Πέμπτη 22 Νοέμβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Η συζήτηση στη Βουλή

Τα μεσάνυχτα της Παρασκευής 21 του Δεκέμβρη θα ολοκληρωθεί η συζήτηση του προϋπολογισμού του 2002, ο οποίος κατατέθηκε χτες στη Βουλή σε μια σύντομη διαδικασία, από τον υπουργό Οικονομίας, Νίκο Χριστοδουλάκη. Για τη συζήτησή του θα διατεθούν πέντε συνεδριάσεις της Ολομέλειας της Βουλής. Ιδιαίτερα λιτή (σε αντίθεση με τους προκατόχους του) ήταν η δήλωση του υπουργού Οικονομίας, ο οποίος ανεβαίνοντας στο βήμα ζήτησε απλώς από τη Βουλή να ορίσει την ημερομηνία συζήτησης του προϋπολογισμού.

ΚΚΕ
Εντείνεται η αντιλαϊκή επίθεση

Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της ΚΕ

«Ο νέος προϋπολογισμός σημαίνει ένταση της επίθεσης στο λαό», τονίζεται σε ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ, στην οποία αναφέρεται:

«Ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2002 κινείται, όπως είναι φυσικό, στην κατεύθυνση που χαράζει η συνολική αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης, που υπηρετεί την πλουτοκρατία, σε βάρος των εργαζομένων. Αυτό αποδεικνύεται από τους φόρους που θα κληθούν να πληρώσουν και πάλι μισθωτοί, συνταξιούχοι, αυτοαπασχολούμενοι, την ίδια ώρα που στο κεφάλαιο χορηγούνται φοροαπαλλαγές. Επίσης, από το γεγονός ότι παραμένουν καθηλωμένες σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα οι δαπάνες κοινωνικού χαρακτήρα.

Ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι η μεθόδευση για την Κοινωνική Ασφάλιση, που δείχνει τις προθέσεις της κυβέρνησης να παραπλανήσει τους εργαζόμενους, για να περάσει τα βαθύτατα αντιλαϊκά μέτρα της: Μειώνει την κρατική επιχορήγηση στα Ασφαλιστικά Ταμεία και μεταφέρει τα ποσά της μείωσης, για να εμφανίσει αυξημένη τη συμμετοχή του δημοσίου στα πλαίσια της λεγόμενης τριμερούς χρηματοδότησης.

Ο νέος προϋπολογισμός σημαίνει ένταση της επίθεσης στο λαό. Πρέπει να πληρωθεί με το ίδιο νόμισμα η συνολική κυβερνητική πολιτική».

Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗΣ
Λιτότητα με... κοινωνική ευαισθησία!

Να χρυσώσει το χάπι της λιτότητας επιχείρησε ο υπουργός Οικονομίας, παρουσιάζοντας το νέο προϋπολογισμό

«Ιστορικό» χαρακτήρισε - με δηλώσεις του στους δημοσιογράφους - τον προϋπολογισμό του 2002 ο υπουργός Οικονομίας, Ν. Χριστοδουλάκης, επειδή «είναι ο πρώτος που συντάσσεται σε ευρώ, που θα κυκλοφορήσει στη φυσική του μορφή». Στην ομιλία του ο υπουργός επιδίωξε να συνδέσει την κοινωνική - κατά κυβέρνηση - διάσταση του προϋπολογισμού με το πνεύμα λιτότητας που κυριαρχεί. Αναφερόμενος αρχικά στο διεθνές περιβάλλον, δήλωσε ότι συνεχίζεται η αβεβαιότητα για τις προοπτικές ανάπτυξης το 2002, ενώ μίλησε και για «μονιμότερη κατάσταση επιφυλακής σε ΗΠΑ, Ιαπωνία και ορισμένες χώρες της ΕΕ, όπου έχουν σημειωθεί εντονότερα σημεία επιβράδυνσης». Οσο για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ανέφερε ότι με στόχο για ρυθμό ανάπτυξης 3,8%, βρίσκεται στην πρώτη θέση μεταξύ των χωρών- μελών του ΟΟΣΑ. Από εκεί και πέρα επιχείρησε να συγκεράσει το «κοινωνικό πρόσωπο» με τη λιτότητα.

Στα πλαίσια αυτά ο Ν. Χριστοδουλάκης αρχικά δήλωσε ότι «ο νέος προϋπολογισμός ανταποκρίνεται σε όλες τις δεσμεύσεις κοινωνικής πολιτικής». Με τον όρο «δεσμεύσεις» φυσικά εννοούσε τα ξεροκόμματα των 5.000 για τις συντάξεις του ΟΓΑ και τις ισόποσες αυξήσεις στο ΕΚΑΣ, αλλά και την ικανοποίηση αιτημάτων μετά από τις σχετικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου, όπως η χορήγηση του οικογενειακού επιδόματος και στους δύο συζύγους από 1/7/2002, καθώς και η χορήγηση από 1/1/2002 του πολυτεκνικού επιδόματος, που επίσης έχει καταστρατηγήσει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.

Στο ίδιο πνεύμα ο υπουργός υποστήριξε πως οι δαπάνες των υπουργείων Παιδείας-Υγείας- Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων είναι αισθητά πάνω από το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ. Σε ποια κατάσταση, βέβαια, βρίσκονται οι δαπάνες αυτές το φανερώνει ο σχετικός πίνακας που δημοσιεύουμε, από τον οποίο προκύπτει ανάγλυφα ότι όλες μαζί οι δαπάνες (Υγείας-Παιδείας-Πρόνοιας) είναι μικρότερες από το 10% του ΑΕΠ. Το πνεύμα λιτότητας στις δαπάνες το έδωσε βέβαια και ο ίδιος, λέγοντας ότι «ο συνολικός ρυθμός αύξησής τους θα είναι μικρότερος του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ».

Σε ό,τι αφορά στις ανειλημμένες υποχρεώσεις του κράτους προς διάφορα ασφαλιστικά ταμεία, την πρωτοφανή περικοπή των επιχορηγήσεων στα Ταμεία για το 2002 ο Ν. Χριστοδουλάκης την αποκάλεσε... «τομή στη χρηματοδότηση της Κοινωνικής Ασφάλισης».

Τέλος, στο νέο προϋπολογισμό προβλέπονται έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις, ύψους 750 δισ. δραχμών.

