Τετάρτη 14 Δεκέμβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
«Ο πουπουλένιος» στο «Αμόρε»

Ο βιασμός του ανθρώπου και η μεταμόρφωσή του σε ακούσιο ή εκούσιο, ασύνειδο ή συνειδητό θύτη-βιαστή άλλων ανθρώπων, κυρίως η μετατροπή του σε μισθωτό «όργανο» μιας κοινωνίας στηριγμένης στη βία, είναι το θέμα του εξαιρετικού, καθαρά πολιτικού, έργου του 35χρονου Βρετανού συγγραφέα Μάρτιν ΜακΝτόνα, το οποίο μας «αποκάλυψε» η έξοχη γλωσσικά μετάφραση της Χριστίνας Μπάμπου-Παγκουρέλη και το ανέβασμά του από το πάντα ανήσυχο ρεπερτοριακά «Θέατρο του Νότου», στη μικρή σκηνή του «Αμόρε». Η κοινωνία γεννά τη βία, αλλά και η οικογένεια, αναπαράγοντας τη βία - με τη γονεϊκή βία στα παιδιά -τροφοδοτεί τους μηχανισμούς της κρατικής βίας και καλλιεργεί σε όλα τα επίπεδα της ζωής του ανθρώπου τη «λογική» της βίας, καταγγέλλει ο συγγραφέας. Ο ΜακΝτόνα συμβολοποιεί την καταγγελία του μέσα από τα τέσσερα βασικά πρόσωπα του έργου. Δυο ασφαλίτες συλλαμβάνουν και ανακρίνουν «προληπτικά» για τυχόν μελλοντικό «έγκλημά» τους δύο νεαρά αδέλφια. Ο μεγαλύτερος ανακρίνεται επειδή γράφει φανταστικές ιστορίες με παράξενους φόνους και βασανίζεται για να «ομολογήσει» ότι έγραψε αυτές τις ιστορίες είτε επειδή τις διέπραξε είτε επειδή σκέφτεται να τις διαπράξει. Ο δεύτερος, που έχει διανοητική υστέρηση, επειδή είναι αδελφός του πρώτου και επειδή θέλει να γίνει «συνεργός» του. Η κλιμακούμενη ψυχολογική και σωματική βία των ασφαλιτών στα δύο αδέλφια και οι απειλές για την εκτέλεση των συλληφθέντων, χωρίς να έχουν δικαίωμα επαφής με τον έξω κόσμο και νομικής υπεράσπισής τους, αποκαλύπτει έναν εφιαλτικό «χορό» οικοδόμησης της κοινωνικής βίας. Οι ασφαλίτες γεύτηκαν τη βία των γονιών τους, αλλά και διά της βίας εκπαιδεύτηκαν στην υπηρεσία τους. Ο «καθυστερημένος» αδελφός όπως και οι νοσηρές ιστορίες που γράφει ο μεγαλύτερος αδελφός είναι αποτέλεσμα της βίας των γονιών τους, βία που «πληρώθηκε» με τη δολοφονία των γονιών από τα παιδιά. Ο «χορός» της κρατικής και κοινωνικής βίας θα τελειώσει με το λυτρωτικό θάνατο του καθυστερημένου αδελφού από τον «υγιή» και την αυτοκτονία του τελευταίου. Το έργο υπηρετήθηκε καθ' όλα με μέτρο. Σκηνογραφικά-ενδυματολογικά από τη Μαγιού Τρικεριώτη, μουσικά από τον Κώστα Ανδρέου, σκηνοθετικά από τη Βίκη Γεωργιάδου και κυρίως από τις πολύ καλές ερμηνείες των ηθοποιών. Ο Αργύρης Ξάφης μορφοποίησε πολύ εκφραστικά και συγκινητικά τον καθυστερημένο αδελφό. Ο Κώστας Βασαρδάνης ανέδειξε το ψυχικό άλγος που γεννά η βία. Πολύ καλοί ήταν οι ασφαλίτες που έπλασαν οι Κωστής Καλλιβρετάκης και Κώστας Μπερικόπουλος.

«Καθρέφτες» της σύγχρονης κοινωνίας
«Οι σεξουαλικές νευρώσεις των γονιών μας» στο «Θέατρο Νέου Κόσμου»

