Η αισθητική απάντηση στο τραύμα της Ιστορίας πάει χέρι χέρι με το ερώτημα, εάν έχει ακόμα νόημα για τους νεότερους μια συζήτηση για τον Εμφύλιο στο σινεμά διερωτάται η αστική διανόηση, που κοινή συνισταμένη των αναλύσεών της έχει να χτυπηθεί και να συκοφαντηθεί το ΚΚΕ. Γιατί μόνο για το ΚΚΕ ο Εμφύλιος συνιστά κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης, μόνο αυτό επιστρέφει στην προσφορά και τις θυσίες των «ηττημένων» νικητών. Ενα ερώτημα γεννιέται και έχει εύλογα να κάνει με το γιατί ένα, τέτοιου βεληνεκούς, αφιέρωμα εμφανίζεται έτσι, αρκετά βεβιασμένα και άτσαλα, στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Ακριβώς το ίδιο ερώτημα τέθηκε ρητορικά από δυο - τρεις ομιλητές στην Α' στρογγυλή τράπεζα του αφιερώματος, που θέμα είχε «Εμφύλιος και μυθοπλασία» - στο οποίο αναφέρθηκε διεξοδικά ο «Ριζοσπάστης» του Σαββάτου 11/2, στη σελίδα 23, σε άρθρο με τίτλο «Μηρυκάζοντας τα αστικά ιδεολογήματα». Και ως ρητορικό, το παραπάνω ερώτημα, φυσικά, δεν έτυχε απάντησης. Ερχεται όμως η ίδια η πραγματικότητα να καλύψει το απαντητικό κενό. Γιατί, κατά πόσο θα μπορούσε να είναι απλή σύμπτωση το γεγονός ότι τις τελευταίες μέρες προτού την υπερψήφιση του νέου μνημονίου ακουγόταν πανταχόθεν ότι «εάν γίνει χρεοκοπία θα γίνει εμφύλιος»; Κατά πόσο θα μπορούσε να είναι τυχαίο το ότι η κρατική τηλεόραση, κατά το πρόσφατο διάστημα, είχε ασφυκτικά εντείνει τη μόνιμη αντικομουνιστική της προπαγάνδα, βγάζοντας από τα ντουλάπια της, σε καθημερινή πλέον βάση, ό,τι διαθέτει περί Δεκεμβριανών και Εμφυλίου, σικέ ντοκιμαντέρ για την «ανελευθερία» και τη φτώχεια στην Κούβα, ακόμα - ακόμα και ψυχροπολεμικές εγγλέζικες ταινίες; Κατά πόσο είναι όντως τυχαίο το τάιμινγκ, που μέντορες αστοί πολιτικοί διατείνονταν από τα έδρανα του Κοινοβουλίου σε τόνους απειλητικούς, ότι τυχόν καταψήφιση του μνημονίου θα έθετε αυτομάτως σε κίνδυνο την εσωτερική ασφάλεια και την κοινωνική γαλήνη; Μέχρι και τη δημοκρατία της Βαϊμάρης θυμήθηκαν! Στα πλαίσια αυτού του περιβάλλοντος, εμφανίζεται σαν κερασάκι στην τούρτα και το αφιέρωμα της Ταινιοθήκης διοργανωμένο από κάποιο οργανωτικό συνονθύλευμα που περιλαμβάνει από πανεπιστημιακή διανόηση έως ισχυρές ιδιωτικές εταιρείες διανομής κινηματογραφικών προϊόντων...
Το ρεζουμέ των συζητήσεων των στρογγυλών τραπεζών, τόσο με θέμα τον Εμφύλιο ως καμβά μυθοπλασίας όσο και τον εμφύλιο ως κινηματογραφημένο πρωτογενές ντοκουμέντο, θα μπορούσε να συνοψίσει κανείς στην πρόταση της αναγκαιότητας/χρησιμότητας αναθεώρησης των εικόνων του παρελθόντος, πρακτικά της ανασύνθεσης της Ιστορίας και της συλλογικής μνήμης μέσα από το ξαναγράψιμό της μέσω του ανθρωποκεντρικού της μορφικά τρόπου προσέγγισης.