Περικοπές - σοκ στα ασφαλιστικά ταμεία

Σε άνευ προηγουμένου υπονόμευση των ασφαλιστικών ταμείων προχωράει η κυβέρνηση με το νέο προϋπολογισμό, καθώς για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες μειώνονται και σε απόλυτα ποσά τα σχετικά κονδύλια των επιχορηγήσεων για όλα σχεδόν τα ασφαλιστικά ταμεία. Ετσι, αντί να γίνουν βήματα ώστε να επιστραφεί μέρος από τα χρέη τρισεκατομμυρίων που έχει η κυβέρνηση προς τα ταμεία, κλιμακώνει μια πολιτική που τα οδηγεί σε παραπέρα οικονομικό βούλιαγμα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το επόμενο διάστημα. Για σημαντικά ταμεία, όπως είναι το ΙΚΑ, το ΤΕΒΕ, το ΤΣΑ, το ΤΑΕ και το ΝΑΤ, ο προϋπολογισμός προβλέπει για την επόμενη χρονιά κονδύλια ύψους 1.116 ευρώ αντί για 1.314 που δόθηκαν φέτος. Το ποσό είναι μειωμένο κατά 198 εκατομμύρια ευρώ ή κατά 67 δισεκατομμύρια δραχμές!

Ιδιαίτερα μεγάλο είναι το πλήγμα που δέχεται το ΙΚΑ, οι επιχορηγήσεις του οποίου μειώνονται κατά 30,3%! Ακολουθούν τα κονδύλια που αφορούν το ΤΕΒΕ (μείωση 18,4%) και του ΤΑΕ (μείωση 3,6%).

Την ίδια στιγμή οι κυβερνώντες, ακολουθώντας τις γνωστές στατιστικές απάτες, μεταφέρουν μέρος από τα ψαλιδισμένα κονδύλια των ασφαλιστικών ταμείων στην περιβόητη «συμμετοχή του δημοσίου στην κοινωνική ασφάλιση». Πρόκειται για τα ποσά που πριν λίγες μέρες εμφανίστηκαν από τον φιλοκυβερνητικό Τύπο ως τα... πρόσθετα κονδύλια που βρήκε δήθεν η κυβέρνηση για να καλύψει τη συμμετοχή της στη διαδικασία... αναμόρφωσης του ασφαλιστικού συστήματος. Αποδεικνύεται, δηλαδή, πολύ πριν αρχίσει ο ψευτοδιάλογος για το ασφαλιστικό ότι μοναδικός στόχος της κυβέρνησης είναι η εξαπάτηση και η συμπαιγνία σε βάρος των εργαζομένων. Από αυτή την άποψη σημασία έχει να σημειωθούν και οι ευθύνες της φιλοκυβερνητικής πλειοψηφίας στη ΓΣΕΕ, που πριν λίγες μέρες έσπευσαν να δηλώσουν... ικανοποίηση για τα νέα κονδύλια που ανακάλυψε η κυβέρνηση. Στην ουσία το κονδύλι «συμμετοχή του δημοσίου στην κοινωνική ασφάλιση» δεν είναι τίποτα άλλο από τα ποσά που η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στα πλαίσια της λεγόμενης τριμερούς χρηματοδότησης βάσει του ασφαλιστικού νόμου του 1992, για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας. Πρόκειται για ποσά που η κυβέρνηση αρνιόταν να καταβάλει στα ταμεία μέχρι και το 1999, γεγονός που αποτελεί έναν από τους λόγους της άσχημης οικονομικής κατάστασης που αντιμετωπίζουν σήμερα τα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων. Τα σχετικά χρέη της κυβέρνησης από αυτού του είδους την τριμερή χρηματοδότηση έχουν ξεπεράσει προ πολλού το τρισεκατομμύριο.

ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Τυφλοσούρτης ενίσχυσης του μεγάλου κεφαλαίου

Τυφλοσούρτη για κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης, και ενίσχυσης του μεγάλου κεφαλαίου, αποτελεί ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2002 που κατατέθηκε χτες στη Βουλή. Σαν το πλέον αξιόπιστο εργαλείο δημοσιονομικής αναδιανομής εισοδημάτων υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου, περιέχει όλες τις κυβερνητικές ρυθμίσεις που κινούνται στην κατεύθυνση της υλοποίησης μιας πολιτικής που προβλέπει:

  • Αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των μισθοσυντήρητων, των συνταξιούχων και των ΕΒΕ.
  • Νέα διεύρυνση των φορολογικών απαλλαγών των εκπροσώπων του μεγάλου κεφαλαίου.
  • Καθήλωση των δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα.
  • Περίπου 10 τρισεκατομμύρια δραχμές στους ντόπιους και ξένους τραπεζίτες για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.
  • Εισοδηματική πολιτική λιτότητας, με «αυξήσεις» κάτω από τα επίπεδα του πληθωρισμού.

Η... καινοτομία όμως αυτή τη χρονιά, φαίνεται να είναι η απροκάλυπτη μείωση των κονδυλίων που δίνονται για τα ασφαλιστικά ταμεία. Πρώτη θέση στην υπονόμευση που επιχειρεί η κυβέρνηση είναι το ΙΚΑ, του οποίου οι επιχορηγήσεις το 2002 θα είναι κατά 30,3% μειωμένες σε σχέση με τις φετινές.

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Με πυξίδα το «σύμφωνο σταθερότητας»

Με την εντολή του πρωθυπουργού «να προσεχτεί το "σύμφωνο σταθερότητας"» συνοδεύτηκε η έγκριση που παρείχε το χτεσινό Υπουργικό Συμβούλιο στον προϋπολογισμό για το 2002. Ο Κ. Σημίτης στην εισήγησή του φρόντισε να σημειώσει ότι ο προϋπολογισμός, μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτέμβρη, συντάχτηκε σε «περιβάλλον αβεβαιότητας», για να προσθέσει, ωστόσο, ότι «η Ελλάδα επηρεάστηκε αισθητά λιγότερο» από τις υπόλοιπες χώρες. Παρ' όλα αυτά, τόνισε, το πνεύμα λιτότητας πρέπει να είναι πανταχού παρόν, αφού το «σύμφωνο σταθερότητας» καραδοκεί, καθώς και διότι ο προϋπολογισμός έχει συνταχθεί με βάση ένα σενάριο «ανάπτυξης» της τάξης του 3,8%, αλλά ουδείς γνωρίζει τις εξελίξεις...

Αξιοσημείωτο είναι ότι για μια ακόμα φορά ο πρωθυπουργός ζήτησε «προσοχή στα επικοινωνιακά θέματα» και «επικοινωνιακό συντονισμό» μεταξύ των υπουργών. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί και η «σπόντα» του Γ. Παπαντωνίου κατά του διαδόχου του στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Ν. Χριστοδουλάκη. Ο πρώτος - με αφορμή τη συγχώνευση Εθνικής και Αλφα - είπε ότι «δεν πρέπει να δημιουργούνται μεγάλες προσδοκίες στην αγορά» και πως πριν από κάθε ανακοίνωση απαιτείται στάθμιση των δεδομένων και συνεννόηση...

