Κυριακή 26 Σεπτέμβρη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ «ΕΠΙΣΗΜΗ» ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Στυγνή εκμετάλλευση σε όφελος του μεγάλου κεφαλαίου

Γιορτασμός εργατικής πρωτομαγιάς στη Γερμανία με μεγάλη συμμετοχή Ελλήνων εργατών
Γιορτασμός εργατικής πρωτομαγιάς στη Γερμανία με μεγάλη συμμετοχή Ελλήνων εργατών
Πενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από την υπογραφή της σύμβασης μεταξύ Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Ελλάδας που άνοιξε το δρόμο για την εξαγωγή εκεί εκατοντάδων Ελλήνων εργατών. Η επέτειος έδωσε αφορμή για φιέστες όπου εκτός από εκπροσώπους των κυβερνήσεων συμμετέχουν π.χ. και ο Γερμανοελληνικός Επιχειρηματικός Σύνδεσμος ή η Ενωση Γερμανοελληνικών Εταιρειών. Δικαιολογημένα εφόσον με το μόχθο των μεταναστών, τη στυγνή εκμετάλλευση που βίωσαν στις φάμπρικες της Γερμανίας, το δυτικογερμανικό μεγάλο κεφάλαιο διόγκωσε τα κέρδη του, παράλληλα υποστήριξε το αστικό πολιτικό καθεστώς λύνοντας μια σειρά ζητήματά του.

Η Ελλάδα έκανε εξαγωγή εργατών ολόκληρο τον 20ό αιώνα. Στην περίοδο 1900-1930 σπρώχτηκαν στη μετανάστευση 402.538 Ελληνες (384.000 προς βόρεια Αμερική, οι υπόλοιποι Καναδά και Αυστραλία). Ανέκαθεν, η κυρίαρχη τάξη της χώρας υποστήριζε τη μετανάστευση, την πρόβαλε σαν «μέτρο οικονομικής βοήθειας» από αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες στις φτωχές, υπανάπτυκτες. Ηταν μια σχέση «δούναι και λαβείν» μεταξύ καπιταλιστών. Ενα «κράτα με να σε κρατώ» στην ενιαία εκμετάλλευση της εργατικής τάξης.

Στις δεκαετίες 1950-1960 υπερσυγκεντρώθηκε πληθυσμός στα μεγάλα αστικά κέντρα. Στην Αθήνα 2.530.207 σε συνολικό πληθυσμό 8.736.367. Οι βασικές αιτίες της εσωτερικής μετανάστευσης ήταν οικονομικοπολιτικές. Η αστική τάξη χρειαζόταν συγκεντρωμένη, φτηνή εργατική δύναμη, μικρό μεταφορικό κόστος κλπ. Συνέβαλε το μετεμφυλιακό πολιτικό κλίμα, το ξερίζωμα των κομμουνιστών, της φτωχολογιάς της υπαίθρου, η μεγάλη ανεργία και υποαπασχόληση της αγροτιάς, όλοι όσοι κατέκλυζαν τις πόλεις για ένα ξεροκόμματο.

Μια ομάδα από Ελληνες εργαζόμενους στην 3ωρη στάση που έγινε στη βιομηχανία της Νυρεμβέργης
Μια ομάδα από Ελληνες εργαζόμενους στην 3ωρη στάση που έγινε στη βιομηχανία της Νυρεμβέργης
Υπολογίζεται ότι το 1961 οι άνεργοι στην Ελλάδα ήταν 238.900 ή 6,5% του συνολικού αριθμού των απασχολούμενων (2,8 εκατ.). Μαζί με τους υποαπασχολούμενους, κυρίως στη γεωργία, έφταναν τις 863.600 ή το 26,6% του συνολικού αριθμού των απασχολουμένων («Ριζοσπάστης» 29/8/2004).

Τα κόμματα της πλουτοκρατίας (ΕΡΕ/Ενωση Κέντρου), με έκδηλη ακόμα την αγωνία τους για την αντιμετώπιση του ΚΚΕ, την καθυπόταξη του εργατικού/λαϊκού κινήματος, φρόντισαν να απαλλαγούν από ένα σημαντικό τμήμα αυτού του εργατόκοσμου εξάγοντάς τον στις αναπτυγμένες βιομηχανικά καπιταλιστικές χώρες. Εδιωξαν ανεργία και κοινωνικές εντάσεις. Εξασφάλισαν εισαγωγή ξένου συναλλάγματος που ελάττωνε πιέσεις στο ισοζύγιο πληρωμών κλπ.

Χαρακτηριστική η δήλωση ειδικού συμβούλου του ελληνικού υπουργείου Εργασίας το 1965: «Oι μετακινηθέντες προς Γερμανίαν απλώς ανεκούφισαν την αγοράν εργασίας εκ των πιεστικών επιπτώσεων ας θα υφιστάμεθα μοιραίως με όλας τας εντεύθεν δυσμενείς οικονομικάς και ιδία κοινωνικάς συνεπείας» («Καθημερινή» 13/12/1998).

Εδιωξαν τον «ανθό» του λαού

Η μεταπολεμική μετανάστευση ξεκίνησε μέσα της δεκαετίας του '50. Στοιχεία της ΕΣΥΕ και άλλα δείχνουν ότι στην πενταετία 1956-1960 μετανάστευσαν 162.000 Ελληνες (το 52% στις υπερπόντιες χώρες). Το 1961-1965 466.000 (25% στις υπερπόντιες χώρες). Το 1966-1970 365.000 (38% στις υπερπόντιες χώρες). Το 1971-1975 177.000 (36% στις υπερπόντιες χώρες). Το 1976-1977 37.000 (38% στις υπερπόντιες χώρες). Στα αντίστοιχα διαστήματα το ποσοστό μεταναστών ανδρών στις ηλικίες 20-44 ετών, ήταν 72% του συνόλου των αποδημούντων, 79%, 73%, 65% και 66%.

Στη δεκαετία 1961-1971 έφυγαν 892.175 άτομα σε χώρες της δυτικής Ευρώπης (βασικά στη λεγόμενη Δυτική Γερμανία), κυρίως άνδρες αλλά και γυναίκες, ηλικίας 18-35 χρόνων. Το 90% προερχόταν από την ελληνική επαρχία, άκληροι, μικροαγρότες, δίχως πείρα βιομηχανικού εργάτη. Συνυπολογίζοντας ναυτεργάτες και όσους καταχωρήθηκαν ως «προσωρινώς μεταναστεύσαντες» ο συνολικός αριθμός ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο εργαζόμενους Ελληνες.

Προκύπτει ότι από το 1960 αυξήθηκε αισθητά η προς τις ευρωπαϊκές χώρες μετανάστευση, χωρίς όμως να μειώνεται ο αριθμός των μεταναστών προς τις υπερπόντιες. Οι δε νέοι και πιο παραγωγικοί μετανάστες αποτελούσαν χοντρικά το 70% των αποδημούντων.

