Πέμπτη 12 Σεπτέμβρη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΜΑΡΙΑ ΗΛΙΟΥ
Από τις δυο πλευρές του Αιγαίου

Ιστορικό ντοκιμαντέρ της Μαρίας Ηλιού και του ιστορικού Αλέξανδρου Κιτροέφ με θέμα το διωγμό και την ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, αλλά και την αστική αποκατάστασή τους, συνέχεια, μέρος β΄ του περσινού ντοκιμαντέρ για τη «ΣΜΥΡΝΗ». Η ταινία προβάλλει ως στοιχεία τεκμηρίωσής της σπάνιο φωτογραφικό και κινηματογραφικό υλικό από αρχεία της Ευρώπης και της Αμερικής, επεξηγηματικές παρεμβάσεις ιστορικών και ερευνητών και τους απόηχους προσωπικών μαρτυριών, Ελλήνων και Τούρκων προσφύγων, δεύτερης και τρίτης γενιάς.

Καλοφτιαγμένη η όχι τόσο αθώα κατασκευή που εντέχνως απομακρύνεται από το ολίσθημα τού να προσεγγίσει το πολιτικό αυτό θέμα από την πολιτική του πλευρά και, ένα σχεδόν αιώνα μετά - μέσα από συσσωρευμένη πλέον ιστορική πείρα - να σχολιάσει την Ιστορία και να βγάλει συμπεράσματα... Αυτός εξάλλου είναι και ο - κατά Χαϊνόφσκι και Σόιμαν - ρόλος του ντοκουμενταρίστα. Η ταινία φτιάχτηκε προσβλέποντας σαφώς στο θυμικό του θεατή. Αναφέρεται αποσπασματικά στην τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή και τον πόνο των θυμάτων της, απομονώνοντάς την όμως από τα πολιτικά και οικονομικά αίτια που την προκάλεσαν και ιδίως χωρίς να προβαίνει στην παραμικρή σύνδεση με το σήμερα, όταν οι ίδιες πολιτικές με τις καπιταλιστικές τους κρίσεις καταδικάζουν τις λαϊκές μάζες και στην πνευματική εξαθλίωση, προετοιμάζοντάς τες ώστε να εθιστούν στο να στηρίζουν αμάσητα κατασκευασμένες «ανθρωπιστικές καταστροφές», όπου και όποτε τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα το αποφασίσουν, με το «καλό» πια ΝΑΤΟ να επεμβαίνει στρατιωτικά όπου Γης ο ιμπεριαλισμός αποφασίσει να προκαλέσει «ανθρωπιστική» καταστροφή για να φυτέψει τους ενεργειακούς αγωγούς των πολυεθνικών ομίλων που υπηρετεί... Βέβαια, μια ματιά να ρίξει κανείς στους χρηματοδότες του ντοκιμαντέρ - ιδρύματα και όμιλοι του συστήματος - διαπιστώνει ότι το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Το ντοκιμαντέρ αυτό, όμως, που διατείνεται ότι «έφτασε η στιγμή να διηγηθούμε ολόκληρη την ιστορία και από τις δυο πλευρές του Αιγαίου και όχι μόνο τη μισή», εκτός από τους κινηματογράφους και κάποιες κυριακάτικες προβολές στο Μουσείο Μπενάκη θα πραγματοποιήσει και προβολές σε σχολεία. Για ποιον όμως λόγο θα μπορούσε να είναι χρήσιμο στους μαθητές (που ακόμα διαπλάθονται) ένα ακόμα οπτικό (εκεί σήμερα βρίσκεται η δύναμη της προπαγάνδας) ιστορικό κείμενο που μιλά για τον πόνο του ξεριζωμού, ανεξάρτητα από ποιες πολιτικές κι από ποιους αυτός προκλήθηκε... Στις πονηρές μέρες του σήμερα, που η αθωότητα εμφανίζεται μόνο ως βλακεία, καλό είναι οι προκλήσεις να αντιμετωπίζονται πονηρεμένα...