Από την πλευρά του ο υπουργός Μεταφορών Χρ. Βερελής τάχτηκε υπέρ της δραστικής μείωσης της εισαγωγής εταιριών στο Χρηματιστήριο, καθώς και υπέρ του περιορισμού της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου των εταιριών, για να υπάρξει ενίσχυση της ρευστότητας. Παράλληλα, τάχτηκε υπέρ της μείωσης των τελών στα αεροδρόμια, ως μέτρο ενίσχυσης του τουρισμού και ανέφερε πως πρέπει να υπάρξει «σταθερός ορίζοντας τριετίας» στα φορολογικά.

ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ
Αυξάνεται κατά 2 τρισ. δραχμές

Το 2002 προϋπολογίζεται να ανέβει στα 135,9 δισ. ευρώ (46,3 τρισ. δραχμές) από 130 δισ. ευρώ (44,3 τρισ. δραχμές), που αναμένεται να διαμορφωθεί φέτος, και 124,8 δισ. ευρώ πέρσι

Με ρυθμό δισεκατομμυρίων (σε ευρώ) και τρισεκατομμυρίων (σε δραχμές) αυξάνεται κάθε χρόνο -τα τελευταία χρόνια- το δημόσιο χρέος της χώρας, παρά το γεγονός ότι οι κυβερνώντες εφαρμόζουν με ευλαβική συνέπεια τις εισοδηματικές και δημοσιονομικές πολιτικές μονόπλευρης λιτότητας για τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Αδιάψευστος μάρτυρας τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, όπως αυτά έχουν καταχωρηθεί στον κρατικό προϋπολογισμό για το 2002 που κατατέθηκε χτες στη Βουλή. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το συνολικό χρέος του ελληνικού δημοσίου, προϋπολογίζεται να αυξηθεί κατά περίπου 6 δισ. ευρώ και να ανέβει το 2002 στο ποσό των 135.873,79 δισ. ευρώ (πάνω από 46 τρισ. δραχμές) έναντι 130.048,41 δισ. ευρώ (44,3 τρισ. δραχμές) που αναμένεται να διαμορφωθεί φέτος.

Στην προσπάθειά της να δικαιολογήσει την εμμονή της στην εφαρμοζόμενη αντιλαϊκή πολιτική, η κυβέρνηση Σημίτη «παίζει» με τους αριθμούς και τη νοημοσύνη του λαού, προβάλλοντας μόνο τη μείωση του δημόσιου χρέους σαν ποσοστό του ΑΕΠ, αποφεύγοντας να μιλήσει και για τη συνεχή αύξηση του σε απόλυτους αριθμούς. Στα πλαίσια αυτά, η κυβέρνηση δηλώνει περήφανη για το γεγονός ότι «κατάφερε» να μειώσει το δημόσιο χρέος σαν ποσοστό του ΑΕΠ κατά11 περίπου ποσοστιαίες μονάδες, καθώς το 1996 το δημόσιο χρέος αντιπροσώπευε το 121,1% του ΑΕΠ και το 2002 προϋπολογίζεται να μειωθεί στο 110,3% του ΑΕΠ. Αυτή, όμως, είναι η μισή αλήθεια.

Η άλλη μισή αλήθεια, είναι αυτή που μας πληροφορεί ότι στην περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από το «νέο ΠΑΣΟΚ» και πρωθυπουργό τον Κ. Σημίτη, το συνολικό δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 32,2 δισ. ευρώ (περίπου 11 τρισεκατομμύρια δραχμές). Με βάση τα στοιχεία που έχουν καταχωρηθεί στην εισηγητική έκθεση του υπουργού Οικονομίας Ν. Χριστοδουλάκη για τον προϋπολογισμό του 2002, το συνολικό δημόσιο χρέος της χώρας, ακολούθησε την εξής, ανοδική, πορεία. Από 97.793,10 εκατ. ευρώ που ήταν το 1996, άγγιξε τα 125 δισ. ευρώ το 2000, φέτος αναμένεται να ξεπεράσει τα 130 δισ. ευρώ (εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 130.048,41 δισ. ευρώ) και προϋπολογίζεται να ανέβει το 2002 στο ποσό των 135.873,79 δισ. ευρώ (περίπου 46,3 τρισεκατομμύρια δραχμές).

Διαβάζοντας κανείς τα αναλυτικά στοιχεία, διαπιστώνει πως το ελληνικό δημόσιο - δηλαδή οι Ελληνες φορολογούμενοι και ειδικότερα οι εργαζόμενοι που πληρώνουν τη μερίδα του λέοντος των φόρων - αποτελεί τον καλύτερο πελάτη για τη χρηματιστική ολιγαρχία. Φτάνει μόνο να αναφερθεί ότι οι ελληνικές και ξένες τράπεζες- μαζί με τους μεγαλοεπιχειρηματίες και μεγαλοεισοδηματίες- που δανείζουν το ελληνικό δημόσιο, εισπράττουν κάθε χρόνο δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ (τρισεκατομμύρια δραχμές) για τόκους και προμήθειες. Ενδεικτικά αναφέρουμε, ότι το ελληνικό κράτος πληρώνει κάθε χρόνο για την εξυπηρέτηση των δανείων (τοκοχρεολύσια) περίπου 20 δισ. ευρώ (κοντά στα 7 τρισ. δραχμές). Για το 2002, οι δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, προϋπολογίζονται να αυξηθούν κοντά στα 9 δισ. ευρώ και να ανέλθουν στα 29.271 δισ. ευρώ από 20.666,18 δισ. ευρώ φέτος.

ΚΡΑΤΙΚΑ ΕΣΟΔΑ
Τα βάρη στους εργαζόμενους

Ασύδοτο το μεγάλο κεφάλαιο, που «υστέρησε» στο φόρο του 2001, πριμοδοτείται για το 2002 με νέες φοροαπαλλαγές, διευκολύνσεις και ιδιωτικοποιήσεις

Με διακηρυγμένο στόχο την αύξηση της λεγόμενης ανταγωνιστικότητας και με κεντρικό μοχλό τη μείωση του κόστους παραγωγής, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προχωρά σε νέες και ακόμη μεγαλύτερες φοροαπαλλαγές στο μεγάλο κεφάλαιο. Αυτά που δε θα πληρώσει το μεγάλο κεφάλαιο, θα κληθούν να καταβάλουν τα εργαζόμενα νοικοκυριά και οι συνταξιούχοι είτε μέσω των «παραδοσιακών» τρόπων είτε με τη «νέα» φιλοσοφία της κυβέρνησης, που - σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού 2002 - είναι «η μεταφορά φορολογικού βάρους από την ενδιάμεση παραγωγή στην τελική κατανάλωση» (διάβαζε στα ευρω-βίωτα νοικοκυριά της χώρας).

