Παρασκευή 17 Δεκέμβρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Ελλάς - Γαλλία: Αγγελόπουλος και Μασσαλία!

Και ακόμα: «Μητέρα Ινδία» και τρυφερά κινούμενα σχέδια.

Και επίσης: βία και (αμερικάνικη) ανοησία.

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΓΚΟΡΝΤΟΝ ΓΚΡΙΝ
Κύμα οργής

Πράγματι, ένα μεγάλο, ένα τεράστιο Κύμα Οργής σε πιάνει, σε κυριεύει καλύτερα, μετά το μισάωρο της ταινίας. Γιατί νιώθεις να σε έχουν εξαπατήσει. Αφού το ξεκίνημα άλλα έδειχνε και άλλα συνέβησαν στη συνέχεια.

Σε μια αγροικία, κάπου στον αμερικάνικο νότο, ένας «σκεπτικός» (όχι σκεπτόμενος, όπως αποδείχτηκε) πατέρας ζει με τα δυο παιδιά του (ο ένας έφηβος ο άλλος παιδί ακόμα). Κάποια μέρα φτάνει στο κτήμα ο μόλις απολυθείς από τη φυλακή θείος (αδερφός του πατέρα). Και ενώ πιστεύεις πως η οικογένεια θα βοηθήσει το θείο να ξαναφτιάξει τη ζωή του, γίνεται το έλα να δεις. Ο θείος, μετά από κάποιες μέρες γαλήνης και ησυχίας, ρίχνεται και σκοτώνει τον αδερφό του και στη συνέχεια παίρνει στο κυνήγι τα ανίψια του, τα οποία φεύγοντας για να γλιτώσουν, παίρνουν μαζί τους το θησαυρό με τα χρυσά νομίσματα που είχε καταχραστεί ο δολοφονημένος αδερφός (και πατέρας τους)! Ο οποίος, επιπροσθέτως, πέρα από τα χρυσά νομίσματα είχε κλέψει από τον αδερφό-δολοφόνο του και την έγκυο -τότε - κοπέλα του, την οποία κάνει γυναίκα του και γεννάει το δεύτερο παιδί τους. Μύλος!

Ενας μύλος γεμάτος βία και ανοησία. Βία γιατί η άγρια δολοφονία του πατέρα γίνεται μπροστά στα παιδιά του. Ανοησία γιατί μετά τη δολοφονία ο σκηνοθέτης έχασε κάθε προσανατολισμό. Ο,τι του ερχόταν στο μυαλό το έβαζε στην ιστορία του. Ετσι το κύριο θέμα γινόταν δευτερεύον και το δευτερεύον κύριο. Μπέρδεμα, δηλαδή, άνευ προηγουμένου. Μακριά, μέρες που είναι!

Παίζουν: Τζέιμι Μπελ, Ντέβον Αλαν, Τζος Λούκας, Ντέρμοτ Μαλρόουνι.

Ολοκληρώνεται την Κυριακή, στις 12 το μεσημέρι, στον κινηματογράφο της οδού Σταδίου, «Απόλλωνα», το αφιέρωμα «Κινηματογράφος και Λογοτεχνία» με την ταινία, «Γετρούδη», του Καρλ Ντράγιερ από το ομότιτλο θεατρικό έργο - βιβλίο, «Γετρούδη», του Χιάλμαρ Σόντερμπεργκ.

Γενική είσοδος 5 ευρώ. Μετά το τέλος της ταινίας θα ακολουθήσει συζήτηση.

Πρωταγωνιστούν: Νίνα Πενς Ρόντε, Μπεντ Ρόθε, Εμπε Ρόντε, Αξελ Στρόμπιε, Αννα Μάλμπεργκ.

ΜΠΙΜΠΑΝ ΚΙΝΤΡΟΝ
Η επόμενη σελίδα

Μια πολύ καλή ηθοποιός (Ρενέ Ζελβέγκερ) προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή μια ανόητη ηθογραφική ιστοριούλα. Μια νεαρή χοντρούλα ζει μέσα στην ανασφάλεια αφού, νομίζει, πως σε κάθε γωνία που στρίβει την περιμένει η απόρριψη. Μια μέρα νιώθει ότι ο έρωτάς της απειλείται από μια άλλη (πιο όμορφη). Θυμώνει, παθιάζεται, νικάει τις αναστολές της και κερδίζει το έπαθλο (παντρεύεται)! Τι να πεις;

Στα τρελά - και τα αντιφατικά - της υπόθεσης είναι πως της χοντρούλας της την «πέφτει» ένας πολύ όμορφος (Χιού Γκραντ) Αμερικάνος «Χατζηνικολάου» και εκείνη αρνείται! Και εκείνος τρελός και παλαβός την παρακαλάει, την εκβιάζει! Αυτά δε συμβαίνουν ούτε στον κινηματογράφο, βέβαια, πόσο μάλλον στη ζωή!