Οι κυβερνώντες χαρακτήριζαν τη μετανάστευση «ευλογία Θεού». Παρότρυναν τους νέους να υποβάλλουν τις αιτήσεις τους. Σε όλες τις μεγάλες πόλεις είχαν ανθίσει δουλεμπορικά γραφεία που τις συγκέντρωναν και τις προωθούσαν. Οι βουλευτές των ΕΡΕ/ΕΚ υπόσχονταν θέσεις στις λίστες των υποψήφιων μεταναστών για Γερμανία.

Πρωτύτερα είχε υπογραφεί η διαβόητη «Ελληνογερμανική» συμφωνία που όπως προπαγανδίστηκε δεόντως από τις δύο κυβερνήσεις θα «έλυνε» τα μεγάλα προβλήματα των Ελλήνων μεταναστών. Στη Γερμανία ονομάστηκε και «διπλή συνθήκη» καθώς υπογράφτηκε μεταξύ Δ. Γερμανίας και Ισπανίας στις 29/3/1960, και ακολούθησε η υπογραφή με Ελλάδα στις 30/3/1960 της «Σύμβασης Περί Επιλογής και Τοποθετήσεως Ελλήνων εργατών εις γερμανικάς επιχειρήσεις». Αντίστοιχες διακρατικές συμφωνίες της Δ. Γερμανίας: το 1955 με Ιταλία (για εισαγωγή Ιταλών εργατών), το 1961 με Τουρκία, 1963 με Μαρόκο, 1964 με Πορτογαλία, 1965 με Τυνησία και 1968 με Γιουγκοσλαβία. Ετσι οι Γερμανοί μεγαλοβιομήχανοι εξασφάλιζαν φτηνό εργατικό δυναμικό για τη ραγδαία αναπτυσσόμενη βιομηχανία τους. Παράλληλα, η Δ. Γερμανία αποκαταστούσε σχέσεις εξωτερικής πολιτικής και με χώρες που είχαν υποφέρει από τη ναζιστική κατοχή.

«Gastarbeiter» και «Katzelmacher»

Για τις πραγματικές συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων μεταναστών γράφει χαρακτηριστικά το δυτικογερμανικό περιοδικό «Der Spiegel» (τεύχος 13/1973): «Την ημέρα σκουπίζουν και καθαρίζουν τους δρόμους ή θερμαίνουν τις υψικαμίνους, τη νύχτα κατακλύζουν τους σιδηροδρομικούς σταθμούς των πόλεων της ΟΔΓ και κοιμούνται σε άθλιες παράγκες». Αποσιωπά όμως ότι οι Ελληνες μετανάστες συγκεντρώνονταν στους παγωμένους σιδηροδρομικούς σταθμούς των δυτικογερμανικών πόλεων, τους πρώτους χειμώνες μετανάστευσής τους (όπως συνηθίζουν να κάνουν οι εδώ μετανάστες σε πλατείες) επειδή οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και των χωρών προέλευσης των μεταναστών δεν ενδιαφέρθηκαν για αυτούς. Δε χρηματοδότησαν τη δημιουργία Μορφωτικών Κέντρων Μεταναστών, Κέντρων εξυπηρέτησής τους, Κέντρα Εκμάθησης γερμανικών κλπ.

Γερμανικό κεφάλαιο και εκπρόσωποί του ήθελαν συνολικά τους μετανάστες φτηνό εργατικό δυναμικό, ασυνείδητο, καθυστερημένο απεργοσπαστικό μηχανισμό, ενάντια στη γερμανική εργατική τάξη και τους αγώνες της. Προσπερνώντας το γεγονός ότι υπήρχαν άνεργοι Γερμανοί, τους έφεραν και τους πήγαν κατευθείαν σε πόλεις όπως η Νυρεμβέργη, για να δουλέψουν σε επιχειρήσεις όπως οι «Siemens», «Bosch», «MAN», «AEG», «GRUNDIG».

Τους ονόμασαν «Gastarbeiter» («Φιλοξενούμενος εργάτης») ή «Katzelmacher» (στην αργκό της Βαυαρίας ο «Ιταλός», γενικά υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τους μετανάστες από νότιες χώρες). Οργάνωσαν μηχανισμούς για να σπείρουν αντικομμουνισμό, εθνικιστικά/ρατσιστικά μίση, διχόνοια μεταξύ Γερμανών και αλλοδαπών. Εμπόδιζαν την ενότητα και κοινή δράση όλων των εργαζομένων. Ανέθεταν την εκπροσώπηση των μεταναστών σε εκκλησιαστικές κι άλλες «φιλανθρωπικές» οργανώσεις, φορείς ειδικευμένους στο «διαίρει και βασίλευε». Δεν προσανατόλιζαν κεντρικά στη διεκδίκηση των κοινωνικών, πολιτικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων των αλλοδαπών εργατών, καταδικάζοντας τις πολιτικές των διακρίσεων.

Περιορισμοί και τρομοκρατία

Χαρακτηρίζοντάς τους «φιλοξενούμενους εργάτες», βάσει διεθνών συμβάσεων τους καταδίκαζαν σε καθεστώς μόνιμης ...προσωρινότητας και δεν τους παρείχαν ίσα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και άλλα δικαιώματα με το ντόπιο εργάτη. Παράλληλα, τους έφεραν αντιμέτωπους με τον αντιδραστικό «Νόμο περί αλλοδαπών». Πρόδρομός του έως το 1955 θεωρούνταν σχετική γερμανική αστυνομική διάταξη του 1938, δηλαδή του ναζιστικού 3ου Ράιχ. Εκεί καθοριζόταν: «Η παραμονή του αλλοδαπού στην επικράτεια του Ράιχ επιτρέπεται όταν αυτός με την προσωπικότητά του και το σκοπό της παραμονής του εγγυάται ότι θα συμπεριφέρεται αξιοπρεπώς απέναντι στη φιλοξενία που του παρέχεται».

Η αλλαγή που έγινε στο «Νόμο περί αλλοδαπών» το 1965 δεν το βελτίωνε ουσιαστικά. Επρόκειτο για νομοθεσία διαποτισμένη από πνεύμα απόλυτης κυριαρχίας των γερμανικών αρχών απέναντι στους ξένους.

Οι δε ελληνικές κυβερνήσεις (ΕΡΕ/ΕΚ) δεν ασχολήθηκαν με τα προβλήματα, τις ανάγκες, τις δυσκολίες και ελλείψεις των μεταναστών και των οικογενειών τους (ελλείψεις ελληνικών σχολείων, κέντρων συνάντησης, κέντρων εκμάθησης γερμανικών κλπ.).