ΑΝΤΡΕΣ ΓΟΥΝΤ
Η Βιολέτα πήγε στον ουρανό

Αν κάποιος αυτόματα δεν αναγνωρίσει το όνομα Βιολέτα Πάρα, ας φέρει στο μυαλό του το τραγούδι της «Gracias a la vida», ύμνο στην χιλιανή παραδοσιακή μουσική... Με την πρώτη ματιά αυτή η «βιογραφία» φαίνεται να σπάει το συμβατικό και δραματουργικό ρυθμό των ταινιών του είδους... Στην πραγματικότητα, κρύβει την αφηγηματική της στρατηγική τού να γλιστρά χρονολογικά σε ταχείες μεταβάσεις...

Αυτό συνιστά «καθήκον» της αφήγησης που χειρίζεται φιλμικό κείμενο με χρονικά χάσματα - να βρίσκει τρόπους να πληροφορεί συνεχώς τον θεατή για τον χρόνο και τον τόπο που βρίσκεται... Το στοιχείο αυτό ούτε πειράζει και ούτε ενοχλεί. Αντίθετα, το «ταξίδι» αυτό, σε πάμπολλες στιγμές, μεταμορφώνεται σε πιο ήπιο και πιο ποιητικό, ενώ, παράλληλα, η «απίθανη» ιστορία της Χιλιανής τραγουδίστριας, συνθέτη, ποιήτριας και εικαστικής Βιολέτα Πάρα αναπτύσσεται με το δικό της τέμπο...

Η ταινία εστιάζει κυρίως στην αναζήτηση της Πάρα στην αυθεντική παραδοσιακή μουσική του λαού της. Μια προσωπική προβληματική που σκιαγραφείται μέσα από την απώλεια του μουσικόφιλου πατέρα που έφυγε από τη ζωή πολύ νωρίς. Το προσωπικό, όμως, στοιχείο πολύ γρήγορα μετατρέπεται σε πολιτικό. Είναι η μουσική των φτωχών, η μουσική που δίνει φωνή σε όσους ποτέ δεν είχαν φωνή... Θέμα δοσμένο με ποιητικό τρόπο από τον Αντρές Γουντ, με τον χρόνο να εναλλάσσεται και τις μνήμες να συγχωνεύονται σε ένα με την πραγματικότητα.

Η Βιολέτα Πάρα γεννήθηκε σε ένα φτωχό χιλιανό χωριό το 1917. Η ζωή της ποτέ δεν υπήρξε εύκολη, αντίθετα όλη της η ύπαρξη ήταν ένας συνεχής και σκληρός αγώνας. Κορμός της ταινίας μια τηλεοπτική συνέντευξη η οποία «βγάζει» σε διάφορες χρονικές στιγμές του παρελθόντος, μέσα από τις οποίες ακολουθούμε την αναζήτηση της Πάρα για μια μουσική ταυτότητα και τη διεθνή της καριέρα. Η στέρεη ερμηνεία της Φρανσίσκα Γκαβιλάν αναδεικνύει άριστα το «μύθο» του παθιασμένου, μεγάλου καλλιτέχνη που σίγουρος για τη βασανιστική αλήθεια του, προτάσσει τη δημιουργία. Και το κατορθώνει. Φθάνει που βλέπουμε το Λούβρο γεμάτο από τα κεντημένα της ταμπλό λαϊκής τέχνης. Ισως γι' αυτή της την ιδιαιτερότητα γίνεται δύσκολο να την κρίνουμε όταν σπάζοντας όλους τους «κανονισμούς» τοποθετεί το δημιουργικό της εγώ πάνω ακόμα και από τα παιδιά της.