Χάρτινοι ήρωες για χάρτινους θεατές, για χάρτινα μυαλά.

Παίζουν: Ρενέ Ζελβέγκερ, Χιού Γκραντ, Κόλιν Φερθ, Τζιμ Μπροντμπέντ.

ΓΙΑΝΙΚ ΧΑΣΤΡΟΥΠ
Το παιδί που ήθελε να γίνει αρκούδα

Μια πολική αρκούδα γεννάει ένα αρκουδάκι - αλλά το νεογνό πεθαίνει πάνω στη γέννα. Λίγο πιο πέρα, μια γυναίκα γεννάει ένα δυνατό υγιές αγόρι. Η πολική αρκούδα είναι τόσο θλιμμένη από την απώλεια του μικρού της που σωριάζεται κάτω στον πάγο για να πεθάνει. Ετσι, το ταίρι της κλέβει το μωρό της γυναίκας και το φέρνει στους πάγους. Το αγοράκι μεγαλώνει με την αρκούδα, μαθαίνοντας όλα όσα πρέπει να ξέρει μια αρκούδα: Eύκολο πράγμα για ένα αγοράκι.

Αυτή είναι η απλή ανθρώπινη ιστορία που ξετυλίγεται τρυφερά με θαυμάσια, απλά, όμορφα σκίτσα. Καμιά σχέση, όπως αντιλαμβάνεστε, με τις «αστυνομικές ιστορίες», που έχουν τα κάθε είδοyς βιομηχανικά καρτούν, τα οποία έχουν πλημμυρίσει τις οθόνες τα τελευταία χρόνια.

Η ταινία είναι μια συμπαραγωγή Γαλλίας - Δανίας (2002) κι έχει τιμηθεί με μια πλειάδα βραβείων. Πρόκειται αναμφίβολα για μια απ' τις ωραιότερες ταινίες του κορυφαίου Δανού δημιουργού κινουμένων σχεδίων Γιάνικ Χάστρουπ.

ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ
Το λιβάδι που δακρύζει

Οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές, Αλ. Αϊδίνη και Ν. Πουρσανίδης
Οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές, Αλ. Αϊδίνη και Ν. Πουρσανίδης
Οι ταινίες του Αγγελόπουλου, ο καλός κινηματογράφος, η τέχνη, είναι στοιχεία διαχρονικά. Δεν μπορείς να πεις «Το Λιβάδι Που Δακρύζει έχει βγει στις αίθουσες, έκανε τον κύκλο του». Οι οθόνες είναι, πρέπει να είναι, πάντα ανοιχτές σε τέτοια σημαντικά καλλιτεχνικά γεγονότα.

Το Λιβάδι, λοιπόν, φορτωμένο με ένα ακόμα διεθνές βραβείο (της διεθνούς επιτροπής κριτικών FIPRESCI) ξαναβγαίνει από σήμερα στις αίθουσες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Και θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι ένας πολύ καλός «μποναμάς», για τους φίλους του καλού κινηματογράφου, αφού η βδομάδα που διανύουμε δεν είναι, δυστυχώς, από τις καλύτερες κινηματογραφικά!

Θυμίζουμε πως Το Λιβάδι που Δακρύζει είναι το πρώτο μέρος, η πρώτη ταινία καλύτερα, της Τριλογίας (οι άλλες δυο ταινίες δεν έχουν γυριστεί ακόμα), του πολύ καλού Ελληνα σκηνοθέτη, που αναφέρεται στην ιστορική παρουσία του Ελληνισμού του περασμένου αιώνα. Ο Αγγελόπουλος παρακολουθεί αυτή την ιστορική διαδρομή μέσα από τη σχέση δύο ανθρώπων. Δύο ανθρώπων που πρωτο-συναντιούνται - παιδιά ακόμα - το 1919 στην Οδησσό. Αυτοί οι δυο άνθρωποι, ακολουθώντας τις περιπέτειες (κάποιοι το λένε «μοίρα») του Ελληνισμού χάνονται και ξαναβρίσκονται, ανάλογα με τον «ρουν» της ιστορίας και τις «συνθήκες». Πάντως, είναι πάντα παρόντες στα μεγάλα εθνικά και διεθνή ιστορικά γεγονότα.