Μάλιστα, μηχανισμοί του ελληνικού κράτους στη Δ. Γερμανία δρούσαν καθαρά τρομοκρατικά εναντίον των Ελλήνων εργατών. Π.χ., τουλάχιστον από το 1965 στο ελληνικό προξενείο της Στουτγάρδης, πόλη όπου ζούσαν και εργάζονταν πολλές χιλιάδες Ελλήνων, επίτιμος πρόξενος αναγορεύτηκε ο γερμανικής καταγωγής Γερμανός υπήκοος, τέως μέλος του ναζιστικού κόμματος και ταγματάρχης του χιτλερικού στρατού Αιμίλιος Νίταμερ (NIETHAMER). Υπό την καθοδήγησή του δρούσε ομάδα παρακρατικών και φασιστών τρομοκρατώντας τους Ελληνες εργάτες. Οργανα της ομάδος αυτής με επικεφαλής τον Γιώργο Χατζόπουλο, αυτοδιαφημιζόμενος ως αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, στις 11 Φλεβάρη 1966 έσχιζαν στο «Ελληνικό Κέντρο» Στουτγάρδης αντίτυπα δημοκρατικών εφημερίδων της εποχής, απειλώντας με ξυλοδαρμό τους αναγνώστες αυτών και διανέμοντας προκηρύξεις καλώντας τους Ελληνες της Δ. Γερμανίας σε ...εξέγερση «προς εκκαθάρισιν του κομμουνιστικού μιάσματος».


Κείμενα:
Θανάσης ΜΠΑΛΟΔΗΜΑΣ

Μεταφορές «τεμαχίων» με εφόδια κονσέρβες

Η επιλογή, το ταξίδι, η σκληρή καθημερινότητα

Σκηνές από τις ουρές που σχημάτιζαν οι ενδιαφερόμενοι, τις ιατρικές εξετάσεις, το ταξίδι με το τρένο
Σκηνές από τις ουρές που σχημάτιζαν οι ενδιαφερόμενοι, τις ιατρικές εξετάσεις, το ταξίδι με το τρένο
Πενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από την υπογραφή (30/3/1960) μεταξύ των κυβερνήσεων Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γερμανίας και Ελλάδας, της διαβόητης «Σύμβασης Περί Επιλογής και Τοποθετήσεως Ελλήνων εργατών εις γερμανικάς επιχειρήσεις». Κατ' εντολή του δυτικογερμανικού μεγάλου κεφαλαίου και βάσει των απαιτήσεών του, στάλθηκαν στη λεγόμενη Δυτική Γερμανία εκατοντάδες χιλιάδες νέοι από την Ελλάδα και άλλες χώρες, για να στεριώσει και να διευρύνει την κερδοφορία του. Σε αντάλλαγμα τους παραχώρησε μια ζωή γεμάτη στέρηση που και πάλι καλύτερη φαινόταν στους δύσμοιρους συμπατριώτες μας από την κατάσταση που άφησαν πίσω, την Ελλάδα της ΕΡΕ και της Ενωσης Κέντρου, των εξαρτήσεων, των καταστροφικών για το λαό πολιτικών τους.

Οι Γερμανοί βιομήχανοι και μεγαλοεπιχειρηματίες ζητούσαν «τεμάχια» (έτσι τους αποκαλούσαν), νέους, υγιείς ανθρώπους για να εργαστούν στη βαριά βιομηχανία και τα ορυχεία. Με την υπογραφή της σύμβασης, άνοιξαν στην Αθήνα (επί της οδού Βίκτωρος Ουγκώ) και το 1962 στη Θεσσαλονίκη (επί της οδού Δωδεκανήσου) οι εν Ελλάδι Γερμανικές Επιτροπές, που ενέκριναν την πρόσληψη Ελλήνων εργατών.

Σχηματίζονταν ατέλειωτες ουρές, υπερπροσφορά νέων δυνατών ανθρώπων, πρόθυμων να εργαστούν σκληρά. Σύμφωνα με το γερμανικό κέντρο τεκμηρίωσης για τη μετανάστευση στη Γερμανία DOMID, μόνο μέσα στις δύο πρώτες βδομάδες λειτουργίας του γραφείου στην Αθήνα υπέβαλαν αίτηση 4.500 Ελληνες. Η κοσμοσυρροή αυτή οδήγησε να ανοίξει γραφείο και στη Θεσσαλονίκη.

Ο «Ριζοσπάστης» στις 3ωρες στάσεις της Νυρεμβέργης
Ο «Ριζοσπάστης» στις 3ωρες στάσεις της Νυρεμβέργης
Οι Επιτροπές εξέταζαν εξονυχιστικά την υγεία των υποψηφίων (μετρήσεις μυών, ακτινογραφίες θώρακος, οδοντιατρικές εξετάσεις) και τι «ειδικές» γνώσεις τυχόν είχαν, οργάνωναν και το ταξίδι τους. Ανθρωποι με δυο δόντια χαλασμένα, από το υστέρημά τους πλήρωναν οδοντίατρο να τα σφραγίσει για να καταφέρουν να φύγουν. Βουλευτές της ΕΡΕ και της Ενωσης Κέντρου έταζαν ως ρουσφέτι μια θέση στις λίστες υποψήφιων προς μετανάστευση. Διερμηνείς, λαμόγια της εποχής, παράγοντες με τάχα επιρροή στις Επιτροπές ζητούσαν μπαξίσι για να μεσολαβήσουν.

Οι επιλεγέντες έπαιρναν «πράσινη κάρτα» εργασίας. Αρχικά το ταξίδι ξεκινούσε από τον Πειραιά με το φέριμποτ «Κολοκοτρώνης». Εφταναν στο Μπρίντεζι της Ιταλίας και απ' εκεί με τρένο στη Γερμανία. Από το 1964, μια φορά τη βδομάδα, ταξίδευαν από Αθήνα και Θεσσαλονίκη προς Μόναχο με ειδικές αμαξοστοιχίες, υπερπλήρεις, που συνήθως μετέφεραν πάνω από 1.000 άτομα. Τα ταξίδια αυτά η γερμανική διοίκηση μέχρι το 1972 τα χαρακτήριζε «μεταφορές». Την αποβάθρα (υπ' αριθμ. 11) όπου τερμάτιζαν τα τρένα αυτά στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας, οι μετανάστες την έλεγαν «αποβάθρα» ή «γραμμή της ελπίδας». Δυο κόσμοι, αντίθετα συμφέροντα, διαφορετικές προσεγγίσεις.

Η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα (από όσες υπέγραψαν τέτοιες συμβάσεις με τη Γερμανία) που έστειλε στη Γερμανία γυναίκες χωρίς τους συζύγους τους. Προτιμούνταν στις φάμπρικες της κλωστοϋφαντουργίας και στη βιομηχανία ηλεκτρικών ειδών, καθώς είχαν χέρια πιο λεπτά και επιδέξια από των ανδρών. Στο σταθμό και το λιμάνι δακρυσμένες αποχαιρετούσαν σύζυγο και παιδιά πηγαίνοντας σε ξένο τόπο δίχως να ξέρουν καν τη γλώσσα. Παροιμιώδεις οι ομαδικές μετακινήσεις τους στις γερμανικές πόλεις με τα λεωφορεία ή το τρένο, προκειμένου να μην χάνονται με τα ελάχιστα γερμανικά τους. Το πρώτο συμβόλαιο εργασίας που υπέγραφαν είχε συνήθως διάρκεια ενός έτους και φυσικά ήταν κακοπληρωμένο καθότι λογίζονταν ως εκπαιδευόμενες, γενικά ανειδίκευτες εργάτριες. Αν όλα πήγαιναν καλά, οι γυναίκες είχαν αργότερα το δικαίωμα να αλλάξουν δουλειά, πόλη και να κάνουν πρόσκληση, με συναίνεση του εργοδότη, στο σύντροφό τους. Αν όμως δεν ανταποκρινόταν στις απατήσεις του, έχαναν το δικαίωμα εργασίας στη Γερμανία.