Σκληρή κι απόλυτη η Βιολέτα Πάρα δεν ανήκε στο συναισθηματικό είδος... Εβαλε τέρμα στη ζωή της στα 50 της. Πίσω της άφησε πλούσιο κληροδότημα, παραδοσιακή μουσική στην οποία εμφύσησε νέα ζωή, λαογραφικό έργο, αλλά και δικά της τραγούδια που κατέκτησαν τον κόσμο όλο. Η δύναμη της ταινίας ίσως βρίσκεται στο ότι επικεντρώνεται λιγότερο στην χρονολογική ορθότητα και στο αίτιο/αιτιατό και περισσότερο στη «στόφα» της Πάρα, στην προσωπική κινητήρια δύναμή της και στα οράματά της. Τώρα, αν το αποτέλεσμα μοιάζει γεμάτο συναισθήματα, είναι συνέπεια της ερμηνευτικής προσέγγισης προς το πορτρέτο ενός τόσο φορτισμένου καλλιτέχνη. Η Γκαβιλάν ερμηνεύει την Πάρα με εμπάθεια και δύναμη, τόσο στις επιτυχίες όσο και στον πόνο και ανάγει την ταινία σε συναρπαστικό, αξιόλογο καλλιτεχνικό επίτευγμα με μεγάλα συναισθήματα και καθόλου συναισθηματισμό, όπως πρέπει να είναι η μεγάλη τέχνη. Να τη δείτε!

Παίζουν: Φρανσίσκα Γκαβιλάν, Τομά Ντιράν, Κρίστιαν Κεβέδο, Γκαμπριέλα Αγκιλέρα, κ.ά.

Παραγωγή: Χιλή, Αργεντινή, Βραζιλία (2011).

ΖΑΝ - ΛΙΚ ΓΚΟΝΤΑΡ ΚΑΙ ΖΑΝ - ΠΙΕΡ ΓΚΟΡΕΝ
Ολα πάνε καλά

Ο Γκοντάρ σε συνεργασία με τον Γκορέν - συνεργασία που έληξε το 1973 - γυρίζει τέσσερα χρόνια μετά το Μάη του '68 και μετά από τρίχρονη ένταξη στην κινηματογραφική ομάδα «Τζίγκα Βερτόφ», το «ΟΛΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ» που προβάλλεται τώρα σε επανέκδοση, ταινία που ανήκει στην περίοδο που ο σκηνοθέτης επιχειρεί μια κριτική ανασκόπηση τόσο των πολιτικών γεγονότων όσο και του έργου του «δημιουργού» που «έναν μόνο τρόπο έχει για να γίνει επαναστάτης διανοούμενος, να παραιτηθεί από το να είναι διανοούμενος». Ο Γκοντάρ εμφανίζεται προβληματισμένος με τη φύση και τη χρήση της ιδεολογίας, ανεξάρτητα από το μέσο που εκπέμπεται... Παρόλο που οι επόμενες ταινίες του σκηνοθέτη επιδεικνύουν ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για την αφήγηση, έχει υποστηριχθεί ότι τα κινηματογραφικά δοκίμια του Γκοντάρ δεν είναι ταινίες με τη συμβατική έννοια του όρου αλλά πρόκειται για μια μορφή αφήγησης οχυρωμένη στο λόγο...

Στο «ΟΛΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ» - όπως διατεινόταν το μελωδικό σύνθημα που είχε τότε ρίξει διεθνώς η «Κόκα - Κόλα» «Ολα πάν' καλά με Κόκα - Κόλα, όλα πάνε καλά...», οι γηραιότεροι θα το θυμούνται σίγουρα... - μας αποκαλύπτεται η ιστορία ενός κινηματογραφιστή μπρος σε σταυροδρόμι. Καλλιτεχνικό, ιδεολογικό, αλλά κυρίως προσωπικό. Που πιστεύει ότι η εξέγερση παραμένει αναγκαία αλλά δεν γνωρίζει τον τρόπο που αυτή πρέπει να αρθρωθεί ώστε να προσλάβει ένα αληθινό νόημα. Κατά κάποιο τρόπο ο Γκοντάρ αμφισβητεί αυτή καθαυτή τη νομιμοποίηση του κινηματογράφου, αυτός που 12 χρόνια πριν είχε κλονίσει τα αισθητικά θεμέλια της κινηματογραφικής τέχνης με το «ΜΕ ΚΟΜΜΕΝΗ ΤΗΝ ΑΝΑΣΑ».

