Θυμίζουμε ότι η ΟΔΓ υπέγραψε με το «βασίλειον της Ελλάδος» 30/3/1960 τη διαβόητη «Σύμβαση Περί Επιλογής και Τοποθετήσεως Ελλήνων εργατών εις γερμανικάς επιχειρήσεις» για να εισάγει φτηνό εργατικό δυναμικό. Ακολούθως (25/4/1961) λόγω ασφαλιστικών και άλλων ζητημάτων που γεννήθηκαν υπέγραψε με την Ελλάδα τις Συμβάσεις «περί κοινωνικής ασφαλείας και ασφαλίσεως κατά της ανεργίας».
Ωστόσο, είναι η εποχή που το μεγάλο γερμανικό κεφάλαιο (με την υποστήριξη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ενάντια στο σοσιαλισμό που οικοδομείται ακριβώς δίπλα του) καλπάζει όχι μόνο στη χώρα του, αλλά επενδύει και στο εξωτερικό για να διευρύνει την κερδοφορία και επιρροή του.
Για να θωρακίσει η ΟΔΓ τέτοιες επενδύσεις από όποιο κίνδυνο, υπογράφει με την Ελλάδα συμβάσεις όπως αυτή «περί προαγωγής και αμοιβαίας προστασίας επενδυομένων κεφαλαίων» (27/3/1961), την «περί της αμοιβαίας αναγνωρίσεως και εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων, συμβιβασμών και δημοσίων εγγράφων επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων» (28/2/1963), αλλά και την «περί εγκαταστάσεως και ναυτιλίας μετά των συνημμένων πρωτοκόλλων παραρτήματος και 6 επιστολών» (18/3/1960).
Οριζε ότι σε υπήκοο του ενός κράτους επιτρεπόταν η είσοδος, προσωρινή ή μόνιμη διαμονή στο έδαφος του άλλους κράτους μόνον «εφόσον δεν αντιτίθενται εις τούτο λόγοι δημόσιας τάξεως, ασφαλείας, δημόσιας υγείας ή χρηστών ηθών». Οτι απελαύνεται αν προσβάλλει ασφάλεια του κράτους, δημόσια τάξη ή χρηστά ήθη. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονταν αυστηρότατα για όσους δεν είχαν συμπληρώσει 5ετία διαμονής. Αλλά κι όσοι τη συμπλήρωναν, πάλι κινδύνευαν με απέλαση αν για τις αρχές απειλούσαν την κρατική ασφάλεια ή οι κίνδυνοι για δημόσια τάξη και χρηστά ήθη «ενέχουσι χαρακτήρα ιδιαιτέρας σοβαρότητας». Ρίζες των διατάξεων αυτών η ισχύουσα ακόμα τότε σχετική γερμανική αστυνομική διάταξη του 1938, δηλαδή του ναζιστικού 3ου Ράιχ, όπου καθοριζόταν ότι «η παραμονή του αλλοδαπού στην επικράτεια του Ράιχ επιτρέπεται όταν αυτός με την προσωπικότητά του και τον σκοπό της παραμονής του εγγυάται ότι θα συμπεριφέρεται αξιοπρεπώς απέναντι στη φιλοξενία που του παρέχεται». Ορος-λάστιχο η ερμηνεία του οποίου ανατίθεται στο εκάστοτε αστυνομικό όργανο.
Για τις εταιρείες του ενός κράτους που ξεκινούσαν δραστηριότητα στο άλλο όριζε ότι αντιμετωπίζονται νομικά το ίδιο με τις εγχώριες. Μόνον έμπαινε περιορισμός να μην ασκούν δραστηριότητα «εν τη δημοσία υπηρεσία» ή επαγγέλματα και δραστηριότητες όπως γιατροί, συμβολαιογράφοι, λογιστές, «επιχειρηματίαι και πράκτορες μεταναστεύσεως», κατασκευαστές όπλων, ασφαλιστικές εταιρείες, «τραπεζιτικαί και πιστωτικαί επιχειρήσεις», «εις ας οι αλλοδαποί δεν είναι δεκτοί ή είναι δεκτοί κατά τρόπον περιορισμένον».
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι δύσκολα Γερμανός γιατρός ή συμβολαιογράφος θα άφηνε τη Βόννη για να ψάξει πελάτες σε κάποιο κατσικοχώρι της ρημαγμένης από την πολιτική των ΕΡΕ/Ενωσης Κέντρου/Αγγλοαμερικανών Ελλάδας. Απλά οι Γερμανοί φρόντισαν να μπει μια διάταξη που πρώτον προστάτευε τα δικά τους λεγόμενα «κλειστά επαγγέλματα». Δεύτερον, με τη σύμβαση περί εισαγωγής Ελλήνων εργατών να ακολουθεί καταπόδας και υπολογίζοντας τα εμβάσματα που οι Ελληνες θα έστελναν πίσω στην πατρίδα, δεν επρόκειτο να αφήσουν ελληνική τράπεζα, ασφαλιστή ή μεσίτη να διευθετεί τέτοια ζητήματα στερώντας από τους Γερμανούς μεγαλοκαρχαρίες τη σχετική προμήθεια. Τρίτον, έκαναν καθαρό ποιους Ελληνες θα δέχονταν στην επικράτειά τους, τη φτωχολογιά που διψούσε να δουλέψει για ένα γλίσχρο ημερομίσθιο.