Ενα καρβέλι, μια κουκέτα, μια καρέκλα

Γειτονιά από καρότσες παλιών λεωφορείων στο συνοικισμό Λίμερ στο Ανόβερο
Γειτονιά από καρότσες παλιών λεωφορείων στο συνοικισμό Λίμερ στο Ανόβερο
Για το ταξίδι με το τρένο «φιλεύσπλαχνοι» Γερμανοί μεγαλοκεφαλαιούχοι προμήθευαν τα «τεμάχια» με ένα σακούλι εφοδίων: δυο κονσέρβες (μια με σαρδέλες, μια με κορν-μπιφ), ένα καρβέλι ψωμί, λίγες ελιές κι ένα κομμάτι τυρί. Από Θεσσαλονίκη προς Μόναχο πολλοί κάθονταν πάνω στη βαλίτσα τους στη διάρκεια όλου του ταξιδιού που κρατούσε δυόμισι μέρες. Αμα τη αφίξει στο Μόναχο τους οδηγούσαν στο πρώην αεροπορικό καταφύγιο, κάτω από το σιδηροδρομικό σταθμό, που είχε διαμορφωθεί σε αίθουσα διαμονής. Από την πρωτεύουσα της Βαυαρίας, οι μετανάστες προωθούνταν κυρίως στη μεταλλουργική βιομηχανία, στα εργοστάσια κατασκευής ηλεκτρολογικών και ηλεκτρονικών ειδών, αλλά και στις χημικές βιομηχανίες, από τη Νυρεμβέργη έως τη Στουτγάρδη, την Κολωνία και το Ντίσελντορφ, το Αμβούργο και το Βερολίνο.

Η στέγαση των μεταναστών εργατών γινόταν σε υποτυπώδεις συνθήκες, σε παραπήγματα που προέρχονταν κυρίως από την εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Κάθε εργάτης είχε στη διάθεσή του ένα κρεβάτι σε κουκέτα, ένα ντουλάπι που κλείδωνε, μια θέση στο τραπέζι του φαγητού και μια καρέκλα. Οι εστίες, χωρισμένες ανά φύλο (αν υπήρχαν ανδρόγυνα έπρεπε να ζουν χωριστά) συχνά αποτελούσαν τμήμα των εργοστασιακών εγκαταστάσεων.

Οι συνθήκες εργασίας ήταν σκληρότατες. Το βράδυ έφταναν στην πόλη «τους», τα χαράματα τους μάζευαν και τους πήγαιναν στη δουλειά. «Βοηθητικό» τάχα προσωπικό, «εκπαιδευόμενο», «ανειδίκευτο», όροι πολλοί για να τους διαχωρίσουν από τους Γερμανούς συναδέλφους τους και να τους πληρώσουν λιγότερο, αλλά η δουλειά - δουλειά. Π.χ. στα ορυχεία εξόρυξης άνθρακα που την εποχή εκείνη ήταν η σημαντικότερη πηγή ενέργειας της γερμανικής οικονομίας. Οι συνθήκες ήταν απάνθρωπες με τα ασανσέρ - κλουβιά να κατεβαίνουν στα εννιακόσια μέτρα βάθος και τους εργάτες να μένουν κλεισμένοι στις στοές επί ώρες.

Απέλαση

Τα εργατικά χάιμ στη Δυτική Γερμανία, όπου στέγαζαν Ελληνες εργάτες. Σε τέτοιες παράγκες στεγάζονταν και Τούρκοι, Γιουγκοσλάβοι, Ιταλοί, Ισπανοί. Τις ονόμαζαν «Στρατόπεδα των ξένων εργατών»
Τα εργατικά χάιμ στη Δυτική Γερμανία, όπου στέγαζαν Ελληνες εργάτες. Σε τέτοιες παράγκες στεγάζονταν και Τούρκοι, Γιουγκοσλάβοι, Ιταλοί, Ισπανοί. Τις ονόμαζαν «Στρατόπεδα των ξένων εργατών»
Παράλληλα, η ανάγκη εξοικονόμησης περισσότερων χρημάτων τούς ωθούσε να κυνηγούν το περιβόητο «ακόρντ» (το πλαφόν στην παραγωγικότητα). Οσοι το ξεπερνούσαν έπαιρναν κάποιο πριμ με αντίτιμο πολλές φορές σοβαρά προβλήματα υγείας. Στο μεταξύ, προκαλούσαν την αντιπάθεια των Γερμανών συναδέλφων τους, αλλά και άλλων μεταναστών. Ο επιχειρηματίας επιβράβευε το «ακόρντ», γιατί ακολούθως συνήθως το όριζε ως μέση ημερήσια παραγωγικότητα που έπρεπε να βγάζουν όλοι οι εργαζόμενοι.

Η δε απέλαση από τη Γερμανία ήταν κάτι που εύκολα μπορούσε να συμβεί με απόφαση κάθε τοπικής υπηρεσίας - αστυνομίας. Αλλωστε, τα γερμανικά κρατίδια μπορούσαν να εκδώσουν τις δικές τους σχετικές διατάξεις, δεσμευτικές για την πολιτική των δήμων. Η βασική φιλοσοφία πίσω από τις διατάξεις καταστολής, πίσω από τον ομοσπονδιακό «Νόμο περί αλλοδαπών», ήταν ότι ο αλλοδαπός είναι εν δυνάμει επικίνδυνος για την τοπική κοινωνία και πρέπει να εξασφαλίσουμε τα συμφέροντά της. Εχει δικαίωμα να εισέλθει στη Γερμανία μόνο ύστερα από ειδική άδεια. Εχει καθήκον να εργάζεται μόνο όπου τον τοποθετήσουν, όσο του ζητήσουν και με όποια αμοιβή του ορίσουν. Κατοικεί στα κοινόβια των εργοστασίων σε συνθήκες μαζικής και ελεγχόμενης διαβίωσης.

Να σημειωθεί και το εξής: Τέλη δεκαετίας του '60 ξέσπασε μια κρίση στη δυτικογερμανική οικονομία. Οι ρυθμοί ανάπτυξης κάμπτονται, κάποιες επιχειρήσεις απολύουν. Αμέσως κι επίτηδες τροφοδοτείται και φουντώνει δημόσια συζήτηση ότι για την ανεργία και εγκληματικότητα ευθύνονται οι μετανάστες και χρειάζεται απέλασή τους. Παλιό το κόλπο και γνώριμο στην Ελλάδα του σήμερα. Πρώτα τους φέρνουμε, τους ξεζουμίζουμε, τους κακοπληρώνουμε, και μόλις ανοίγει κύκλος κρίσης του συστήματος, αντί να μιλήσουμε για τα αδιέξοδά του, οι κυρίαρχες δυνάμεις και τα «παπαγαλάκια» τους τα φορτώνουν στους φτωχοδιάβολους, τη «διαφθορά»...