Το Λιβάδι που Δακρύζει αρχίζει με την είσοδο του Κόκκινου Στρατού στην Οδησσό το 1919 και τη φυγή της εκεί ελληνικής παροικίας, και τελειώνει το 1949, με το τέλος του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Κεντρικό πρόσωπο της ταινίας είναι μια γυναίκα. Μια γυναίκα που τη γνωρίζουμε παιδί, στη συνέχεια έφηβη, μητέρα και, τέλος, μια γυναίκα μοναχή!

Θέλουμε να υπογραμμίσουμε πως, όποιες αντιρρήσεις και αν έχει κάποιος για το έργο του Αγγελόπουλου, και για τη συγκεκριμένη ταινία, σίγουρα θα αποζημιωθεί παρακολουθώντας Το Λιβάδι, αφού, τουλάχιστον το αισθητικό μέρος του, αγγίζει τα όρια του άψογου. Μερικά από τα πλάνα δικαιώνουν την άποψη πως ο κινηματογράφος είναι Τέχνη που κλείνει στο εσωτερικό της το σύνολο των τεχνών (αρχιτεκτονική, ζωγραφική, ποίηση, χρώματα, σκιές, φως, μουσικές, ψίθυροι).

Περισσότερα για την ταινία στο φύλλο της Κυριακής στη στήλη «Η Ταινία της Βδομάδας».

Παίζουν: Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Νίκος Πουρσανίδης, Γιώργος Αρμένης, Βασίλης Κολοβός, Εύα Κοταμανίδου, Τούλα Σταθοπούλου, Μιχάλης Γιαννάτος, Θάλεια Αργυρίου, Γρηγόρης Ευαγγελάτος.

ΜΕΧΜΠΟΥΜΠ ΚΑΝ
Η γη ποτισμένη με ιδρώτα

Οποιος αγαπάει τον κινηματογράφο, για «ιστορικούς» καθαρά λόγους, πρέπει να δει το «Μητέρα Ινδία» (Η Γη Ποτισμένη με Ιδρώτα). Οταν πρωτο-παίχτηκε (1957) στην Ελλάδα έσπασε καρδιές και «διαμόρφωσε» και ένα μέρος της ντόπιας κινηματογραφικής και μουσικής μας παραγωγής. Πρέπει, επίσης, να τη δει και για την ίδια την ταινία. Την αισθητική της, το περιεχόμενο και τη φόρμα της.

Μπορεί η Ελλάδα σήμερα να μη «συγκινείται» από πράγματα που συγκινιόταν το 1957. Οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Ομως, είναι χρήσιμο να μελετηθούν οι συμπεριφορές. Να βγούνε συμπεράσματα.

Η Γη Ποτισμένη Με Ιδρώτα, είναι ένα λαϊκό κινηματογραφικό μουσικό ανάγνωσμα. Ενα ανάγνωσμα ακόμα και για ανθρώπους που δεν ξέρουν να διαβάζουν! Αφού οι εικόνες της είναι «ανάγλυφες» και ο θεατής δε δυσκολεύεται να τις αναγνωρίσει και να τις αφομοιώσει. Αφού είναι «αληθινές». Αληθινές, φυσικά, με την έννοια της σχηματικής αναφοράς στο κακό και στο καλό, στο δίκαιο και το άδικο. Αληθινές με μια αλήθεια «διδακτική». (Δεν πρέπει να ξεχνάμε τα εκατομμύρια αναλφάβητους της Ινδίας, τα εκατομμύρια των «πρωτόγονων» ανθρώπων της ινδικής υπαίθρου).

Η ταινία είναι σκόπιμα σχηματική, αφού στοχεύει να επικοινωνήσει, να ιδωθεί και να «αγοραστεί» (εισιτήριο) από ακατέργαστες μάζες. Εχει, δε, όλα τα στοιχεία του λαϊκού «έπους». Είναι γερά δομημένη και παρακολουθείται με αμείωτο ενδιαφέρον. Ο έρωτας, το χιούμορ, οι εντάσεις, οι συγκρούσεις, είναι σε σωστές «δόσεις». Θα μπορούσε να πει κανείς πως μοιάζει με ένα μακρόσυρτο δημοτικό τραγούδι. Ενα τραγούδι που ξέρει να συγκινεί!