Το «ΟΛΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ» μπορεί να θεωρηθεί και μια προσπάθεια συμφιλίωσης του σκηνοθέτη με την παραδοσιακή βιομηχανία, από την οποία ο ίδιος θέλει να αποστασιοποιείται και στην οποία επιθυμεί να αντιταχθεί. Ο Γκοντάρ, που κάποτε ήθελε να κάνει ταινίες με πολιτικό τρόπο και όχι απλά πολιτικές ταινίες με χυδαία «ρεφορμιστική» μυθοπλασία, να που δέχεται να υποκύψει στο συμβιβασμό. «Για να κάνεις μια ταινία χρειάζεσαι λεφτά». Ετσι διατείνεται η φράση που ανοίγει την ταινία, που δίνει την εντύπωση παραίτησης - με τα απλά κοντινά πλάνα υπογεγραμμένων τσεκ - ως προς τη λογική της εμπορευματοποίησης της εικόνας. Η κατάληξη είναι ότι για να εξασφαλίσει κανείς το απαιτούμενο κεφάλαιο για μια ταινία πρέπει να χρησιμοποιήσει ηθοποιούς βεντέτες, που πουλάνε στο κοινό. Ακολουθώντας αυτή τη στρατηγική ο Γκοντάρ χρησιμοποιεί για τον πρωταγωνιστικό ρόλο ενός πρώην κομμουνιστή σκηνοθέτη τον αριστερό Υβ Μοντάν - πρόσφατα αναδειγμένο από τον Γαβρά - και την τότε στρατευμένη στην πολιτική επικαιρότητα Αμερικανίδα Τζέιν Φόντα, σύμβολο ενός κλασικού αλλά «μεταρρυθμισμένου» κινηματογράφου, στο ρόλο της συντρόφου του σκηνοθέτη, Αμερικανίδας δημοσιογράφου, ανταποκρίτριας στο Παρίσι, που δεν μπορεί πια να γράφει κατασκευασμένα ψέματα. Το φιλμ «ΟΛΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ» θεωρήθηκε παράδειγμα κατ' εξοχήν ανατρεπτικό πάνω στο θέμα της πάλης των τάξεων και τη θέση των διανοούμενων σε αυτή. Μέσα από σειρά συνεντεύξεων το φιλμ αναπτύσσει ένα σύνθετο πορτρέτο της κοινωνικοπολιτικής και ιδεολογικής κατάστασης της εποχής και από αισθητικής άποψης θεωρείται η πιο φιλόδοξη και ολοκληρωμένη ταινία του Γκοντάρ... Για τους θαυμαστές του σκηνοθέτη και όσους περίεργους γύρω από το μύθο Γκοντάρ...

Παίζουν: Υβ Μοντάν, Τζέιν Φόντα, Βιτόριο Καπριόλι, κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία, Ιταλία (1972).

ΣΟΦΙΑ ΚΟΠΟΛΑ
Οι ύποπτοι φορούσαν γόβες

Η Κόπολα μιλά με αμφίσημη γλώσσα - που οδηγεί σε αμφίσημη ερμηνεία του μηνύματος της ταινίας της - στο πλαίσιο μιας επαναληπτικής και κενής σκηνοθεσίας που αναπαράγει τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Η κόρη του «μεγάλου» Κόπολα στο παρελθόν χλευάστηκε για έλλειμμα υποκριτικής ικανότητας και κατηγορήθηκε για νεποτισμό. Ξαφνικά με τις επιτυχίες της «VIRGIN SUICIDES» και «LOST IN TRANSLATION» έτυχε γενικής - και δικαίως - αναγνώρισης ως μια από τις πιο «καυτές» σκηνοθέτιδες του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου.