Ευνοημένοι μεγαλοεπιχειρηματίες και εφοπλιστές

Ενάντια στις απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης που τους επιφύλαξαν η ΟΔΓ και οι κυβερνήσεις των χωρών καταγωγής τους, οι μετανάστες δεν έπαψαν να αγωνίζονται
Ενάντια στις απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης που τους επιφύλαξαν η ΟΔΓ και οι κυβερνήσεις των χωρών καταγωγής τους, οι μετανάστες δεν έπαψαν να αγωνίζονται
Την εποχή της μαζικής μετανάστευσης Ελλήνων εργατών στην Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ), οι μεγαλοκεφαλαιούχοι της είχαν διασφαλισμένη την κερδοφορία τους με μια σειρά συμφωνίες με τις αστικές κυβερνήσεις της Ελλάδας. Βάσει αυτών όχι μόνο αποκτούσαν φτηνό εργατικό δυναμικό για τα εργοστάσιά τους, αλλά ταυτόχρονα το έπαιρναν αποστερημένο από βασικά δημοκρατικά δικαιώματα. Πατούσαν την μπότα τους ξανά σε μια χώρα που είχε υποφέρει από τη ναζιστική κατοχή. Εστελναν εδώ επιχειρήσεις τους να θησαυρίσουν από το υστέρημα του ελληνικού λαού με πρόσχημα τον «εκσυγχρονισμό». Φόρτωναν με δάνεια το ελληνικό κράτος. Για αντάλλαγμα παρείχαν κάποιες διευκολύνσεις στους ομογάλακτούς τους, Ελληνες εφοπλιστές.

Θυμίζουμε ότι η ΟΔΓ υπέγραψε με το «βασίλειον της Ελλάδος» 30/3/1960 τη διαβόητη «Σύμβαση Περί Επιλογής και Τοποθετήσεως Ελλήνων εργατών εις γερμανικάς επιχειρήσεις» για να εισάγει φτηνό εργατικό δυναμικό. Ακολούθως (25/4/1961) λόγω ασφαλιστικών και άλλων ζητημάτων που γεννήθηκαν υπέγραψε με την Ελλάδα τις Συμβάσεις «περί κοινωνικής ασφαλείας και ασφαλίσεως κατά της ανεργίας».

Ωστόσο, είναι η εποχή που το μεγάλο γερμανικό κεφάλαιο (με την υποστήριξη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ενάντια στο σοσιαλισμό που οικοδομείται ακριβώς δίπλα του) καλπάζει όχι μόνο στη χώρα του, αλλά επενδύει και στο εξωτερικό για να διευρύνει την κερδοφορία και επιρροή του.

Ελληνες μετανάστες συμμετέχουν σε εργατική κινητοποίηση στην ΟΔΓ
Ελληνες μετανάστες συμμετέχουν σε εργατική κινητοποίηση στην ΟΔΓ
Π.χ. ήδη από τις 10/12/1959 υπογράφεται σύμβαση μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και των «συμπραττουσών» εταιρειών MASCHINENFABRIK BUCKAU A.G. GREVENBROICH - NIEDERHEIN, BRAUNSCHWEIGISCHE MASCHINENBAUANSTALT BRAUNSCHWEIG, και LUCKS AND CO G.M.B.H. INDUSTREBAU «διά την κατασκευήν και τεχνικήν διεύθυνσιν κατά την πρώτη περίοδο λειτουργίας του εργοστασίου σακχάρεως εν τη περιοχή Λαρίσης Θεσσαλίας», όπως και σύμβαση μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και της τράπεζας της ΟΔΓ, DEUTSCHE BANK «περί χορηγήσεως πιστώσεως διά την πληρωμήν της εις ξένον συνάλλαγμα δαπάνης κατασκευής κλπ. του εργοστασίου». 'Η η σύμβαση της 19/5/1961 μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και ΕΟΤ αφ' ενός και αφ' ετέρου του DR. HARTMANN FREIHERR VON RICHTHOFEN, κατοίκου Baden - Baden της ΟΔΓ, «περί ιδρύσεως διεθνούς τύπου λεσχών ψυχαγωγίας και τυχηρών παιγνίων εν Ρόδω και Κέρκυρα».

Για να θωρακίσει η ΟΔΓ τέτοιες επενδύσεις από όποιο κίνδυνο, υπογράφει με την Ελλάδα συμβάσεις όπως αυτή «περί προαγωγής και αμοιβαίας προστασίας επενδυομένων κεφαλαίων» (27/3/1961), την «περί της αμοιβαίας αναγνωρίσεως και εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων, συμβιβασμών και δημοσίων εγγράφων επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων» (28/2/1963), αλλά και την «περί εγκαταστάσεως και ναυτιλίας μετά των συνημμένων πρωτοκόλλων παραρτήματος και 6 επιστολών» (18/3/1960).

Γνώμονας, «ασφάλεια» και «χρηστά ήθη»

Εσωτερικό παράγκας στη Στουτγκάρδη
Εσωτερικό παράγκας στη Στουτγκάρδη
Η «συνθήκη» αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία. Της υπογραφής προηγήθηκαν «διαπραγματεύσεις» μεταξύ της ελληνικής και γερμανικής αντιπροσωπείας από 5 ως 26/2/60. Διάστημα όπου συζητήθηκαν οι πτυχές και της συνθήκης που υπογράφτηκε μόλις 12 μέρες μετά, 30/3/60, για την εισαγωγή στη Γερμανία Ελλήνων εργατών. Οι διατάξεις της πρώτης έστρωσαν δρόμο για τους περιορισμούς στη διαβίωση και διακίνηση των Ελλήνων εργατών, τα ουσιαστικά ανύπαρκτα δικαιώματα που τους επιφύλαξαν καθιστώντας τους πολίτες Β' κατηγορίας. Παράλληλα διευκόλυνε την εγκατάσταση και λειτουργία δυτικογερμανικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, ενώ έδινε ανταλλάγματα στο ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο. Συγκεκριμένα:

Οριζε ότι σε υπήκοο του ενός κράτους επιτρεπόταν η είσοδος, προσωρινή ή μόνιμη διαμονή στο έδαφος του άλλους κράτους μόνον «εφόσον δεν αντιτίθενται εις τούτο λόγοι δημόσιας τάξεως, ασφαλείας, δημόσιας υγείας ή χρηστών ηθών». Οτι απελαύνεται αν προσβάλλει ασφάλεια του κράτους, δημόσια τάξη ή χρηστά ήθη. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονταν αυστηρότατα για όσους δεν είχαν συμπληρώσει 5ετία διαμονής. Αλλά κι όσοι τη συμπλήρωναν, πάλι κινδύνευαν με απέλαση αν για τις αρχές απειλούσαν την κρατική ασφάλεια ή οι κίνδυνοι για δημόσια τάξη και χρηστά ήθη «ενέχουσι χαρακτήρα ιδιαιτέρας σοβαρότητας». Ρίζες των διατάξεων αυτών η ισχύουσα ακόμα τότε σχετική γερμανική αστυνομική διάταξη του 1938, δηλαδή του ναζιστικού 3ου Ράιχ, όπου καθοριζόταν ότι «η παραμονή του αλλοδαπού στην επικράτεια του Ράιχ επιτρέπεται όταν αυτός με την προσωπικότητά του και τον σκοπό της παραμονής του εγγυάται ότι θα συμπεριφέρεται αξιοπρεπώς απέναντι στη φιλοξενία που του παρέχεται». Ορος-λάστιχο η ερμηνεία του οποίου ανατίθεται στο εκάστοτε αστυνομικό όργανο.