Με βάση το νέο κρατικό προϋπολογισμό, η κυβέρνηση προϋπολογίζει για το 2002 να εισπράξει το δημόσιο το ποσό των 38,9 δισ. ευρώ (αύξηση 6,1%), με τη μερίδα του λέοντος να προέρχεται από την υπερφορολόγηση των λαϊκών εισοδημάτων. Ετσι, οι έμμεσοι φόροι θα συνεισφέρουν με 20,7 δισ. ευρώ (αύξηση 5,3%) και οι άμεσοι φόροι με 14,6 δισ. ευρώ (αύξηση 7,2%), ενώ τα μη φορολογικά έσοδα (μεταξύ αυτών και οι εισπράξεις από την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου) εκτιμούνται σε 3,6 δισ. ευρώ (αύξηση 6,3%).

Από τα αναλυτικά στοιχεία, προκύπτει η φιλομονοπωλιακή πολιτική της κυβέρνησης και ο βαθιά ταξικός χαρακτήρας του προϋπολογισμού.

Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση προϋπολογίζει να εισπράξει το 2002:

  • 14,6 δισ. ευρώ από άμεσους φόρους (αύξηση 7,2%, δηλαδή θα εισπραχθούν πρόσθετοι άμεσοι φόροι 977 εκατ. ευρώ ή 333 δισ. δρχ.). Από το ποσό αυτό τα 6,5 δισ. ευρώ θα καταβάλουν τα φυσικά πρόσωπα (εργαζόμενοι, συνταξιούχοι, μικρομεσαίοι επαγγελματίες) έναντι μόλις 4,6 δισ. που υπολογίζεται να εισπραχτούν από τα νομικά πρόσωπα, δηλαδή από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η εντεινόμενη φιλομονοπωλιακή πολιτική προκύπτει από το γεγονός ότι για το 2002 η αύξηση του φόρου στα εργαζόμενα νοικοκυριά θα φτάσει σε σύγκριση με φέτος σε 7,7% έναντι αύξησης μόλις 6,3% του φόρου στα κέρδη των επιχειρήσεων. Η πραγματικότητα είναι ακόμη χειρότερη για τους εργαζόμενους και καλύτερη για τους κεφαλαιοκράτες, καθώς όπως ομολογεί η κυβέρνηση με την εισηγητική έκθεση ο φόρος στο εισόδημα των νομικών προσώπων για το 2001 «υστέρησε κατά 801,17 εκατ. ευρώ». Ομολογούν και οι ίδιοι ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις για κάθε 100 δρχ. φόρο που τους αναλογούσε κατέβαλαν μόλις 84,3 δρχ. (!!!). «Υστέρηση» είχαν φέτος και τα έσοδα από τις «ειδικές κατηγορίες φόρου εισοδήματος» (δηλαδή από το φόρο στους τόκους των ομολόγων, των καταθέσεων κλπ.), που ήταν χαμηλότερα κατά 25% από αυτά που είχαν προϋπολογίσει. Στην αντίπερα όχθη τα εργαζόμενα νοικοκυριά, παρά τις δυσβάστακτες επιταγές των κυβερνώντων, εκπλήρωσαν με το παραπάνω τους στόχους του φετινού προϋπολογισμού, αφού όπως ομολογείται και στην εισηγητική έκθεση, το 2001 τα φυσικά πρόσωπα πλήρωσαν 8,2% περισσότερους φόρους σε σχέση με το στόχο(!!!). Σα να μην έφτανε αυτό, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μειώνει και για το 2002 το φόρο στο μεγάλο κεφάλαιο, ταυτόχρονα περιορίζει τις... απαιτήσεις της από αυτό και μετακυλίει και το πρόσθετο βάρος «στα μόνιμα υποζύγια».
  • 20.666,18 δισ. ευρώ από έμμεσους φόρους (αύξηση 5,3% δηλαδή 1.045 εκατ. ευρώ ή 356 δισ. δρχ. σε σχέση με φέτος), που βαρύνουν την τελική κατανάλωση χωρίς καμία διάκριση εισοδημάτων και βέβαια πληρώνονται από τα εργαζόμενα νοικοκυριά και τους συνταξιούχους. Για κάθε 100 δρχ. φόρου που πληρώθηκε φέτος, οι 59 δρχ. προέρχονται από την έμμεση φορολογία, γεγονός που δείχνει μια ακόμη πτυχή του αντιλαϊκού, ταξικού προσανατολισμού των προϋπολογισμών. Για το 2001 αυξημένα σε σχέση με τις προβλέψεις είναι τα έσοδα από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, καθώς και τα τέλη κυκλοφορίας οχημάτων του 2002 που πληρώθηκαν φέτος μέσα στο 2001. Αντίθετα και εδώ «υστέρηση» εσόδων παρουσίασε και πάλι το μεγάλο κεφάλαιο, καθώς η κυβέρνηση φρόντισε να μειώσει στο μισό το φόρο πάνω στο χρηματιστηριακό τζόγο. Αγνωστο για ποιο λόγο η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ «ξέχασε» να βάλει στον προϋπολογισμό του 2002 τα ποσά του φόρου που θα εισπραχτούν στις συναλλαγές στο χρηματιστήριο. Ετσι κι αλλιώς και εδώ οι εργαζόμενοι θα αναπληρώσουν την ...«υστέρηση». Ο ΦΠΑ για το 2002 θα φτάσει σε 11,7 δισ. ευρώ με ετήσια αύξηση 8,4%.
  • 3.435,07 δισ. ευρώ από άλλες πηγές, που είναι αυξημένα κατά 6,3% ή 214,24 δισ. δραχμές και στο μεγαλύτερο μέρος θα προέλθουν από την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας. Οπως ομολόγησε και ο υπουργός Οικονομίας Ν. Χριστοδουλάκης, η κυβέρνηση προϋπολογίζει να εισπράξει το 2002 από τις ιδιωτικοποιήσεις και μετοχοποιήσεις 750 δισ. δραχμές δηλαδή 2,2 δισ. ευρώ.
Δ. ΤΣΟΒΟΛΑΣ
Μια από τα ίδια

Με αφορμή την κατάθεση του νέου προϋπολογισμού, ο πρόεδρος του ΔΗΚΚΙ Δ. Τσοβόλας, δήλωσε: «Ο πρώτος σε ευρώ προϋπολογισμός είναι μια από τα ίδια. Λιτότητα για τους πολλούς και υπερκέρδη για τους λίγους, ενώ παράλληλα συνεχίζεται η μείωση του κοινωνικού κράτους και του εθνικού πλούτου. Με τέτοια, όμως, οικονομική πολιτική, η ανεργία θα αυξηθεί και η παραγωγική οικονομία θα αποδιοργανωθεί».

