Η ίδια προσπάθεια επαναλήφθηκε με αφορμή και την τετραήμερη απεργία της προηγούμενης εβδομάδας, με βασικούς εκφραστές αυτή τη φορά την «Ελευθεροτυπία» και κύκλους της «Αυγής». Πέρα από την ουσία του πράγματος, στην οποία θα αναφερθούμε πιο κάτω, είναι τουλάχιστον προκλητικό να κατηγορούν για απεργοσπασία το «Ριζοσπάστη» δυο εφημερίδες που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν δώσει δείγματα γραφής για τον τυχοδιωκτικό τρόπο με τον οποίο στέκονται απέναντι στις απεργιακές κινητοποιήσεις του κλάδου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η 48ωρη απεργία που κήρυξε η ΕΣΗΕΑ για τις 17 και 18 του περασμένου Δεκέμβρη. Τότε, η μεν «Ελευθεροτυπία», με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των εργαζομένων της (!) τάχθηκε υπέρ της απόφασης της εργοδότριας να μη γίνει απεργία στην εφημερίδα, η δε «Αυγή», όπως και όλες οι άλλες εφημερίδες, διένειμε το κυριακάτικο φύλλο της την Παρασκευή 17 Δεκέμβρη. Με ένα μακροσκελές μάλιστα άρθρο της σύνταξης, επιχειρηματολογούσε για το ότι το κυριακάτικο φύλλο δεν ήταν απεργοσπαστικό. Ελεγε χαρακτηριστικά: «Η παρουσία της κυριακάτικης "Αυγής" στα περίπτερα σήμερα, όπως επί τόσα χρόνια καθημερινά, αποτελεί πολιτική πράξη υπεράσπισης των λαϊκών αγώνων και όχι κερδοσκοπική κίνηση».
Εκτός από το «Βήμα» και το «Εθνος», όλες οι άλλες εφημερίδες στις οποίες αναφέρεται η «Ελευθεροτυπία» είναι εβδομαδιαίες. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης με τον «Ριζοσπάστη», η κυριακάτικη έκδοση του οποίου δεν αποτελεί ξεχωριστό φύλλο, όπως συμβαίνει στην πλειοψηφία των άλλων εντύπων, αλλά συνέχεια της καθημερινής έκδοσης, με ύλη προσαρμοσμένη στις ανάγκες της κομματικής δουλειάς, αφού κατά κανόνα οι Κομματικές Οργανώσεις εξορμούν τις Κυριακές με τον «Ριζοσπάστη». Αυτός είναι άλλωστε και ένας από τους λόγους για τον οποίο η κυκλοφορία του κυριακάτικου φύλλου είναι σχεδόν διπλάσια από τη μέση ημερήσια κυκλοφορία στη διάρκεια της εβδομάδας.
Οπως είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν οι αναγνώστες, όλες οι κυριακάτικες εκδόσεις των συγκροτημάτων κυκλοφόρησαν από την Πέμπτη με τις εμπορικές προσφορές τους. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο τύπωσαν κυριακάτικες εκδόσεις: Για να προσθέσουν τα CD και τα άλλα παρελκόμενα στις εφημερίδες τους, με στόχο το κέρδος. Ο «Ριζοσπάστης», η εφημερίδα της εργατικής τάξης, δεν κυκλοφορεί με στόχο το κέρδος, αλλά για να υπερασπιστεί τα εργατικά δικαιώματα, τα οποία βρίσκονται υπό λυσσαλέο διωγμό από την ίδια τάξη που διευθύνει και τον αστικό Τύπο σαν προπαγανδιστικό της μηχανισμό.
Αυτήν ακριβώς την αλήθεια προσπαθούν να συσκοτίσουν όσοι τσουβαλιάζουν τον «Ριζοσπάστη» με τις αστικές εφημερίδες και επιχειρούν μάταια να του χρεώσουν απεργοσπασία. Θα προτιμούσαν ο «Ριζοσπάστης» όχι μόνο να μη βρίσκεται κρεμασμένος στα περίπτερα τις μέρες της απεργίας, ώστε η τάξη τους και ο προπαγανδιστικός της μηχανισμός να παίζουν χωρίς αντίπαλο, αλλά και να μη βγαίνει καθόλου, αφού το ΚΚΕ είναι το μόνο κόμμα που τους αντιπαλεύει στρατηγικά, με κριτήριο τις σύγχρονες ανάγκες και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων.
Παράλληλα, ως εργοδότες στα εκδοτικά τους συγκροτήματα, τα οποία λειτουργούν σαν επιχειρήσεις, προσπαθούν διαρκώς να δυσχεραίνουν τους όρους με τους οποίους εργάζονται οι δημοσιογράφοι και οι άλλοι εργατοϋπάλληλοι, για να μειώσουν το λειτουργικό κόστος στα «μαγαζιά» τους. Η καπιταλιστική κρίση και η αναπόφευκτη όξυνση του ανταγωνισμού για το ποιος θα επιβιώσει στην αγορά των ΜΜΕ, έχει κάνει την εργοδοσία πιο επιθετική. Σαν αποτέλεσμα, οι εργαζόμενοι στον Τύπο και στα ΜΜΕ βρίσκονται αντιμέτωποι με την ίδια αντεργατική αντιλαϊκή επίθεση και πολιτική που στηρίζουν τα Μέσα στα οποία εργάζονται και η οποία υπηρετεί τους εργοδότες τους σαν τάξη.
Ιδιαίτερα σήμερα, που η ταξική πάλη οξύνεται και μαζί της η επίθεση στην εργατική τάξη και η συκοφάντηση των αγώνων της, η καθημερινή παρουσία του «Ριζοσπάστη» στα εργοστάσια, τις εργατογειτονιές, τα μικρομάγαζα και τις σχολές είναι απαραίτητη όσο ποτέ. Αυτή την παρουσία είναι αποφασισμένα να διασφαλίσουν με κάθε τρόπο και ενάντια σε οποιονδήποτε αντίπαλο τα κομματικά μέλη που το ΚΚΕ χρέωσε στη δουλειά του «Ριζοσπάστη» και οι εργαζόμενοι στην εφημερίδα του Κόμματος.