Στην αρχαία Σπάρτη τα «προβληματικά» παιδιά τα πετούσαν στον Καιάδα. Στη Γερμανία του Κάιζερ, απαγορευόταν, με την απειλή και της απόλυσης, η τεκνοποιία στις φτωχές εργάτριες, πρωτίστως στις ανύπαντρες, που γι' αυτό τις αποκαλούσαν «πόρνες» (θυμίζουμε το σχετικό ποίημα του Μπρεχτ). Στη ναζιστική Γερμανία το έγκλημα αυτό γιγαντώθηκε με τα γενετικά πειράματα, πειράματα που συνδέονται και με προπολεμικά πειράματα ψυχιάτρων στην Ελβετία, χώρα-τράπεζα του μεγάλου διεθνούς κεφαλαίου, όπου μέχρι το 1974 νομικά επιβαλλόταν ο υποχρεωτικός ευνουχισμός και η στείρωση των ανδρών και γυναικών που θεωρούνταν «αλκοολικοί», ατόμων που οι ψυχίατροι χαρακτήριζαν ως ψυχικά ή διανοητικά «στερημένους» και γυναικών που θεωρούνταν «πόρνες». Την απανθρωπιά του ευνουχισμού αναπλάθει με δραματική δύναμη, γρήγορη πλοκή και γλωσσική απλότητα το έργο του νέου Ελβετού δραματουργού Λούκας Μπέρφους «Οι σεξουαλικές νευρώσεις των γονιών μας», που ανέβασε το «Θέατρο του Νέου Κόσμου», σε μια παράσταση από τις πιο αξιόλογες του χειμώνα. Οπως, βέβαια, διαφαίνεται από τον τίτλο του έργου, ο συγγραφέας δε φτάνει στην κοινωνική «ρίζα» του κακού. Περιορίζεται να καταδείξει την ανοχή και συνενοχή σ' αυτό το έγκλημα του ατόμου και κυρίως της οικογένειας. Πρόσωπα του έργου είναι ένα ανδρόγυνο μικροαστών, η πάσχουσα από μερική, μη οριζόμενης και ονομαζόμενης αιτιολογίας, νοητική υστέρηση έφηβη κόρη τους, ο καινούριος ψυχίατρός της, ο μανάβης-εργοδότης της και η μητέρα του και ο νέος που «ξυπνά» το σεξουαλικό και ερωτικό της ένστικτο και της σπέρνει ένα παιδί. Παιδί που δε θα γεννήσει, καθώς σ' αυτό το ψυχικά πάναγνο κορίτσι επιβάλλεται άμβλωση, στείρωση και ταπείνωση με το χαρακτηρισμό της ως «πόρνη» και «καθυστερημένη». Το έργο ευεργετήθηκε από όλους τους συντελεστές της παράστασης, υπό την εξαιρετική, ουσιαστικά, αλλά και με μέτρο και ευαισθησία, μοντέρνας αισθητικής αντίληψης σκηνοθετική καθοδήγηση του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Τη γλωσσική φυσικότητα και αμεσότητα της μετάφρασης (Κοράλια Σωτηριάδου). Το αφαιρετικά λειτουργικό σκηνικό και τα σύγχρονα κοστούμια (Μαγιού Τρικεριώτη). Τους υποβλητικούς φωτισμούς (Σάκης Μπιρμπίλης). Την ψυχογραφικά και χαρακτηρολογικά μελετημένη κινησιολογία (Αγγελική Στελλατου). Την «ανησυχητική» μουσική (Λαέρτης Μαλκότσης). Τα πρωτότυπα, έμμεσου σχολιασμού, βίντεο (Νίκος Μακρής). Η παράσταση ευεργετείται και από τις πραγματικά αξιόλογες ερμηνείες όλων, ανεξαιρέτως, των ηθοποιών: Γιώτα Φέστα, Γιώργος Γλάστρας, Φώτης Θωμαΐδης, Μαίρη Σαουσοπούλου, Λαέρτης Μαλκότσης, Ανδρέας Μαυραγάνης. Την παράσταση, όμως, «κλέβει» η λεπτομερέστατη ψυχοδιανοητικής, χαρακτηρολογικής και επεξεργασίας στο λόγο, την έκφραση του προσώπου, τη χειρονομία της κίνηση - υποκριτικής χάρης, συγκινητική αλλά και με αίσθηση του χιούμορ, ερμηνεία της νέας, ολοφάνερα ταλαντούχας, ηθοποιού Κόρας Καρβούνη.



ΘΥΜΕΛΗ

«Αυτός που νόμιζε» στο «Πορεία»

Ο θίασος «Δόλιχος» του Δημήτρη Τάρλοου, σε καλή μετάφραση του ίδιου, σε συνεργασία με τον Στρατή Πασχάλη, ανέβασε το έργο των Πίτερ Μπρουκ - Μαρί-Ελέν Εστιέν «The man who» (με τον ελληνικό τίτλο «Αυτός που νόμιζε»). Ο διάσημος σκηνοθέτης Π. Μπρουκ βάσισε αυτό το σπονδυλωτό έργο στο ψυχογραφικό μυθιστόρημα του νευρολόγου Ολιβερ Σακς «Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο». Το έργο αποτελείται από 17 σύντομα κείμενα, που μοιάζουν με προσχέδια «πορτρέτων» βασανισμένων ανθρώπων, πασχόντων μόνο ή οπωσδήποτε από ψυχική νόσο, αλλά και από τραυματικές μνήμες, ποικίλες αγωνίες, έλλειψη αγάπης, μοναξιά. Τα κείμενα θυμίζουν τη συνήθη μέθοδο του Μπρουκ στα έργα που ανεβάζει. Μέθοδος που βασίζεται στην έρευνα κάποιου ανθρωπολογικού ή κοινωνικού προβλήματος, ιστορικού γεγονότος ή εθνικού πολιτιστικού δημιουργήματος και στη διαρκή μελέτη του κατά τη διαδικασία της σκηνικής ανάπλασής του. Τα κείμενα μοιάζουν σαν μικρές υποκριτικές ασκήσεις για ηθοποιούς, ασκήσεις προγύμνασής τους για την ερμηνεία ενός πλήρως σχεδιασμένου ψυχογραφικά, διανοητικά και χαρακτηρολογικά προσώπου-ρόλου. Αυτήν ακριβώς την ψυχαναλυτική «καταγωγή» και «φύση» των κειμένων πρόβαλε η λιτή, ρεαλιστική σκηνοθεσία της Αυστριακής σκηνοθέτιδας Ρενάτε Τζέι, με τη συμβολή του αφαιρετικού σκηνικού και των κοστουμιών της Σύλβια Βέμπερ, των ατμοσφαιρικών φωτισμών της Μελίνας Μάσχα, τη μουσική επιμέλεια του Δημήτρη Ιατρόπουλου και των συνολικά καλών ερμηνειών. Με την απέριττη υποκριτική αλήθεια του Μανώλη Μαυροματάκη, την αισθαντικότητα του Δημοσθένη Παπαδόπουλου, την απλότητα του Δημήτρη Τάρλοου και τις αξιόλογες ερμηνείες των Γρηγόρη Γαλάτη και Βασίλη Καραμπούλα.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