Λίγοι μπορούν να αποδώσουν με εικόνα και ήχο τη βαθιά ριζωμένη μελαγχολία και τη μοναξιά της ύπαρξης στην καρδιά μιας πλούσιας κοινωνικής σαπουνόφουσκας όπως η Σοφία Κόπολα που μαζί με το στοιχείο της αποστασιοποιημένης αφηγηματικής στάσης, της παρατήρησης, συνιστούν τα στοιχεία που συνθέτουν την υπογραφή της Αμερικανίδας σκηνοθέτιδας που ανέκαθεν στέκεται στο χείλος του ορίου... Αυτή τη φορά μοιάζει να πέρασε το όριο και η αφηγηματική απόσταση που παρέχεται με λάθος δοσολογία, καθίσταται μάλλον μεταδοτική και στο κοινό...

Η ταινία δανείζεται την ίντριγκα από τα πραγματικά εξώφυλλα και είναι το αποτέλεσμα της υστερίας που καλλιεργεί το σύστημα για τους ανερχόμενα διάσημους του θεάματος του lifestyle, για την μανία για τις αναγνωρίσιμες ακριβές μάρκες ένδυσης και το γενικό καθεστώς του επιφανειακού φαίνεσθαι. Η κοινωνία της περιοχής που παράγει και πουλάει αφειδώς ονειρικές αυταπάτες μέσα από το θέαμα, ναρκισσιστική κοινωνία, λάτρης του «πετυχημένου» που μισεί την έννοια του «χαμένου» έχει τη νεολαία που της αξίζει... Η Κόπολα αναδεικνύει ή μάλλον καταγγέλλει αυτό το αυτονόητο, δυστυχώς όμως δεν προσθέτει τίποτε περισσότερο. Αναπαράγει αποκλειστικά αυτό που διακρίνεται στην επιφάνεια, ουδόλως προβληματίζεται και φαίνεται ξεκάθαρα ότι δεν ενδιαφέρεται να διεισδύσει στο κίνητρο των εφήβων ή στο «μπακγκράουντ» τους και στο γενικότερο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν.

Η ταινία της Κόπολα «ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΟΥΑΝΕΤΑ» αναμφισβήτητα συνιστούσε σχόλιο για την κουλτούρα των σημερινών «προσωπικοτήτων» του θεάματος... κάλλιστα θα μπορούσε να αναφέρεται στην Πάρις Χίλτον... Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η κληρονόμος της σειράς των γνωστών ξενοδοχείων είναι ένας από τους κύριους χαρακτήρες στην τελευταία ταινία της Κόπολα που στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα του 2008 όταν μια ομάδα εφήβων από εύπορες μικροαστικές οικογένειες προέβηκαν σε κατά συρροή διαρρήξεις σε βίλες ανερχόμενων κινηματογραφικών αστέρων του Χόλιγουντ. Οι συμμαθητές Μαρκ και Ρεμπέκα είναι γοητευμένοι από τις διασημότητες του θεάματος. Αυτός αναζητά αναγνώριση, εκείνη ερεθιστικά λακτίσματα. Στην παρέα προστίθεται και η επιθετική Νίκι που μιλά με διάλεκτο της πλούσιας περιοχής «Valley» και είναι αποφασισμένη να κάνει τα πάντα για να γίνει σούπερ μόντελ. Η Νίκι και οι αδελφές της δεν πάνε σχολείο, διδάσκονται τις καταναλωτικές αξίες της ζωής από τη μητέρα τους που εξασκεί τη διδασκαλία με μέθοδο που είναι κάτι ανάμεσα σε σαϊεντολογία, λατρεία προς τους διάσημους και κάρμα. Η ομάδα πληροφορούνταν από το διαδίκτυο για το πότε οι διάσημοι έλειπαν από τις «ξεκλείδωτες» βίλες τους σε πάρτι και φιλανθρωπίες ανά τη χώρα. Οταν στο τέλος συλλαμβάνονται από την αστυνομία, αυτομάτως μετατρέπονται σε διασημότητες λόγω της υπερβολικής προβολής τους από τα μίντια - έτσι προσλαμβάνουν ατζέντηδες που αναλαμβάνουν να χτίσουν το δίκτυο εκείνο που θα τους προωθήσει κοινωνικά και επαγγελματικά, σε μια κοινωνία που όλα αγοράζονται και τίποτα πια δεν έχει την παραμικρή αξία. Ετσι ακριβώς συνέβη στην πραγματικότητα.