Για τις εταιρείες του ενός κράτους που ξεκινούσαν δραστηριότητα στο άλλο όριζε ότι αντιμετωπίζονται νομικά το ίδιο με τις εγχώριες. Μόνον έμπαινε περιορισμός να μην ασκούν δραστηριότητα «εν τη δημοσία υπηρεσία» ή επαγγέλματα και δραστηριότητες όπως γιατροί, συμβολαιογράφοι, λογιστές, «επιχειρηματίαι και πράκτορες μεταναστεύσεως», κατασκευαστές όπλων, ασφαλιστικές εταιρείες, «τραπεζιτικαί και πιστωτικαί επιχειρήσεις», «εις ας οι αλλοδαποί δεν είναι δεκτοί ή είναι δεκτοί κατά τρόπον περιορισμένον».

Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι δύσκολα Γερμανός γιατρός ή συμβολαιογράφος θα άφηνε τη Βόννη για να ψάξει πελάτες σε κάποιο κατσικοχώρι της ρημαγμένης από την πολιτική των ΕΡΕ/Ενωσης Κέντρου/Αγγλοαμερικανών Ελλάδας. Απλά οι Γερμανοί φρόντισαν να μπει μια διάταξη που πρώτον προστάτευε τα δικά τους λεγόμενα «κλειστά επαγγέλματα». Δεύτερον, με τη σύμβαση περί εισαγωγής Ελλήνων εργατών να ακολουθεί καταπόδας και υπολογίζοντας τα εμβάσματα που οι Ελληνες θα έστελναν πίσω στην πατρίδα, δεν επρόκειτο να αφήσουν ελληνική τράπεζα, ασφαλιστή ή μεσίτη να διευθετεί τέτοια ζητήματα στερώντας από τους Γερμανούς μεγαλοκαρχαρίες τη σχετική προμήθεια. Τρίτον, έκαναν καθαρό ποιους Ελληνες θα δέχονταν στην επικράτειά τους, τη φτωχολογιά που διψούσε να δουλέψει για ένα γλίσχρο ημερομίσθιο.

Περιορισμοί ακόμα και στη μετακίνηση

Επίσης μόνο όσοι Ελληνες εργάζονταν τουλάχιστον επί 5ετίας «άνευ διακοπής» ή μπορούσαν να αποδείξουν ότι διέμεναν στη Γερμανία τουλάχιστον από 8ετίας «άνευ διακοπής», μπορούσαν να εκδώσουν «πιστοποιητικόν βεβαιούν ότι διά διάρκειαν ουχί περιορισμένην δεν υπόκεινται εις ουδένα εδαφικόν περιορισμόν». Αρα όλοι οι υπόλοιποι δεν είχαν κανένα δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης στη Γερμανία, όπως αποδείχτηκε λίγο αργότερα όταν έφτασαν μαζικά οι Ελληνες μετανάστες. Ζούσαν μόνο όπου τους τοποθετούσαν και μόνο πολύ αργότερα είχαν το δικαίωμα να αλλάξουν δουλειά, πόλη και να κάνουν πρόσκληση, με συναίνεση του εργοδότη, στον/στην σύντροφό τους.

Στα χαρτιά οι περιορισμοί αυτοί ίσχυαν και για τους Δυτικογερμανούς που θα έρχονταν να εργαστούν στην Ελλάδα. Επιπλέον ειδικές, ξεχωριστές συμφωνίες (σαν αυτές που αναφέραμε παραπάνω) ρύθμιζαν την απρόσκοπτη είσοδο και δραστηριότητα στην Ελλάδα δυτικογερμανικών επιχειρήσεων και μεγαλοκεφαλαιούχων υπό την χιλιοειπωμένη προπαγάνδα της «προσέλκυσης ξένων επενδύσεων».

Πάντως ακόμα κι από τη σύμβαση της 18/3/1960 μπαίνει το γενικό πλαίσιο προστασίας των μεγαλοεπιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται από τη μια χώρα στην άλλη. Η δε «εισδοχή εις οικονομικάς δραστηριότητας περιλαμβάνει επίσης την ίδρυσιν και διατήρησιν υποκαταστημάτων, αντιπροσωπειών, γραφείων, εργοστασίων και άλλων καταστημάτων καταλλήλων διά την διαχείρισιν των υποθέσεων. Οπως διευκολύνουν την εισδοχήν εις αυτοτελείς οικονομικάς και επαγγελματικάς δραστηριότητας τα συμβαλλόμενα κράτη θα είναι γενναιόφρονα κατά την χορήγησιν των απαιτουμένων εγκρίσεων».

Επιπλέον πληθώρα διατάξεων αφορά τη ναυτιλία, ευνοϊκών για τη λειτουργία εφοπλιστικών επιχειρήσεων. Ουσιαστικά πετιέται ένα κόκκαλο στην ελληνική άρχουσα τάξη για τη λεόντειο συμφωνία που υπογράφεται με την ΟΔΓ. Ενδεικτικά: «Τα υπό την σημαίαν ενός των συμβαλλομένων κρατών πλοία και αεροσκάφη δεν δύνανται να απαλλοτριωθούν υπό του ετέρου συμβαλλομένου κράτους». «Τα δύο συμβαλλόμενα κράτη θα αποφύγουν όπως λάβουν μέτρα διακρίσεως οιαδήποτε φύσεως ικανά να παραβλάψουν την ναυσιπλοΐαν του ετέρου συμβαλλομένου κράτους και να περεμποδίσουν την εκλογή της σημαίας κατά παράβασιν των αρχών του ελευθέρου συναγωνισμού». «Εκαστον των συμβαλλομένων κρατών παρέχει εις τα πλοία του έτερου συμβαλλομένου κράτους την αυτήν μεταχείρισιν ως και εις τα ίδια αυτού πλοία (...) εις τους λιμένας του υποκείμενους εις την κυριαρχίαν ή εξουσίαν αυτού. Τούτο εφαρμόζεται εις την ελευθέραν είσοδο εις τον λιμένα, εις την χρησιμοποίησιν αυτού και εις την απεριόριστον χρήσιν των υφιστάμενων εγκαταστάσεων των προοριζομένων διά τη ναυσιπλοΐαν και τας εμπορικάς εργασίας» κλπ.