Σε καμία περίπτωση δεν τη συστήνουμε για την καλλιτεχνική της αξία. Το αντίθετο, μάλιστα! Δεν παραβλέπουμε πως μακρόχρονα βλάπτει, τελικά, τον λαϊκό άνθρωπο αφού του συστήνει σχηματικές αλήθειες. Αν λέμε πως πρέπει να τη δει ο κινηματογραφόφιλος είναι γιατί αποτέλεσε ένα «σταθμό», τόσο στον τόπο μας όσο και αλλού. Και πρέπει να έχει γνώμη για το «φαινόμενο». Αλλά και για έναν πρόσθετο, ακόμα, λόγο. Αν οι δημιουργοί είχαν άλλα οράματα και άλλες εκτιμήσεις για τους ανθρώπους και τη ζωή, η ταινία με ένα «τσακ» θα μπορούσε να ήταν πράγματι ένας σταθμός για τον κινηματογράφο! Αυτό το «τσακ» που είχαν οι παλιές ρώσικες ταινίες. Αυτό το «τσακ» (μείγμα ταλέντου και ιδεολογίας) που είχε ο καλός επικός ιαπωνικός κινηματογράφος (οι συγκρίσεις γίνηκαν για να συνεννοηθούμε).

Παίζουν: Ναργκίς, Σανίλ Ντουτ, Ρατζέντρα Κουμάρ, Ραάτζ Κουμάρ, Κανχάιγιάλαλ.

Δύο ντοκιμαντέρ: Δύο διαφορετικές αξίες

Επικρατεί σε αρκετούς η αντίληψη πως ο κινηματογράφος-αλήθεια, το ντοκιμαντέρ, αποδίδει πιστά την πραγματικότητα, αφού ο σκηνοθέτης «τραβάει» τα γεγονότα, όπως αυτά διαδραματίζονται μπροστά στη μηχανή του. Αντίθετα, υποστηρίζουν οι θιασώτες της παραπάνω αντίληψης, στις ταινίες με υπόθεση, φιξιόν, ο δημιουργός αναπλάθει, αναδημιουργεί την πραγματικότητα. Αυτά που βλέπουμε στην οθόνη δεν είναι παρά ο κόσμος του δημιουργού, η πραγματικότητα, όπως αυτός την έχει κατανοήσει, σε κινηματογραφικές εικόνες.

Η αλήθεια, όμως, είναι πως και στις δυο περιπτώσεις το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα είναι υποκειμενικό (όταν είναι τέτοιο!). Οι εικόνες και στο ντοκιμαντέρ, εάν ο καλλιτέχνης δεν έχει κατακτήσει την αντικειμενική πραγματικότητα, είναι υποκειμενικές. Αφού ο δημιουργός, έτσι και αλλιώς, επιλέγει συγκεκριμένες μόνο στιγμές από τα γεγονότα, επιλέγει τις γωνίες λήψεις (την οπτική γωνιά-θέση από την οποία βλέπει το γεγονός), καθορίζει την αλληλουχία και τη διάρκεια των πλάνων, τους ήχους, τις μουσικές, κλπ. Επομένως, και στο ντοκιμαντέρ, στην πραγματικότητα παρακολουθούμε τον «κόσμο» του δημιουργού. Εάν ο δημιουργός έχει αφομοιώσει σωστά την αντικειμενική πραγματικότητα, και μπόρεσε να την αποδώσει με καλλιτεχνικές εικόνες, τότε έχουμε να κάνουμε με ένα αληθινό έργο τέχνης. Με ένα αντικειμενικό έργο τέχνης. Με μια αλήθεια!

Θεωρώ τις παραπάνω επισημάνσεις απαραίτητες και για τα δυο ντοκιμαντέρ που θα σχολιάσουμε παρακάτω. Τη «Μασσαλία», του Μάρκος Γκαστίν, και το «Festival Express», του Μπομπ Σμίτον.