Δραματουργικά η ταινία, με αφήγηση που στην πορεία κάπου καταντά κουραστικά επαναληπτική, είναι βαριά και χωρίς ιδιαίτερη δυναμική. Η δεύτερη πράξη αποτελεί ένα μακρόσυρτο αναμάσημα μιας και μόνο σκηνής: η ομάδα στο σπίτι κάποιου σταρ οργιάζει με τα ακριβά αντικείμενα, μένει έκπληκτη από την πληθώρα άχρηστων και κιτς καταναλωτικών αγαθών. Η επανάληψη της σκηνής με την ίδια πάνω κάτω δομή είναι παραλογισμός... Δεν καταλαβαίνουμε αν η ίδια η σκηνοθέτης κάπου χάνεται κι αυτή μέσα στην αφθονία και μοιάζει να αναμένει από μας που φοράμε «κουρέλια» να συμμεριστούμε τη γνώμη της. Ο -σε στιγμές αυτοσχεδιαστικός- «ξεπατικούρα» διάλογος από την αρχή ως το τέλος της ταινίας περιορίζεται στις 500 λέξεις με τους έφηβους να εκστασιάζονται μπροστά σε σειρά από γνωστές μάρκες - όλες πια πουλημένες σε πολυεθνικές με παραγωγή, που προσαρμόζεται και συνάμα διαμορφώνει, όλο και πιο κιτς γούστα - με ενδιάμεσες κραυγές τύπου «Oh my God!», «shit» και «wow»!!!

Συμπαθητικά κομψή, αλλά μια μικρή απογοήτευση η ταινία, που τελικά δεν καταλαβαίνει κανείς τι επακριβώς θέλει να πει η Κόπολα. Φαινομενικά πρόκειται για μια απλουστευτική ηθικολογία για τον καταναλωτισμό στην εποχή μας, μια σάτιρα της κοινοτοπίας των εύπορων μικροαστών... Η από το σύστημα επιβαλλόμενη λατρεία της εποχής μας για την «επιφάνεια» όμως, είναι ένα νέο χτεσινό και μόνο η παρατήρηση του φαινομένου πλέον δεν είναι αρκετή...

Παίζουν: Εμα Γουότσον, Ισραελ Μπρουσάρντ, Κέιτι Τσανγκ, Τέσα φαρμίγκα, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2013).

Gracias a la vida...

Ο τίτλος του πλέον αναγνωρίσιμου τραγουδιού της Χιλιανής Βιολέτα Πάρα, η συναρπαστική βιογραφία της οποίας βγαίνει σήμερα στους κινηματογράφους, σηματοδοτώντας και την πιο αξιόλογη ταινία μιας βδομάδας -καταγγελτικής ως προς την κοινωνία της κατανάλωσης- αλλά σχετικά στεγνής από καλά και ιδιαίτερα φιλμ... Κατά τ' άλλα...

