιφέρειας. Ακόμη, βαθμό απολυτηρίου ανάμεσα στο 15 και το 19 έλαβε το 53,41% των τελειοφοίτων ιδιωτικών λυκείων και μόνον το 35,32% των τελειοφοίτων των δημοσίων λυκείων. Αποκαλυπτικό είναι το γεγονός, επίσης, πως το χάσμα μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών σχολείων διευρύνεται κάθε χρόνο προς όφελος των τελευταίων.
Οπως καταλαβαίνει ο καθένας, τα αποτελέσματα αυτά δίνουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στους τελειοφοίτους των ιδιωτικών σχολείων, στη διεκδίκηση μιας θέσης στις πανεπιστημιακές σχολές «υψηλής ζήτησης», περιορίζοντας τα παιδιά των δημοσίων λυκείων στις «χαμηλής ζήτησης» πανεπιστημιακές σχολές ή τα ΤΕΙ, τα πτυχία των οποίων έχουν περιορισμένο «αντίκρισμα».
Αραγε, τι λέει ο υπουργός Παιδείας; Πιστεύει ότι τα προαναφερόμενα στοιχεία είναι άσχετα με την πολιτική του υπουργείου του και της κυβέρνησης, γενικότερα;
Αυτός είναι ο καημός τους, έλα, όμως, που είναι τέτοια η παραφροσύνη των απαιτήσεών τους, που καρφώνονται. Ο παλαιστινιακός λαός δε σκύβει να σφαχτεί και περιμένει να «αγιάσει», αγωνιζόμενος ενάντια στα ιμπεριαλιστικά σχέδια.
Γιατί, βέβαια, τα σχετικά δημοσιεύματα είναι ενδεικτικά του πόσο μπορούν να ελέγχουν οι εν λόγω εταιρίες, τι λέμε, με ποιον το λέμε και γιατί το λέμε. Οσο για την ασφάλεια του προσωπικού μας απορρήτου, προφανώς επαφίεται στην ευαισθησία των ιδιοκτητών τους, που, φυσικά, δεν έχουμε κανένα λόγο να εμπιστευόμαστε.
Βεβαίως, όταν γίνονται τέτοιου είδους κριτικές, το υπουργείο Δημόσιας Τάξης μιλάει για υπονόμευση της αποτελεσματικότητας των προσπαθειών για «πάταξη της τρομοκρατίας». Πλην, όμως, έχει αποδειχθεί ότι οι κρατικές υπηρεσίες είναι αποτελεσματικές, μόνον εκεί που θέλουν να είναι...
ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΕΙΣ στους πελάτες τους, που έχουν την κακή συνήθεια να επισκέπτονται το γκισέ, σκέφτονται να επιβάλουν τώρα τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας, γιατί τους είναι οικονομικά ασύμφορο, λένε, και προτιμούν να πηγαίνει ο κόσμος στα μηχανήματα αυτόματων συναλλαγών.
Δεν είναι βέβαια να απορεί κανείς, μια και με την ασυδοσία, που τους διασφαλίζεται από το κράτος, συνήθως κάνουν ό,τι θέλουν. Ομως, μήπως παραπάει αυτό; Αρκετά δεν τους χρωστάμε και αρκετά δεν τους πληρώνουμε μέχρι τώρα;
Οχι τίποτε άλλο, δηλαδή, αλλά το μέτρο είναι «κομμένο και ραμμένο» για τους συνταξιούχους, που έχουν κάποιες δυσκολίες εξοικείωσης με τις νέες τεχνολογίες, χωρίς, βέβαια, να ευθύνονται γι' αυτό.
ΕΝΤΑΞΕΙ, να το δεχτούμε, ότι πρωθυπουργός είναι, σχέσεις με τα «διαπλεκόμενα» έχει, μπορεί να γίνεται και διακαναλικός και οτιδήποτε άλλο θέλει. Ομως, το να αποφασίζει η κυβέρνηση ποιοι εκφράζουν την «κοινή γνώμη», μήπως είναι ελαφρώς «καπέλωμα»;
Αν αναρωτιέστε, ποια σχέση έχουν όλα τα παραπάνω, με τα κυβερνητικά μέτρα για το Ασφαλιστικό, τις προωθούμενες μεταρρυθμίσεις στους χώρους της Παιδείας και της Υγείας, τις προτάσεις της Επιτροπής του υπουργείου Οικονομικών για τη φορολογική μεταρρύθμιση, την προωθούμενη απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων, τις ψευτο-αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις από την εισοδηματική πολιτική, κλπ., κλπ., σας συμβουλεύουμε, να μη χάνετε το χρόνο σας. Καμία σχέση δεν έχουν. Απλά, τα πρώτα αποτελούν συνθήματα προς λαϊκή κατανάλωση, ενώ τα δεύτερα είναι η πολιτική της κυβέρνησης στην πράξη.