Μάρκος Γκαστίν
«Μασσαλία, μακρινή κόρη»

Η «Μασσαλία», για να αρχίσουμε με το «δικό» μας ντοκιμαντέρ, είναι η Μακρινή Κόρη του Γκαστίν, όχι η πραγματική, η αντικειμενική Μασσαλία. Μια πόλη, δηλαδή, που έβραζε και βράζει. Μια πόλη γεμάτη αντιθέσεις. Και ζωή. Μια πόλη που υποδέχτηκε στις αρχές του περασμένου, κυρίως, αιώνα Ελληνες μετανάστες. Ο Γκαστίν από την πραγματικότητα απομόνωσε ένα μικρό μέρος της, και λειτουργώντας άκρως συναισθηματικά προσπάθησε να εξηγήσει το «φαινόμενο» της ελληνικής παρουσίας στη γαλλική αυτή πόλη με συναισθηματικό, κατά τη γνώμη μας, τρόπο. Ξεκομμένο, αυτό το φαινόμενο, από την ίδια την πόλη. Από τους παλμούς της πόλης (Δεν είναι τυχαίο που δε βλέπουμε ούτε έναν Γάλλο).

Ο Ελληνογάλλος σκηνοθέτης (γεννήθηκε στο Παρίσι το 1952) παγιδεύτηκε, φαίνεται, από τα βιώματά του. Αφησε το συναίσθημα να τον οδηγήσει. Δεν έψαξε, δεν ερεύνησε, δεν αξιολόγησε. Δε συσχέτισε το χρόνο, το χώρο και τα ιστορικά γεγονότα. Ακούμπησε πάνω σε προσωπικές μαρτυρίες και προσπάθησε, μέσα από αυτές, να «αποκαλύψει» όλο το φάσμα της εμφάνισης και παρουσίας των Ελλήνων στο γαλλικό αυτό λιμάνι. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε μια τρυφερή ταινία, η οποία, όμως, δεν αποκαλύπτει ολόκληρη την αλήθεια. Αφού τα άτομα που εμφανίζονται σε αυτή, λειτουργώντας και αυτά συναισθηματικά, δεν μπορούν να εντάξουν το προσωπικό μέσα στο γενικό. Από τις μαρτυρίες τους μένει ακάλυπτη η συμπεριφορά των Γάλλων απέναντί τους, ας πούμε. Και αυτό δεν είναι δίκαιο...

Η απόπειρα του Γκαστίν, πρέπει να ομολογήσουμε, έγινε με πολύ διακριτικό και πολιτισμένο τρόπο. Στην ταινία δεν ακούγονται κραυγές και αναθέματα. Οι άνθρωποι προσπαθούν να εξηγήσουν την περιπέτειά τους. Και το κάνουν σε ήπιους τόνους και με μεγάλη αξιοπρέπεια. Δίνοντας την ευκαιρία στο θεατή να «μελετήσει» τα λόγια τους, να «ακούσει» τις αναφορές τους. Στο τέλος ο θεατής συμπάσχει μαζί τους. Γίνονται δικοί του άνθρωποι.

Ωστόσο και ο δημιουργός και οι Ελληνογάλλοι, πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς που εμφανίζονται στην ταινία, φαίνονται όλοι άνθρωποι «πονηρεμένοι». Και απ' αυτούς έχεις περισσότερες - πολιτικές - απαιτήσεις. Σχολιάζουν εύστοχα και κάνουν εύστοχες αναφορές για κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Ομως, όλοι και όλα μένουν στις αναφορές, δεν προχωράνε σε ερμηνείες. Ετσι, παρότι ακούγονται πράγματα με ιδιαίτερη αξία (ρατσισμός, ταξικό δέσιμο των μεταναστών με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλοτρίωση, αποξένωση, αλλαγές στον κοινωνικό και οικογενειακό ιστό, ταξική μετανάστευση, κλπ.), η ταινία δεν κατορθώνει να αρθρώσει πολιτικό λόγο. Μένει πιστή στο συναίσθημα. Κρίμα, γιατί ο σκηνοθέτης δείχνει να ξέρει τους λόγους και τις αιτίες...

Εδώ, λοιπόν, ξαναγυρίζουμε στην αρχή του σημειώματος. Το ντοκιμαντέρ από μόνο του δεν είναι κινηματογράφος-αλήθεια! Γίνεται κινηματογράφος-αλήθεια όταν επιλεγούν οι «σωστές» στιγμές των γεγονότων, οι «σωστές» γωνιές από τις οποίες καταγράφονται τα γεγονότα. Γίνεται όταν το προσωπικό αφομοιώνεται στο γενικό και το γενικό ελευθερώνει αναβαθμισμένο το προσωπικό. Οταν λειτουργεί η αλληλοεπίδραση στη διαμόρφωση των ανθρώπων και της ιστορίας. Η μετανάστευση, σε όλες τις εποχές, ήταν και είναι κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό φαινόμενο. Και σαν τέτοιο πρέπει να ερμηνεύεται.