Το εμπνευσμένο από τον Γκοτζίλα, αμερικάνικο μπλοκμπάστερ επιστημονικής φαντασίας του Γουλιέρμο ντελ Τόρο «ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ» (2013) με μεγαλομανείς σκηνές δράσης συνιστά είδος διασκέδασης που απαιτεί ποπ κορν. Η ιστορία της τοποθετείται σε ένα μέλλον όπου η ανθρωπότητα παλεύει με γιγαντιαία τέρατα που έρχονται από άλλο κόσμο... από άλλη διάσταση... αναδύονται από το βυθό του Ειρηνικού για να επιτεθούν στον εύθραυστο πολιτισμό της Γης. Ο αγώνας διεξάγεται ανάμεσα σ' αυτά τα τέρατα και τα μέγα ρομπότ... με το σκηνοθέτη να κάνει χρήση της μυθολογίας που λέει πόσο ασήμαντοι είναι οι ανθρώπινοι νόμοι, τα συμφέροντα και τα συναισθήματα για τις τεράστιες δυνάμεις που βρίσκονται εκεί έξω, στο σύμπαν... Στα πρόθυρα αυτής της καταστροφικής ήττας, η ελπίδα όλης της ανθρωπότητας στρέφεται σε δύο απίθανους ήρωες. Σε έναν συνταξιούχο πιλότο κι ένα νεαρό κορίτσι, ύστατη ελπίδα μπρος στην Αποκάλυψη που πλησιάζει... Αυτό που βέβαια σώζει πάλι την ανθρωπότητα είναι η ατομική βόμβα, λύση παντελώς αδόκιμη αν σκεφτεί κανείς ότι το τέρας Γκοτζίλα, ήταν το αποτέλεσμα των πυρηνικών αποβλήτων από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο ντελ Τόρο δανείζεται και μπλέκει μαζί -αποδίδοντας ίσως φόρο τιμής σε κλασικά είδη- πολλά στοιχεία, αφού όμως τα λεηλάτησε άσπλαχνα από όποιο τυχόν δραματικό και αισθητικό τους περιεχόμενο... Πάντως, τα ακατανίκητα ειδικά εφέ κάνουν τον θεατή που φορά τα 3Dγυαλιά να αισθάνεται σαν έντομο... Στους ρόλους οι Τσάρλι Χάναμ, Ιντρις Ελμπά, Ρίνκο Κικούτσι, κ.ά.

Αν ο ντελ Τόρο προσβλέπει στο να φοβίσει το θεατή με την επερχόμενη «ασύμμετρη απειλή» μιας εξωπραγματικής Αποκάλυψης, το αμερικάνικο θρίλερ τρόμου επιτόπιας κατανάλωσης με τίτλο «ΕΙΣΑΙ Ο ΕΠΟΜΕΝΟΣ» (2011) σε σκηνοθεσία του νεαρού Ανταμ Γουίνγκαρντ, προσπαθεί, χωρίς να έχει απολύτως τίποτα να πει, να πείσει το θεατή για μια αληθοφανή, προσαρμοσμένη στα μέτρα των απλών ανθρώπων «ασύμμετρη απειλή»... Κανείς δε θα πρέπει να αισθάνεται ασφαλής πουθενά, ούτε ακόμα και μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του λέει η ταινία «παίζοντας» με όλους τους κώδικες του είδους πασπαλισμένους με μαύρο χιούμορ και λουτρό αίματος, Καλή η στρατηγική και χρήσιμη στο σύστημα ...

Πρεμιέρα σήμερα και για τη χονδροειδή κωμωδία με μουσικά νούμερα και αιφνίδιο θάνατο «ΟΤΑΝ ΘΕΛΟΥΝ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ» (2011). Πρόκειται για συμπαραγωγή Λιβάνου, Γαλλίας, Αιγύπτου και Ιταλίας σε σκηνοθεσία της Λιβανέζας Ναντίν Λαμπακί που το μήνυμά της για ισότητα και θρησκευτική διαλλακτικότητα σφυρηλατείται με ίσα μέρη χιούμορ και σοβαρότητας. Είναι μια ταινία με δική της φωνή που φιλοδοξεί να γίνει δημοφιλής... Κάπως δύσκολο...

Τέλος, η Ταινιοθήκη της Ελλάδος τιμά την Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου τη μνήμη της Αλίντας Δημητρίου που «έφυγε» τον περασμένο Ιούλιο. Φίλοι και συγγενείς της σκηνοθέτιδας, καλούν τους φίλους του είδους του ντοκιμαντέρ σε μια τιμητική βραδιά για το σπουδαίο έργο που μας άφησε ως κληρονομιά. Στην εκδήλωση που γίνεται με ελεύθερη είσοδο θα προβληθεί η τριλογία της Δημητρίου «Πουλιά στο βάλτο», «Η ζωή στους βράχους» και «Τα κορίτσια της βροχής», που αναδεικνύει μέσα από μαρτυρίες και ντοκουμέντα την αγωνιστικότητα και τη δύναμη της γυναικείας ψυχής, «έργο» που αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το κοινό...


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