Επίσης μόνο όσοι Ελληνες εργάζονταν τουλάχιστον επί 5ετίας «άνευ διακοπής» ή μπορούσαν να αποδείξουν ότι διέμεναν στη Γερμανία τουλάχιστον από 8ετίας «άνευ διακοπής», μπορούσαν να εκδώσουν «πιστοποιητικόν βεβαιούν ότι διά διάρκειαν ουχί περιορισμένην δεν υπόκεινται εις ουδένα εδαφικόν περιορισμόν». Αρα όλοι οι υπόλοιποι δεν είχαν κανένα δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης στη Γερμανία, όπως αποδείχτηκε λίγο αργότερα όταν έφτασαν μαζικά οι Ελληνες μετανάστες. Ζούσαν μόνο όπου τους τοποθετούσαν και μόνο πολύ αργότερα είχαν το δικαίωμα να αλλάξουν δουλειά, πόλη και να κάνουν πρόσκληση, με συναίνεση του εργοδότη, στον/στην σύντροφό τους.
Στα χαρτιά οι περιορισμοί αυτοί ίσχυαν και για τους Δυτικογερμανούς που θα έρχονταν να εργαστούν στην Ελλάδα. Επιπλέον ειδικές, ξεχωριστές συμφωνίες (σαν αυτές που αναφέραμε παραπάνω) ρύθμιζαν την απρόσκοπτη είσοδο και δραστηριότητα στην Ελλάδα δυτικογερμανικών επιχειρήσεων και μεγαλοκεφαλαιούχων υπό την χιλιοειπωμένη προπαγάνδα της «προσέλκυσης ξένων επενδύσεων».
Πάντως ακόμα κι από τη σύμβαση της 18/3/1960 μπαίνει το γενικό πλαίσιο προστασίας των μεγαλοεπιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται από τη μια χώρα στην άλλη. Η δε «εισδοχή εις οικονομικάς δραστηριότητας περιλαμβάνει επίσης την ίδρυσιν και διατήρησιν υποκαταστημάτων, αντιπροσωπειών, γραφείων, εργοστασίων και άλλων καταστημάτων καταλλήλων διά την διαχείρισιν των υποθέσεων. Οπως διευκολύνουν την εισδοχήν εις αυτοτελείς οικονομικάς και επαγγελματικάς δραστηριότητας τα συμβαλλόμενα κράτη θα είναι γενναιόφρονα κατά την χορήγησιν των απαιτουμένων εγκρίσεων».
Επιπλέον πληθώρα διατάξεων αφορά τη ναυτιλία, ευνοϊκών για τη λειτουργία εφοπλιστικών επιχειρήσεων. Ουσιαστικά πετιέται ένα κόκκαλο στην ελληνική άρχουσα τάξη για τη λεόντειο συμφωνία που υπογράφεται με την ΟΔΓ. Ενδεικτικά: «Τα υπό την σημαίαν ενός των συμβαλλομένων κρατών πλοία και αεροσκάφη δεν δύνανται να απαλλοτριωθούν υπό του ετέρου συμβαλλομένου κράτους». «Τα δύο συμβαλλόμενα κράτη θα αποφύγουν όπως λάβουν μέτρα διακρίσεως οιαδήποτε φύσεως ικανά να παραβλάψουν την ναυσιπλοΐαν του ετέρου συμβαλλομένου κράτους και να περεμποδίσουν την εκλογή της σημαίας κατά παράβασιν των αρχών του ελευθέρου συναγωνισμού». «Εκαστον των συμβαλλομένων κρατών παρέχει εις τα πλοία του έτερου συμβαλλομένου κράτους την αυτήν μεταχείρισιν ως και εις τα ίδια αυτού πλοία (...) εις τους λιμένας του υποκείμενους εις την κυριαρχίαν ή εξουσίαν αυτού. Τούτο εφαρμόζεται εις την ελευθέραν είσοδο εις τον λιμένα, εις την χρησιμοποίησιν αυτού και εις την απεριόριστον χρήσιν των υφιστάμενων εγκαταστάσεων των προοριζομένων διά τη ναυσιπλοΐαν και τας εμπορικάς εργασίας» κλπ.