Να πούμε κι ευχαριστώ;

Τον τίτλο του κυβερνητικού συνδικαλιστή επαναβεβαίωσε χτες ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Χρ. Πολυζωγόπουλος, με αφορμή την κατάθεση του κρατικού προϋπολογισμού από την κυβέρνηση. Σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφων, απάντησε ότι «με τον νέο προϋπολογισμό γίνεται προσπάθεια αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου προς όφελος των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων»! Πρόβλημα εντόπισε μόνο στα κονδύλια για την ανεργία, ζητώντας σημαντική ενίσχυσή τους.

Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
Ατολμος!

Ατολμία (!) καταλογίζει στην κυβέρνηση ο Κ. Καραμανλής, συμπίπτοντας όμως απόλυτα με το «όραμα» (πραγματική σύγκλιση στην ΕΕ) και πλειοδοτώντας σε αντιλαϊκές πολιτικές. Ο πρόεδρος της ΝΔ σχολιάζοντας τον προϋπολογισμό του 2002, αφού συμπαρατάχτηκε με την κυβέρνηση στη μεγάλη πρόκληση της Ελλάδας, «την πορεία της στην εντός ΟΝΕ εποχή», κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «δεν τόλμησε», ενώ έκανε λόγο για «εικονικούς προϋπολογισμούς, με υποθετικά σενάρια και αυθαίρετες παραδοχές».

Ο πρόεδρος της ΝΔ προσέφυγε σε γενικόλογες φραστικές επιθέσεις του τύπου «η κυβέρνηση αυτή δεν έχει στρατηγική για το αύριο, δεν έχει συγκροτημένο σχέδιο για την ανάπτυξη και την πραγματική σύγκλιση», ενώ δε δίστασε να δημαγωγήσει, διαπιστώνοντας ότι «τα βάρη θα πέσουν στους ώμους των μισθωτών, των συνταξιούχων, των μικρομεσαίων και των αγροτών».

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο αρμόδιος συντονιστής Οικονομικών Υποθέσεων της ΝΔ Γ. Αλογοσκούφης, τον χαρακτήρισε «πέμπτο πλασματικό προϋπολογισμό Χριστοδουλάκη» και διαπίστωσε ότι «συνεχίζεται η εκτεταμένη χρήση της δημιουργικής λογιστικής».

ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Πάλι στο ... «γύψο» οι μισθοί και συντάξεις

Πλαφόν 2,5% και 3,3% θέτει η κυβέρνηση στις ονομαστικές αυξήσεις μισθών και συντάξεων του Δημοσίου

Εισοδηματική πολιτική που θέλει τις δαπάνες του Δημοσίου για μισθούς και συντάξεις, να παραμένουν και το 2002- σαν ποσοστό του ΑΕΠ- καθηλωμένες στα επίπεδα του 1996, προανήγγειλε χτες η κυβέρνηση. Παρουσιάζοντας την οικονομική πολιτική του 2002, ο υπουργός Οικονομίας Ν. Χριστοδουλάκης, ανακοίνωσε πως η εισοδηματική πολιτική προβλέπει ονομαστικές αυξήσεις 2,5% στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και 3,3% στις συντάξεις του Δημοσίου. Γνωρίζοντας πως οι αυξήσεις αυτές, θα είναι -για μια ακόμα χρονιά κάτω από την αναμενόμενη (3,1%) αύξηση του πληθωρισμού- ο υπουργός δήλωσε πως οι δαπάνες του κράτους για μισθούς και συντάξεις θα φτάσουν το 6%, επιχειρώντας έτσι να εμφανίσει σαν... εισοδηματική πολιτική τα επιδόματα (σε πολύτεκνους και συζύγους που υποχρεώνεται να δώσει η κυβέρνηση με τελεσίδικη απόφαση των ανώτατων δικαστηρίων), την ωρίμανση, τις νέες προσλήψεις κλπ.

Σημειώνεται, πως από τα επίσημα στοιχεία της εκτέλεσης των προϋπολογισμών 1996 ως 2000 προκύπτει, ότι οι δαπάνες του προϋπολογισμού για μισθούς και συντάξεις- σαν ποσοστό του ΑΕΠ- κινούνται σταθερά γύρω από το 10% και σ' αυτά τα επίπεδα τις προϋπολογίζει η κυβέρνηση και για το 2002. Συγκεκριμένα, το 1996 οι δαπάνες του Δημόσιου για μισθούς και συντάξεις, αντιπροσώπευταν το 9,8%. Αν και από το 1996, έχουν γίνει σωρεία προσλήψεων στο δημόσιο και έχει αυξηθεί σημαντικός αριθμός των συνταξιούχων -σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση για το προϋπολογισμό του 2002 προκύπτει ότι οι δαπάνες του προϋπολογισμού για μισθούς και συντάξεις, σαν ποσοστό του ΑΕΠ, ήταν:

  • 10,2% το 2000
  • έπεσαν στο 10,1% το 2001 (ενώ προϋπολογιζόταν να παραμείνουν στο 10,2%)
  • προϋπολογίζονται να διατηρηθούν στο 10,1% το 2002.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΓΕΩΡΓΙΑΣ
Μεγαλύτερη φτώχεια για τους αγρότες

Την επιδείνωση της φτώχειας των αγροτών προβλέπει ο προϋπολογισμός του 2002. Και μπορεί τα νούμερα πλέον να αναγράφονται σε ευρώ, αλλά για τους αγρότες δεν αλλάζει τίποτα, αφού η ευρω-φτώχεια είχε «προϋπολογιστεί» να ενταθεί από το ερχόμενο έτος.

