Πέμπτη 12 Σεπτέμβρη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΖΑΝ - ΛΙΚ ΓΚΟΝΤΑΡ ΚΑΙ ΖΑΝ - ΠΙΕΡ ΓΚΟΡΕΝ
Ολα πάνε καλά

Ο Γκοντάρ σε συνεργασία με τον Γκορέν - συνεργασία που έληξε το 1973 - γυρίζει τέσσερα χρόνια μετά το Μάη του '68 και μετά από τρίχρονη ένταξη στην κινηματογραφική ομάδα «Τζίγκα Βερτόφ», το «ΟΛΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ» που προβάλλεται τώρα σε επανέκδοση, ταινία που ανήκει στην περίοδο που ο σκηνοθέτης επιχειρεί μια κριτική ανασκόπηση τόσο των πολιτικών γεγονότων όσο και του έργου του «δημιουργού» που «έναν μόνο τρόπο έχει για να γίνει επαναστάτης διανοούμενος, να παραιτηθεί από το να είναι διανοούμενος». Ο Γκοντάρ εμφανίζεται προβληματισμένος με τη φύση και τη χρήση της ιδεολογίας, ανεξάρτητα από το μέσο που εκπέμπεται... Παρόλο που οι επόμενες ταινίες του σκηνοθέτη επιδεικνύουν ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για την αφήγηση, έχει υποστηριχθεί ότι τα κινηματογραφικά δοκίμια του Γκοντάρ δεν είναι ταινίες με τη συμβατική έννοια του όρου αλλά πρόκειται για μια μορφή αφήγησης οχυρωμένη στο λόγο...

Στο «ΟΛΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ» - όπως διατεινόταν το μελωδικό σύνθημα που είχε τότε ρίξει διεθνώς η «Κόκα - Κόλα» «Ολα πάν' καλά με Κόκα - Κόλα, όλα πάνε καλά...», οι γηραιότεροι θα το θυμούνται σίγουρα... - μας αποκαλύπτεται η ιστορία ενός κινηματογραφιστή μπρος σε σταυροδρόμι. Καλλιτεχνικό, ιδεολογικό, αλλά κυρίως προσωπικό. Που πιστεύει ότι η εξέγερση παραμένει αναγκαία αλλά δεν γνωρίζει τον τρόπο που αυτή πρέπει να αρθρωθεί ώστε να προσλάβει ένα αληθινό νόημα. Κατά κάποιο τρόπο ο Γκοντάρ αμφισβητεί αυτή καθαυτή τη νομιμοποίηση του κινηματογράφου, αυτός που 12 χρόνια πριν είχε κλονίσει τα αισθητικά θεμέλια της κινηματογραφικής τέχνης με το «ΜΕ ΚΟΜΜΕΝΗ ΤΗΝ ΑΝΑΣΑ».

Το «ΟΛΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ» μπορεί να θεωρηθεί και μια προσπάθεια συμφιλίωσης του σκηνοθέτη με την παραδοσιακή βιομηχανία, από την οποία ο ίδιος θέλει να αποστασιοποιείται και στην οποία επιθυμεί να αντιταχθεί. Ο Γκοντάρ, που κάποτε ήθελε να κάνει ταινίες με πολιτικό τρόπο και όχι απλά πολιτικές ταινίες με χυδαία «ρεφορμιστική» μυθοπλασία, να που δέχεται να υποκύψει στο συμβιβασμό. «Για να κάνεις μια ταινία χρειάζεσαι λεφτά». Ετσι διατείνεται η φράση που ανοίγει την ταινία, που δίνει την εντύπωση παραίτησης - με τα απλά κοντινά πλάνα υπογεγραμμένων τσεκ - ως προς τη λογική της εμπορευματοποίησης της εικόνας. Η κατάληξη είναι ότι για να εξασφαλίσει κανείς το απαιτούμενο κεφάλαιο για μια ταινία πρέπει να χρησιμοποιήσει ηθοποιούς βεντέτες, που πουλάνε στο κοινό. Ακολουθώντας αυτή τη στρατηγική ο Γκοντάρ χρησιμοποιεί για τον πρωταγωνιστικό ρόλο ενός πρώην κομμουνιστή σκηνοθέτη τον αριστερό Υβ Μοντάν - πρόσφατα αναδειγμένο από τον Γαβρά - και την τότε στρατευμένη στην πολιτική επικαιρότητα Αμερικανίδα Τζέιν Φόντα, σύμβολο ενός κλασικού αλλά «μεταρρυθμισμένου» κινηματογράφου, στο ρόλο της συντρόφου του σκηνοθέτη, Αμερικανίδας δημοσιογράφου, ανταποκρίτριας στο Παρίσι, που δεν μπορεί πια να γράφει κατασκευασμένα ψέματα. Το φιλμ «ΟΛΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ» θεωρήθηκε παράδειγμα κατ' εξοχήν ανατρεπτικό πάνω στο θέμα της πάλης των τάξεων και τη θέση των διανοούμενων σε αυτή. Μέσα από σειρά συνεντεύξεων το φιλμ αναπτύσσει ένα σύνθετο πορτρέτο της κοινωνικοπολιτικής και ιδεολογικής κατάστασης της εποχής και από αισθητικής άποψης θεωρείται η πιο φιλόδοξη και ολοκληρωμένη ταινία του Γκοντάρ... Για τους θαυμαστές του σκηνοθέτη και όσους περίεργους γύρω από το μύθο Γκοντάρ...

Παίζουν: Υβ Μοντάν, Τζέιν Φόντα, Βιτόριο Καπριόλι, κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία, Ιταλία (1972).


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