Το «ΟΛΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ» μπορεί να θεωρηθεί και μια προσπάθεια συμφιλίωσης του σκηνοθέτη με την παραδοσιακή βιομηχανία, από την οποία ο ίδιος θέλει να αποστασιοποιείται και στην οποία επιθυμεί να αντιταχθεί. Ο Γκοντάρ, που κάποτε ήθελε να κάνει ταινίες με πολιτικό τρόπο και όχι απλά πολιτικές ταινίες με χυδαία «ρεφορμιστική» μυθοπλασία, να που δέχεται να υποκύψει στο συμβιβασμό. «Για να κάνεις μια ταινία χρειάζεσαι λεφτά». Ετσι διατείνεται η φράση που ανοίγει την ταινία, που δίνει την εντύπωση παραίτησης - με τα απλά κοντινά πλάνα υπογεγραμμένων τσεκ - ως προς τη λογική της εμπορευματοποίησης της εικόνας. Η κατάληξη είναι ότι για να εξασφαλίσει κανείς το απαιτούμενο κεφάλαιο για μια ταινία πρέπει να χρησιμοποιήσει ηθοποιούς βεντέτες, που πουλάνε στο κοινό. Ακολουθώντας αυτή τη στρατηγική ο Γκοντάρ χρησιμοποιεί για τον πρωταγωνιστικό ρόλο ενός πρώην κομμουνιστή σκηνοθέτη τον αριστερό Υβ Μοντάν - πρόσφατα αναδειγμένο από τον Γαβρά - και την τότε στρατευμένη στην πολιτική επικαιρότητα Αμερικανίδα Τζέιν Φόντα, σύμβολο ενός κλασικού αλλά «μεταρρυθμισμένου» κινηματογράφου, στο ρόλο της συντρόφου του σκηνοθέτη, Αμερικανίδας δημοσιογράφου, ανταποκρίτριας στο Παρίσι, που δεν μπορεί πια να γράφει κατασκευασμένα ψέματα. Το φιλμ «ΟΛΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ» θεωρήθηκε παράδειγμα κατ' εξοχήν ανατρεπτικό πάνω στο θέμα της πάλης των τάξεων και τη θέση των διανοούμενων σε αυτή. Μέσα από σειρά συνεντεύξεων το φιλμ αναπτύσσει ένα σύνθετο πορτρέτο της κοινωνικοπολιτικής και ιδεολογικής κατάστασης της εποχής και από αισθητικής άποψης θεωρείται η πιο φιλόδοξη και ολοκληρωμένη ταινία του Γκοντάρ... Για τους θαυμαστές του σκηνοθέτη και όσους περίεργους γύρω από το μύθο Γκοντάρ...
Παίζουν: Υβ Μοντάν, Τζέιν Φόντα, Βιτόριο Καπριόλι, κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία, Ιταλία (1972).