Πάντως, η «Μασσαλία» του Γκαστίν έχει ευγένεια! Ο δημιουργός της μπορεί να μην ανέδειξε όσα έπρεπε και μπορούσε να αναδείξει, όμως πουθενά, και σε καμία στιγμή, δεν έχεις την αίσθηση πως θέλει να σε ξεγελάσει. Αν αποδεχτείς τη συναισθηματική λογική της θα την ευχαριστηθείς. Αν όμως ζητάς κάτι παραπάνω τότε θα νιώσεις πεινασμένος...

Μπομπ Σμίτον
«Festival Express»

Εδώ τα πράγματα αποδείχνουν πως και με τον κινηματογράφο-αλήθεια, το ντοκιμαντέρ, μπορείς όχι μόνο να μη δείξεις την πραγματικότητα, αλλά να την αλλοιώσεις κιόλας! Μπορεί να φαίνεται ότι «τραβάς» ένα γεγονός, μια πραγματικότητα, και στην οθόνη να εμφανίζεται μια αλλοιωμένη ανάπλαση της πραγματικότητας. Μια μυθοπλασία. Ενα ψέμα!

Ενας «ξύπνιος» επιχειρηματίας στοιβάζει σε ένα τρένο την αφρόκρεμα της αμερικάνικης ροκ μουσικής του '70, Τζάνις Τζόπλιν, Grateful, Dead, Band, Μπάντι Γκάι, Μπόνι και Ντιλέινι, Great Speckled, Bird, Ερι Αντερσεν κ.ά., και ένα κινηματογραφικό συνεργείο και ξεκινάνε για το... μακρύτερο μουσικό φεστιβάλ. Ενα φεστιβάλ που διασχίζει την Αμερική και τον Καναδά. Οι καλλιτέχνες θα παίζουν μουσική στη διαδρομή αλλά και στους διάφορους σταθμούς-πόλεις που θα φτάνει το τρένο. Η κίνηση ήταν ευφυής και αποδοτική (οικονομικά). Αλλά και μουσικά πρωτοποριακή. Αφού οι μουσικοί του τρένου θα ζούσαν όλες τις ώρες και τις μέρες μαζί, μέσα σε ήχους, αυτοσχεδιασμούς και μουσικές.

Τα παραπάνω (κουτσά-στραβά) τα δείχνει το άτεχνο και στο πόδι καμωμένο ντοκιμαντέρ. Επίσης, δείχνει τη μανία του επιχειρηματία για κέρδος. Δείχνει, ακόμα, την αποσύνθεση μέσα στην οποία βιώνουν οι καλλιτέχνες (αλκοόλ, ναρκωτικά). Ολα τα δείχνει. Ομως... Ομως, τα δείχνει επιφανειακά, χωρίς υπογραμμίσεις, με αποτέλεσμα να μη σημειώνονται και να μην υπογραμμίζονται στη μνήμη μας. Και, βέβαια, να μην αξιολογούνται στη συνέχεια! Ιδιαίτερα από νέους θεατές που δεν έχουν δικές τους αναφορές για εκείνη την περίοδο.

Με άλλα λόγια, έχουμε ένα ντοκουμέντο που δεν είναι ντοκουμέντο. Αφού όλοι ξέρουμε πως στη δεκαετία του '70 έπεσαν, μέσα στα ναρκωτικά και στην απαξία, και τα τελευταία φύλλα μιας μουσικής και κοινωνικής κίνησης που ξεκίνησε γεμάτη ελπίδες το '60. Μιας κίνησης, όμως, αυθόρμητης. Η οποία μένοντας χωρίς πολιτικές συμμαχίες και ακαθοδήγητη οδηγήθηκε στην απελπισία και από εκεί στην αποσύνθεση. Μια αποσύνθεση η οποία εξακολουθεί να επηρεάζει ακόμα και σήμερα τη μουσική της Αμερικής και κρατάει σε απόσταση από την πολιτική και τα κοινωνικά τους καλλιτέχνες...

Αυτά, δηλαδή την ουσία, δεν τα θίγει το ντοκιμαντέρ. Δείχνει κάποιες προσωπικές στιγμές των καλλιτεχνών, κάποιες ερμηνείες, δυο-τρεις συγκρούσεις με την αστυνομία, έτσι για «σασπένς», και αυτά είναι όλα! Κατά τ' άλλα, πρόκειται για ντοκουμέντο! Για μια καλλιτεχνική αναφορά πάνω σε ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