Το σύνολο των δαπανών για τη γεωργία από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους προβλέπεται για το 2002 σε 5.815,89 εκατ ευρώ, δηλαδή 1.981,7 δισ. δραχμές, έναντι 1.985 δισ. δρχ., που είχαν προϋπολογιστεί το 2001. Η μείωση είναι εμφανής παρά το γεγονός ότι στον προϋπολογισμό του 2002 επιχειρείται να εμφανιστεί αύξηση 4,5% σε ονομαστικές τιμές. Η μεγάλη σφαγή γίνεται στις κοινοτικές επιδοτήσεις, όπου στον προϋπολογισμό του 2002 προβλέπεται να είναι 2.482,65 εκατ. ευρώ, δηλαδή 845,9 δισ. δραχμές, έναντι 930 δισ. δρχ. που προϋπολογίστηκαν το 2001. Η ίδια η εισηγητική έκθεση δεν μπορεί να αποκρύψει τη μείωση αυτή και αναφέρει μείωση σε σύγκριση με το 2001 σε ονομαστικές 3,4%. Ωστόσο, όμως, η εξέλιξη αυτή αποκαλύπτει τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα... της κυβέρνησης Σημίτη, περί εξασφάλισης 7 τρισ. δραχμών μέχρι το 2006 για τις αγροτικές επιδοτήσεις. Στα αξιοσημείωτα, ανάμεσα σε άλλα, είναι ότι παρότι και φέτος υπήρξε πρόβλημα λειψυδρίας, στον προϋπολογισμό του 2002 οι δαπάνες για εγγειοβελτιωτικά έργα μειώνονται κατά 15,6% σε σύγκριση με το 2001, ενώ το 2001 οι αντίστοιχες δαπάνες είχαν μειωθεί κατά 25,1% σε σύγκριση με το 2000.

ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ
Το 50,6% στους τραπεζίτες!

Ενδεικτικό των κατευθύνσεων της κυβερνητικής πολιτικής η εξέλιξη των δαπανών της επόμενης χρονιάς

Η μεγάλη αύξηση κατά 17,6% των συνολικών δαπανών του προϋπολογισμού και τα ιδιαίτερα μικρά ποσοστά εξέλιξης των δαπανών για το σύνολο των δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα, αποκαλύπτει με απροκάλυπτο τρόπο τη γενικότερη κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής.

Του λόγου το αληθές, οι συνολικές δαπάνες του Τακτικού Προϋπολογισμού, μαζί με τους τόκους και τα χρεολύσια εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, ανέρχονται σε 56.956 εκατ. ευρώ (19,5 τρισ. δρχ.). Η πολύ μεγάλη αυτή αύξηση των κρατικών δαπανών οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην πληρωμή χρεολυσίων. Η πληρωμή χρεολυσίων αυξάνει κατά 63,3% από 12,4 δισ. ευρώ φέτος σε 20,4 δισ. ευρώ το 2002. Από εκεί και πέρα η πληρωμή τόκων εμφανίζεται μειωμένη, ενώ οι υπόλοιπες δαπάνες του Τακτικού Προϋπολογισμού, υπακούοντας στην πολιτική της «δημοσιονομικής πειθαρχίας» και της... μείωσης του κράτους, προβλέπεται να αυξηθούν σε ονομαστικούς όρους κατά 5,4% όταν η πρόβλεψη για την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ είναι 6,9%!

Ενα άλλο αξιόλογο στοιχείο που χαρακτηρίζει τις προβλέψεις δαπανών για το 2002 είναι ότι οι δαπάνες τοκοχρεολυσίων αποτελούν το 50,6% του συνόλου των δαπανών, ενώ το υπόλοιπο 49,4% κατανέμεται σε όλους τους άλλους τομείς... Από μια άλλη σκοπιά οι δαπάνες τοκοχρεολυσίων αποτελούν το 21% του ΑΕΠ, ενώ οι δαπάνες για Υγεία - Παιδεία- Κοινωνική Ασφάλιση μόλις το 9,6% του ΑΕΠ. Κοντολογίς, για μια ακόμη χρονιά ο Κρατικός Προϋπολογισμός «ταΐζει» πρώτα και κυρία τους Ελληνες και ξένους τραπεζίτες που έσπευσαν να δανείσουν το ελληνικό Δημόσιο με τοκογλυφικούς όρους... Με τέτοια διάρθρωση δαπανών, είναι εμφανές ότι κάθε αναφορά σε κοινωνικές πολιτικές μόνο σαν σύντομο ανέκδοτο μπορεί να εκληφθεί.

Δείγμα γραφής για την πορεία των κοινωνικών δαπανών μάς δίνουν τα στοιχεία του ίδιου του προϋπολογισμού. Ετσι:

  • Οι πρωτογενείς δαπάνες (μισθοί, συντάξεις, επιχορηγήσεις φορέων κλπ.) σαν ποσοστό του ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθούν από 20,1% σε 19,8% του ΑΕΠ το 2002.
  • Οι αποδοχές προσωπικού παραμένουν καθηλωμένες στο 10,1% του ΑΕΠ,
  • Οι συνολικές δαπάνες του Τακτικού Προϋπολογισμού μειώθηκαν από 28,3% του ΑΕΠ το 2000 σε 27,6% φέτος, ενώ για το 2002 προβλέπεται να μειωθούν στο 26,2% του ΑΕΠ.

Η κυβερνητική προπαγάνδα βέβαια κάνει φιλότιμες προσπάθειες να δώσει κοινωνικές ...πινελιές στον προϋπολογισμό με τις αυξήσεις κονδυλίων στα υπουργεία Παιδείας - Υγείας - Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Οι δαπάνες στα υπουργεία αυτά αυξάνουν κατά 8%, 7,9% και 8,8% αντίστοιχα. Βέβαια, πρόκειται για δαπάνες που κινούνται σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα που όχι μόνο είναι κάτω από το 10% του ΑΕΠ, αλλά δεν είναι και καθαρό πού τελικά πάνε οι δαπάνες αυτές... Κατά δεύτερο, οι αυξήσεις αυτές ισοσταθμίζονται από την καταβαράθρωση άλλων δαπανών. Ετσι:

  • Οι επιχορηγήσεις αποδοχών και φορέων, βρίσκονται κάτω από τα επίπεδα του 2000
  • Οι επιχορηγήσεις στους συγκοινωνιακούς φορείς «παγώνουν» στα φετινά επίπεδα του 2001.
  • Οι καταναλωτικές δαπάνες μειώνονται επίσης απόλυτα κατά 0,8% ως προς το 2001.
  • Οι επιχορηγήσεις στα ασφαλιστικά ταμεία (χωρίς τον ΟΓΑ) μειώνονται 15,1%
  • Οι επιχορήγηση του ΟΓΑ αυξάνεται κατά 10% λόγω πεντοχίλιαρου...
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Η... «κοσμογονία» της μιζέριας

Μια ημέρα πριν τη χτεσινή κατάθεση του κρατικού προϋπολογισμού του 2002, ο υπουργός Πολιτισμού, Ε. Βενιζέλος, χαρακτήρισε «κοσμογονικό» το Γ' ΚΠΣ που αντιστοιχεί στον πολιτισμό. Τον τρόπο με τον οποίο το «πακέτο» αυτό θα αποτελέσει όντως «κοσμογονία» για το ντόπιο μεγάλο κεφάλαιο που δραστηριοποιείται στον πολιτισμό αναλύθηκε από το «Ρ» όταν παρουσιάστηκε από τον υπουργό τον περασμένο Ιούνη.