Οι Βρυξέλλες έδειξαν το δρόμο

...από τότε ακόμα, για ελεγχόμενες ροές μεταναστών, ατομικές συμβάσεις εργασίας, κατώτερους μισθούς, χαφιέδες

Μετανάστες φτάνουν το 1964 με το τρένο στην Κολωνία
Μετανάστες φτάνουν το 1964 με το τρένο στην Κολωνία
«Στις φάμπρικες της Γερμανίας, και στου Βελγίου τις στοές, πόσα παιδιά σκληρά δουλεύουν, και κλαίνε οι μάνες μοναχές», τραγουδούσε ο Στέλιος Καζαντζίδης, σε στίχους Κώστα Βίρβου, κι όχι άδικα. Αλλωστε ο δρόμος για τη μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων, την εκμετάλλευση από Δυτικογερμανούς μεγαλοκεφαλαιούχους, είχε ανοίξει μέσω ...Βρυξελλών. Τρία χρόνια πριν τις 30/3/1960 και την υπογραφή μεταξύ των κυβερνήσεων Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γερμανίας και Ελλάδας, της διαβόητης «Σύμβασης Περί Επιλογής και Τοποθετήσεως Ελλήνων εργατών εις γερμανικάς επιχειρήσεις», είχε υπογραφεί στις 12/7/1957, η μεταξύ Ελλάδας και Βελγίου συμφωνία «περί μεταναστεύσεως Ελλήνων εργατών εις Βέλγιο προς απασχόλησιν εις ανθρακωρυχεία».

Η συμφωνία αυτή αποτέλεσε βάση για την επόμενη οργανωμένη, με διακρατική συμφωνία, μετανάστευση Ελλήνων εργατών. Τα όσα προέβλεπε στο χαρτί αποτύπωναν με τα μελανότερα χρώματα τον Γολγοθά που έπρεπε να ανέβουν οι Ελληνες μετανάστες παλεύοντας για το αύριο. Επίσης περιέγραφε τους παντοτινούς στόχους του μεγάλου κεφαλαίου για να αγοράζει πάμφθηνα την εργατική δύναμη: ελεγχόμενες ροές υγιών μεταναστών προκειμένου να βγάζουν τη δουλειά με τα κατώτερα μεροκάματα, χαφιέδες να επιτηρούν ακόμη και την ξεκούρασή τους, ατομικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου να συντηρούν την ανασφάλεια του εργαζόμενου, απόλυση στην πρώτη «απειθαρχία», διαχωρισμός/διάσπαση των εργατών και του εργατικού κινήματος σε ειδικευμένους/ανειδίκευτους, εκπαιδευτές/μαθητευόμενους, σκαφτιάδες/τεχνίτες.

Εσωτερική άποψη χάιμ της «Δυναμίτ Νόμτελ ΑΕ» στην πόλη Φύρτη
Εσωτερική άποψη χάιμ της «Δυναμίτ Νόμτελ ΑΕ» στην πόλη Φύρτη
Συγκεκριμένα η σύμβαση όριζε ότι ο Βέλγος διπλωματικός αντιπρόσωπος ενημέρωνε την ελληνική κυβέρνηση πόσους ακριβώς Ελληνες εργάτες ενέκρινε η βελγική κυβέρνηση για απασχόληση στα ανθρακωρυχεία «εις εργασίαν βάθους». Την εξαγωγή τόσων ακριβώς ενέκρινε η Αθήνα. Η πρόσληψή τους γινόταν «δι' ατομικής συμβάσεως εργασίας» ενώ οι αρμόδιες ελληνικές υπηρεσίες εφιστούσαν «ιδιαιτέρως την προσοχήν των υποψηφίων» ότι επρόκειτο για δουλειά «εις το βάθος ανθρακωρυχείου και ότι θα επιλέγονται μόνον οι καλής υγείας εργάται (...) Οι υποψήφιοι δεν θα δύνανται να είναι ηλικίας μικροτέρας των 23 ετών και μεγαλυτέρας των 35. Το τελευταίον τούτο όριον ηλικίας αυξάνεται εις 45 διά τους υποψηφίους τους έχοντες αποκτήσει πείραν υπογείου εργασίας εις ανθρακωρυχεία».

Στα κατά τόπους γραφεία επιλογής υποψηφίων που στήνουν οι ελληνικές αρχές, γιατροί τους οποίους «θα έχει ορίσει ή εγκρίνει η Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ανθρακωρυχείων του Βελγίου, θα ενεργούν την πρώτην ιατρικήν αυτών εξέτασιν». Οι κρινόμενοι υγιείς και ικανοί θα συγκεντρώνονται στον Πειραιά όπου «θα υποβάλλονται εις δευτέραν ιατρικήν εξέταση, ενεργούμενη υπό ιατρών τους οποίους θα έχει ορίσει η Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ανθρακωρυχείων του Βελγίου. Οι εκ των υποψηφίων τούτων κρινόμενοι υγιείς και ικανοί, θα υπογράφουν την ατομικήν σύμβασιν εργασίας και θα αναχωρούν διά Βέλγιον». Διευκρινίζεται ότι «αι δαπάναι επαγγελματικής επιλογής των υποψηφίων βαρύνουν την ελληνικήν κυβέρνησιν».

Στα ξένα πια, αν Ελληνας εργάτης διαρρήξει οικειοθελώς και αδικαιολογήτως την ατομική σύμβαση εργασίας του, καλείται να εμφανιστεί στη δημοτική αρχή του τόπου διαμονής του στο Βέλγιο, «ήτις θα του εκδώση φύλλον πορείας ισχύον 48 ώρας και υποχρεούν αυτόν να εγκαταλείψει το Βέλγιο». Η δημαρχία «οφείλει να εξακριβώσει αν ο εργάτης εγκατέλειψε την κοινότητα».

Καταδικασμένοι σε στοές και κελιά

Ετσι κι αλλιώς με τη λήξη της δωδεκάμηνης σύμβασης εργασίας, ο Ελληνας εργάτης «δεν θα δύναται να παραμείνει εις το Βέλγιον ειμή μόνο υπό τον όρον να προσληφθεί εκ νέου ως ανθρακωρύχος βάθους διά συμβάσεως εργασίας». Ετσι εξασφάλιζαν υποταγμένους εργάτες, υπάκουους σε οποιαδήποτε εντολή εργοδοσίας και κυβερνήσεων, για να μην απολυθούν αλλά και για να τους ανανεωθεί η σύμβαση.