«Κλείστε τα μεγάφωνα κι ανοίξτε τα αυτιά, ν' ακούσετε προβλήματα που έχουμε πολλά». Το σύνθημα αυτό φώναζαν οι σπουδαστές των ΤΕΙ Κεφαλονιάς, που είχαν συγκεντρωθεί έξω από το Δημοτικό Θέατρο, όπου μίλησε ο Κ. Σημίτης το Σάββατο. Φαίνεται, όμως, πως η σκληρή πραγματικότητα, που βιώνουν οι σπουδαστές -το ΤΕΙ Κεφαλονιάς δεν έχει καν τη στοιχειώδη υλικοτεχνική υποδομή, ούτε καθηγητές - δεν ταίριαζε στο κλίμα, που ήθελε να δημιουργήσει ο Κ. Σημίτης και το πρωθυπουργικό επιτελείο. Γι' αυτό, όχι μόνο τα μεγάφωνα δεν έκλεισαν, αλλά ούτε και τ' αυτιά δεν άνοιξαν, έστω και μετά τη συγκέντρωση. Ο Κ. Σημίτης δεν... μπόρεσε να βρει έστω και λίγα λεπτά για να έχει μια συνάντηση με τους σπουδαστές και ν' ακούσει τα οξύτατα και σοβαρότατα προβλήματά τους.
Προφανώς, το... όραμα της «πραγματικής σύγκλισης» δε συμπεριλαμβάνει το ΤΕΙ Κεφαλονιάς. Οπως δε συμπεριλαμβάνει και ό,τι άλλο αφορά στην ουσιαστική βελτίωση της ζωής των εργαζομένων και της νεολαίας...
Πάντως, για να μην αδικούμε τον Κ. Σημίτη, την κυβέρνησή του και την πολιτική της, πρέπει να σημειώσουμε ότι η αναδιανομή του εισοδήματος, πράγματι, αποτελεί καθημερινό μέλημά τους. Με χίλιους δυο τρόπους, μορφές και κόλπα, συντηρούν και ενισχύουν τους μηχανισμούς αναδιανομής του παραγόμενου από τους εργαζόμενους κοινωνικού πλούτου, προς όφελος των ολίγων «εχόντων και κατεχόντων». Αυτός είναι και ο βασικός άξονας της καθημερινής τους πολιτικής πρακτικής. Κι όποτε στριμώχνονται, όποτε έχουν την ανάγκη κάποιου «φιλολαϊκού» πυροτεχνήματος, όποτε πλησιάζουν εκλογικές αναμετρήσεις και θέλουν να ρίξουν στάχτη στα μάτια των εργαζομένων, κλπ., κλπ., τότε πετάνε και κάποια ψίχουλα σε κάποια μερίδα του λαού. Ακόμη και τότε, όμως, μη νομίζετε, ότι τα παίρνουν από την ολιγαρχία. Αυτό δεν έχει γίνει ποτέ μέχρι σήμερα. Απλά, σ' αυτές τις περιπτώσεις, θυμούνται τη θεωρία των «ρετιρέ» και των «υπογείων». Τα παίρνουν, δηλαδή, από τις λιγότερο αναξιοπαθούντες κατηγορίες εργαζομένων, για να τα δώσουν στους πλέον καταφρονεμένους.
Αυτή είναι η πολιτική αναδιανομής του εισοδήματος, που εφαρμόζει χρόνια τώρα η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.
Δυο βδομάδες έχουν απομείνει από τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία και λιγότερο από ένας μήνας για τη μονομαχία του δεύτερου γύρου και, σύμφωνα με όσα μεταδίδουν οι ανταποκριτές, οι ομοιότητες στα προγράμματα των δυο κυρίων υποψηφίων (Σιράκ και Ζοσπέν) προκαλούν απογοήτευση στο εκλογικό σώμα. «Η δέσμευσή μου για τη Γαλλία», έχει τίτλο το 24σέλιδο φυλλάδιο, που μοίρασε ο Σιράκ, σε 12 εκατομμύρια αντίτυπα, ενώ το 40σέλιδο φυλλάδιο του Ζοσπέν, που μοιράστηκε σε 8 εκατομμύρια, έχει τίτλο «Δεσμεύομαι». Οι ομοιότητες, όμως, δε σταματάνε στους τίτλους. Και στο περιεχόμενο των δυο φυλλαδίων, η σύγκλιση θέσεων και προτάσεων είναι αξιοσημείωτη. Αμφότεροι οι υποψήφιοι υπόσχονται να καταπολεμήσουν την αυξανόμενη εγκληματικότητα, με την ίδρυση ενός νέου υπουργείου, να βελτιώσουν την προστασία του περιβάλλοντος, να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα, να περιορίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης, να μειώσουν τους φόρους και να περιορίσουν την ανεργία. Ολ' αυτά, βέβαια, γενικά και αόριστα και έχοντας ένα το κρατούμενο, τη συνέχιση των μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενων πολιτικών, με τον έναν στη θέση του Προέδρου της χώρας και τον άλλον στη θέση του πρωθυπουργού.
Αμφιβάλλει κανείς ότι, όποιος εκ των δύο κι αν εκλεγεί, το ίδιο θα είναι για τους Γάλλους εργαζόμενους;