Το υπενθυμίζουμε, διότι τα περί πολιτιστικής «κοσμογονίας» μπορούν να εκληφθούν μόνο ως απόπειρα δημιουργίας σύγχυσης για την ουσιαστική εικόνα της κυβερνητικής πολιτιστικής πολιτικής, έτσι όπως αυτή εκφράζεται στον κρατικό προϋπολογισμό: και το 2002, το ποσοστό του πολιτισμού επί του συνόλου του προϋπολογισμού, θα εξακολουθήσει να είναι καθηλωμένο κάτω από το 1% και πιο συγκεκριμένα, στο κάθε άλλο παρά «κοσμογονικό» 0,48%, ή αλλιώς 213,3 εκατομμύρια ευρώ (72,7 δισεκατομμύρια δραχμές) και μικρότερο από το 2001 (0,62%).

«Πολιτιστική» μείωση παρατηρείται και στον προϋπολογισμό των δημόσιων επενδύσεων, απ' όπου ενισχύεται και ο κινηματογράφος (1,1% το 2002, από 1,5% το 2001 ή 34,9 και 51 δισ. δρχ. αντίστοιχα). Ελάχιστη είναι η αύξηση των αμοιβών των μονίμων υπαλλήλων του υπουργείου, ενώ οι αμοιβές του έκτακτου προσωπικού παρουσιάζουν σημαντική πτώση (4,7 δισ. δρχ. το 2002, από 6,4 δισ. δρχ. το 2001).

Παγιωμένες παραμένουν οι επιχορηγήσεις στα ΝΠΔΔ (συμπεριλαμβανομένης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης), στα ΑΕΙ και στα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα που καταδικάζονται πλέον στην απόλυτη ανέχεια. Ανεπαίσθητες είναι οι αυξήσεις στους παρακάτω φορείς: Κρατική Σχολή Ορχηστρικής Τέχνης, Εθνική Πινακοθήκη, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, Πνευματικό Κέντρο Δελφών, Κρατικές Ορχήστρες Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Καμία αύξηση δεν προβλέπεται για το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και τελείως ανεπαίσθητη αύξηση για τα κρατικά ωδεία Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Το Εθνικό Θέατρο, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και η Εθνική Λυρική Σκηνή υποχρεούνται να πορευτούν με τα ίδια φετινά ποσά, ενώ μικρή είναι και η αύξηση της επιχορήγησης στους «λοιπούς πολιτιστικούς φορείς (15 εκατ. ευρώ το 2002, έναντι 14,3 εκατ ευρώ το 2001). Η μείωση της επιχορήγησης στα Μέγαρα Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης (8 εκατ. ευρώ το 2002, από 14,6 εκατ. ευρώ το 2001) είναι μάλλον «μαύρο», «εκσυγχρονιστικό» χιούμορ, αφού τα «χοντρά» δισ. θα πάνε στα Μέγαρα από το Γ' ΚΠΣ...

ΤΟΠΙΚΗ - ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ
Κάτω και από τον πληθωρισμό

Συνεχίζεται η πολιτική της παρακράτησης των θεσμοθετημένων πόρων που αναλογούν στην Τοπική Αυτοδιοίκηση (ΤΑ) από την κυβέρνηση. Με βάση το κείμενο του προϋπολογισμού, τα έσοδα της ΤΑ για το 2002 εμφανίζουν μια αύξηση της τάξεως του 2%, ποσοστό δυσανάλογο σε σχέση με την αύξηση των φορολογικών εσόδων του κράτους, μέρος των οποίων διατίθεται στους δήμους.

Συγκεκριμένα, το ερχόμενο έτος η ΤΑ προϋπολογίζεται να εισπράξει από τον κρατικό προϋπολογισμό, 1.473,15 εκατομμύρια ευρώ. Το 2001 εκτιμάται ότι θα εισπράξει 1.444,66 εκατομμύρια ευρώ. Στα προϋπολογισθέντα υπέρ της ΤΑ έσοδα για το 2002 καταγράφεται μια μεγάλη μείωση της τάξεως του 33,6% στις επιχορηγήσεις που δίνονται στους δήμους ως κίνητρα για τη συνένωσή τους ή για αναπτυξιακούς λόγους.

Οι Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι (ΚΑΠ) εμφανίζουν μια αύξηση της τάξεως του 2,4%, όταν η ΤΑ έχει επιβαρυνθεί με το κόστος κρατικών αρμοδιοτήτων, όπως κρατικοί παιδικοί σταθμοί, συντήρηση και επισκευή σχολείων, αθλητικά κέντρα και γυμναστήρια. Για τις αρμοδιότητες αυτές εγγράφεται στον προϋπολογισμό κονδύλι, ύψους 117,39 εκατομμυρίων ευρώ, ωστόσο οι δήμοι επιβαρύνονται με την κάλυψη των κενών σε υποδομή και προσωπικό που υπάρχει σε αυτές τις υπηρεσίες. Παράλληλα, όπως σημειώνεται στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού, το 2002 σχεδιάζεται να μεταφερθούν στην ΤΑ οι αρμοδιότητες των υγειονομικών επιθεωρητών, να ολοκληρωθεί η μεταφορά των λιμενικών ταμείων και να αρχίσει η λειτουργία της Δημοτικής Αστυνομίας. Γι' αυτά δεν προβλέπεται συγκεκριμένο κονδύλι. Προφανώς θα καλυφθούν από ίδιους πόρους ή τη φορολογία των δημοτών, πολιτική στην οποία προτρέπονται οι δήμοι.

Η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, το 2002 προϋπολογίζεται να εισπράξει 592,32 εκατομμύρια ευρώ. Οι ΚΑΠ ανέρχονται σε 396,48 εκατομμύρια ευρώ, ενώ τα υπόλοιπα χρήματα είναι επιχορηγήσεις για την καταβολή επιδομάτων ή τη λειτουργία προνοιακών ιδρυμάτων. Συνολικά προϋπολογίζεται στα έσοδα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης μια αύξηση της τάξεως του 2,1%, όταν κατά γενική ομολογία τα έσοδά της δεν της αρκούν για τη στοιχειώδη λειτουργία της ως διοικητικού μηχανισμού.