Αλωστε μόνο «ο Ελληνας εργάτης όστις θα έχει εργασθεί εις Βέλγιον κανονικώς και άνευ διακοπής επί πέντε έτη, θα λαμβάνει άδειαν ασκήσεως παντός επ' αντιμισθία επαγγέλματος της εκλογής του». Η πενταετία ισχύει και για τη σύζυγο και τα τέκνα του μετανάστη προκειμένου να πάρουν τέτοια άδεια. Οι συγγενείς του «προ της προθεσμίας ταύτης των πέντε ετών θα δύνανται να λάβουν άδειαν εργασίας Β περιορισμένης διάρκειας ενός έτους, εφόσον η αγορά εργασίας το επιτρέπει». Σημειωτέον ότι η οικογένειά του δεν μεταναστεύει όποτε θέλει στο Βέλγιο. Η βελγική κυβέρνηση είναι που εγκρίνει την εγκατάστασή της όταν κι αν ο Ελληνας εργάτης κριθεί ότι έχει κατάλληλο για την οικογένειά του οίκημα. «Εις ιδιαιτέρας περιπτώσεις θα είναι δυνατόν να επιτραπεί η εν Βελγίω εγκατάστασις των υπό του Ελληνος εργάτου συντηρουμένων ανιόντων».

Για τη στέγαση των εργατών «τα ανθρακωρυχεία θα οργανώσουν οικοτροφεία προοριζόμενα διά τους Ελληνας εργάτας, όταν ο αριθμός αυτών δικαιολογεί τούτο. Οι διευθύνοντες τα οικοτροφεία ταύτα θα εκλέγονται μεταξύ Ελλήνων ή Βέλγων γνωστών εις τον εργοδότην ως εντίμων προσώπων». Στα οικοτροφεία «τα υπνοδωμάτια θα θερμαίνονται καλώς αναλόγως της εποχής του έτους. Εκαστος εργάτης θα έχει εις την διάθεσίν του ερμάριον το οποίον θα δύναται να κλειδώνει, κλίνην με σούστα και στρώμα (αποκλειομένου του αχυρένιου), κλινοσκεπάσματα εις επαρκή αριθμόν και σινδόνια τα οποία θα αλλάσσονται δις του μηνός».

Πολυτέλειες που ο εργάτης τις πληρώνει κιόλας. «Η τιμή της πλήρους οικοτροφής συμπεριλαμβανομένης της στεγάσεως, του καθαρισμού των χώρων, της θερμάνσεως, της κανονικής καταναλώσεως ύδατος και ηλεκτρικού ρεύματος, της πλύσεως και της λευκάνσεως των σινδονίων (...) είναι περίπου 60 φράγκα ημερησίως».

Επιπλέον για να μη χαθεί η ...προίκα, λήγοντας η σύμβαση ο εργάτης «οφείλει να επιστρέψει εν καλή καταστάσει, λαμβανομένης υπόψιν της συνήθους φθοράς, τα έπιπλα και άπαντα τα σκεύη άτινα είχον τεθεί εις τη διάθεσίν του συμφώνως προς πίνακα του οποίου αντίγραφόν του παρεδόθη».

Χαμάληδες, κακοπληρωμένοι, «πειθαρχημένοι»

Συνημμένη στην ελληνοβελγική σύμβαση ως παράρτημά της ήταν η δωδεκάμηνη ατομική «σύμβασις εργασίας» που υπέγραφε ο Ελληνας εργάτης με τον Βέλγο εργοδότη του. Εκεί οριζόταν ότι «κατά την ανάληψιν εργασίας, ο εργάτης (...) θα δικαιούται μιας περιόδου κατατοπισμού εις την εργασίαν είκοσι και μιας τουλάχιστον εργασίμων ημερών και εν συνεχεία μιας περιόδου προσαρμογής τριών μηνών». Στην περίοδο κατατοπισμού θα πληρώνεται ως «ανειδίκευτος εργάτης βάθους» με 238,20 βελγικά φράγκα μεροκάματο. «Το αυτό» θα λαμβάνει και στην περίοδο προσαρμογής οπότε η εργασία του «θα συνίσταται εις πτυαρίσματα, φόρτωσιν και εκφόρτωσιν υλικού ή άλλας βοηθητικάς εργασίας». Ολοκληρώνοντας την περίοδο προσαρμογής, «ο εργάτης δύναται να αρχίσει την εκμάθησιν της κοπής. Εις την περίπτωσιν ταύτην θα λαμβάνει δι' ίσην εργασίαν αντιμισθίαν ίσην με την καταβαλλόμενην εις τους μαθητευόμενους εργάτας κοπής», ποσό κυμαινόμενο αναλόγως της «αποδόσεως εργασίας», της παραγωγικότητας του εργάτη.

Μετά και την περίοδο μαθητείας (επίτηδες στη σύμβαση που προέβλεπε ως και το κόστος «λευκάνσεως σινδονίων», δεν διευκρινίζεται πόσο διαρκεί) και μόνο τότε ο εργάτης φλεβός θα λαμβάνει το «κατώτατον όριον ημερομισθίου του εργάτου κοπής», 323,50 βελγικά φράγκα. Γενικά δουλεύει 11 μέρες το 15ήμερο και λαμβάνει 12 ημερομίσθια. Του αναγνωρίζεται δικαίωμα αργίας (δικαιολογημένης απουσίας) την 25η Μάρτη και 28η Οκτώβρη, αλλά δεν τις πληρώνεται.

Σε περίπτωση μόνιμης αναπηρίας εξαιτίας εργατικού ατυχήματος ο εργάτης και «ενδεχομένως» η οικογένειά του επαναπατρίζονται ως τον Πειραιά «δαπάναις του εργοδότου». Επίσης σε περίπτωση θανάτου του εργάτη οφειλομένου σε εργατικό ατύχημα, η οικογένειά του επαναπατρίζεται πάλι «δαπάναις του εργοδότου». Τους υποχρέωσε...

Ο εργοδότης μπορούσε να καταγγείλει τη σύμβαση προ της λήξης της αν ο εργάτης δεν συμμορφωνόταν στους όρους της σύμβασης «ή προς τους εσωτερικούς κανονισμούς της επιχειρήσεως», όπως και αν η «διαγωγή» του «είναι τοιαύτης φύσεως, ώστε να βλάπτει την ασφάλειαν ή την τάξιν και την πειθαρχίαν της εκμεταλλεύσεως».

Μάλιστα συνημμένο στην ατομική σύμβαση ξεχωριστό παράρτημα (άρα κάτι που επίσης υπέγραφε και τυπικά συναινούσε ο εργάτης) αναφερόταν σε βελγικό νόμο των αρχών του αιώνα (της 10/3/1900 «περί συμβάσεως εργασίας»). Ξεκαθάριζε ότι ο προϊστάμενος επιχείρησης μπορούσε να διώξει εργάτη «οσάκις ούτος καθίσταται ένοχος πράξεως κακοηθείας (...) ανηθίκων πράξεων (...) εκθέτει διά της απερισκεψίας του την ασφάλειαν του οίκου, της επιχειρήσεως ή της εργασίας (...) Και εν γένει οσάκις ούτος σοβαρώς παραβαίνει την εκπλήρωσιν των υποχρεώσεων τούτων σχετικών προς την τάξιν, την πειθαρχίαν εν τη επιχειρήσει και την εκτέλεσιν της συμβάσεως».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