ΠΑΙΔΕΙΑ
Μια απ' τα ίδια

Ανικανοποίητο παραμένει το αίτημα για ουσιαστική αύξηση δαπανών για την Παιδεία, καθώς ο προϋπολογισμός δεν προμηνύει αλλαγή του τοπίου στην εκπαίδευση - τουλάχιστον προς το καλύτερο - παρά τις μεγαλοστομίες του υπουργείου περί πρώτης προτεραιότητας στην Παιδεία.

Το συνολικό ποσό που διατίθεται για την Παιδεία, από το σύνολο δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού που ανέρχεται σε 36,64 δισ. ευρώ, είναι μόλις 4,26 δισ. ευρώ ήτοι το 8,6% του Τακτικού Προϋπολογισμού (μαζί με τις δαπάνες του ΠΔΕ φτάνει το 9,3%). Παρόλο που για το 2002 προϋπολογίζεται μια αύξηση των συνολικών δαπανών (τακτικές και δημόσιες επενδύσεις) κατά 7,9% (σε σχέση με φέτος), οι δαπάνες αυτές δεν καλύπτουν βασικές ανάγκες για την Παιδεία. Αλλωστε είναι γνωστό ότι αρμοδιότητες που θα έπρεπε να έχει την ευθύνη το υπουργείο έχουν μετατεθεί σε άλλους φορείς, όπως σε δήμους, χωρίς όμως να μεταφερθούν ικανά κονδύλια για να τις καλύψουν.

Για παράδειγμα, και φέτος απουσιάζουν (όπως και το 2001) οι δαπάνες για τη μεταφορά μαθητών, για επιχορηγήσεις στις σχολικές επιτροπές και σχολικές εφορίες, κάτι που παραπέμπει ευθέως στην «αποκέντρωση» των ευθυνών του κράτους και το φόρτωμα τους στις τσέπες των εργαζομένων μέσω της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Εντυπωσιακή αύξηση παρουσιάζεται στον κωδικό «Διεύθυνση Σχολών Εκπαίδευσης Διδακτικού Προσωπικού», όπου τα κονδύλια σχεδόν τετραπλασιάζονται και φτάνουν 1.228.000 ευρώ έναντι 392.360,97 στον προϋπολογισμό του 2001. Επίσης, τετραπλασιασμός παρατηρείται και στις δαπάνες για εισιτήριες εξετάσεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Στον προϋπολογισμό του υπουργείου Παιδείας παρατηρείται μείωση, ανάμεσα σε άλλες, των δαπανών της κεντρικής υπηρεσίας του ΥΠΕΠΘ, της Γενικής Γραμματείας Εκπαίδευσης Ενηλίκων, Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς, ενώ απουσιάζουν αρκετά επιδόματα σε υπαλλήλους. Αύξηση παρουσιάζεται στις δαπάνες για πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, όχι βέβαια αρκετή για να αλλάξει το σκηνικό στην Παιδεία, με δεδομένες και τις ελλείψεις σε υποδομή που υπάρχουν.

ΥΓΕΙΑ - ΠΡΟΝΟΙΑ
Αγριες περικοπές και συρρίκνωση

Κατά 40% μειώνονται οι επιχορηγήσεις των νοσοκομείων για λειτουργικές δαπάνες

Οι άγριες περικοπές στην Υγεία, που προετοιμάζονται με τη διαβόητη «μεταρρύθμιση του ΕΣΥ», αποτυπώνονται στα κονδύλια του προϋπολογισμού, ενώ αποκαλύπτεται η δραματική συρρίκνωση των υπηρεσιών Πρόνοιας. Οι δαπάνες Υγείας-Πρόνοιας παρουσιάζουν μια συνολική ονομαστική αύξηση 7%. Εντούτοις όμως, η αύξηση αυτή - πέρα απ' τον ονομαστικό χαρακτήρα - κρύβει μεγάλες μειώσεις σε καίριους τομείς: Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων παρουσιάζει μείωση 5,7% (240,65 εκατ. ευρώ έναντι 255,32).

Ετσι αποδεικνύονται λόγια χωρίς αντίκρισμα οι διαβεβαιώσεις που παρέχονται στην εισηγητική έκθεση (σελίδα 51) για ολοκλήρωση των νέων νοσοκομείων, την επέκταση των κτιριακών υποδομών, τη σύσταση και λειτουργία νέων μονάδων, όπως είναι οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Μάλιστα, οι υποσχέσεις αυτές αποκαλύπτονται και από το κονδύλι των προσλήψεων. Προβλέπεται κονδύλι μόλις 5,87 εκατ. ευρώ, τα οποία φτάνουν για την πρόσληψη στην καλύτερη περίπτωση 700 και στη χειρότερη 400 εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία. Πρόκειται για σταγόνα στον ωκεανό των 26.000 κενών οργανικών θέσεων, ενώ δε φτάνουν ούτε για την κάλυψη των κενών απ' τις συνταξιοδοτήσεις, καθώς κάθε χρόνο αποχωρούν 1.500-2.000 άτομα.

Οι επιχορηγήσεις των νοσοκομείων για λειτουργικές δαπάνες μειώνονται κατά 40% (από 16.710.198,09 ευρώ σε 10.000.000 ευρώ). Μηδενίζονται οι δαπάνες για τη νοσηλεία στο εξωτερικό καθώς και οι δαπάνες για τη λειτουργία σχολών στα νοσοκομεία. Μειώσεις υπάρχουν στα κονδύλια για τις εφημερίες των γιατρών (0,2%), τις επιχορηγήσεις για το υγειονομικό υλικό (0,04%), τον εξοπλισμό (14,8%) καθώς και των λοιπών παροχών προς το προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων (0,2%).

Ακόμα πιο άγριες αποδεικνύονται οι περικοπές για την Πρόνοια, καθώς έχει ήδη συρρικνωθεί δραματικά. Μειώνονται τόσο οι επιχορηγήσεις για τα ιδρύματα Πρόνοιας (2,5%) καθώς και οι επιχορηγήσεις για τις αποδοχές του προσωπικού (0,6%). Μικρές αυξήσεις προβλέπονται στα διάφορα επιδόματα, ενώ μειώνονται κατά 25,4% τα βοηθήματα των νεφροπαθών (από 736.493 ευρώ σε 549.000 ευρώ).

Ειδικότερα οι δαπάνες Υγείας-Πρόνοιας στην περιφέρεια παρουσιάζουν ονομαστική αύξηση 7,4%. Ωστόσο, και αυτές χαρακτηρίζονται από μειώσεις, όπως οι επιχορηγήσεις των νομαρχιών για τις λειτουργικές δαπάνες των νοσοκομείων, που είναι μειωμένες κατά 4,8%.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