Σύμπνοια πλήρης και απουσία όποιας αντίρρησης. Με εξαίρεση μια και μοναδική, στην εναρκτήρια εκδήλωση, τον σκηνοθέτη Τάσο Ψαρρά («ΚΑΡΑΒΑΝ ΣΑΡΑΪ»), που προσπάθησε ευγενικά ο άνθρωπος να πει ότι στον Εμφύλιο εμπλέκονται κάτι περιέργως άγνωστες για τους αστούς επιστήμονες έννοιες, όπως «καπιταλισμός», καθώς και κάποια σχήματα σαν το «ΔΣΕ», πρωτάκουστα απ' όσο φάνηκε στους έγκυρους αστούς ιστορικούς, οι οποίοι δεν είχαν καν μπει στον κόπο να ξεφυλλίσουν - ενόψει της εκδήλωσης και μόνο - το δεύτερο τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ. Ακούσαμε λοιπόν ότι «ο πόλεμος αυτός δυσκολεύεται, μέχρι σήμερα, να βρει την αληθινή του φυσιογνωμία», ακούσαμε ότι «ευθύνες ίσες έχουν και οι δυο πλευρές» - όπου τη μια εκ των πλευρών συνιστά μια «τσουβαλιασμένη» αριστερά από κομμουνιστές και αριστερούληδες πάσας απόχρωσης που ψήφισαν το Μάαστριχτ και συνεχίζουν να υμνούν την ευρωπαϊκή προοπτική της ΕΕ. Ακούσαμε ότι σήμερα, που ο χρόνος έχει ξεθωριάσει την εικόνα του θύτη και του θύματος, θεωρείται απολύτως λογικό να «απουσιάζουν οι απόλυτα και μονόπλευρα καλοί και κακοί» π.χ. στον εξομαλυμένο ρεαλισμό που διέπει την ταινία «ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ» του Βούλγαρη, η οποία, όπως αναμενόταν (ειπώθηκε!) - και όντως έτσι έγινε - χτυπήθηκε όχι μόνο από τους «δογματικούς» (του ΚΚΕ) αλλά και από άλλους ενταγμένους (sic!) βαθιά στο σύστημα. Κι όλα αυτά, δίπλα στην αποδοχή της διαπίστωσης ότι : «τα αίτια του Εμφύλιου δεν αναφέρονται πουθενά στην εν λόγω ταινία». Αλήθεια γιατί;
Παράλληλα, τρεις συνολικά είναι οι καινούργιες ταινίες που έπονται της επεισοδιακής εβδομάδας. Παράπλευρη απώλεια η τρισδιάστατη ταινία «HUGO» του Μάρτιν Σκορτσέζε, της οποίας η δημοσιογραφική προβολή πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή, την πρώτη μέρα της 48ωρης απεργίας. Κρίμα, γιατί ακούγεται ότι πρόκειται για αξιόλογα τρυφερή και μαγική ταινία... Αφηγείται την ιστορία ενός ορφανού αγοριού που ζει μια μυστική ζωή ολομόναχο στο σιδηροδρομικό σταθμό του Παρισιού και προσπαθεί να βρει τρόπο να βρίσκεται σε επαφή με τον νεκρό πατέρα του. Κι εδώ υπεισέρχεται η παρουσία κάποιου που μπορεί να βοηθήσει, του Γάλλου κινηματογραφιστή Ζορζ Μελιέ, σύγχρονου των αδελφών Λιμιέρ, του πρώτου στα χρονικά που μέσα από την επιστημονική φαντασία «συνέδεσε μηχανικά» τη γη με τον ουρανό, με την ταινία του 1902 «ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΣΕΛΗΝΗ».
Η δεύτερη, επιτόπιας κατανάλωσης αισθηματικό αμερικάνικο ρομάντζο του Μάικλ Σούκσι «ΕΡΩΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ» με πρωταγωνιστές τον Τσάνινγκ Τέιτουμ και την Ρέιτσελ Μακ Ανταμς, έκανε ήδη πρεμιέρα ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου. Και στην τρίτη ταινία της εβδομάδας, σε σκηνοθεσία του Σουηδού Τόμας Αλφρεντσον αναφερόμαστε παρακάτω...
Οι Βρετανοί πράκτορες υποπτεύονται την ύπαρξη ενός τυφλοπόντικα, στα ανώτερα κλιμάκια - τα οποία αποκαλούνται «Τσίρκο» - της βρετανικής αντικατασκοπείας MI6, που πρέπει να επικοινωνεί με τους Σοβιετικούς. Ο Σμάιλι, προτού καλά - καλά προλάβει να βγει στη σύνταξη, καλείται από την υπηρεσία να ερευνήσει - με πλήρη μυστικότητα - την υπόθεση. Εκείνος επανέρχεται και βρίσκεται αντιμέτωπος με απλήρωτους, προσωπικούς λογαριασμούς από ένα πικρό παρελθόν. Ο Σμάιλι συλλογίζεται σιωπηλά, μόλις που μειδιά, οι φράσεις του φειδωλές, ψυχρός και σκεφτικός με πολλά απωθημένα εσωτερικά δράματα. Ο Σμάιλι του Αλφρεντσον φορά γυαλιά όπως ο Αλεκ Γκίνες (μοιάζει δε πολύ με τον Ιταλό Τόνι Σερβίλο), σημείο, που σε συνδυασμό με τα μουντά, υγρά χρώματα της εικόνας, προκαταβάλλει το θεατή εξαρχής για το ότι εδώ δεν πρόκειται να επακολουθήσει κάποια μάλλον ρηξικέλευθα τολμηρή καινούρια ερμηνεία... ενώ προϊδεάζει ταυτόχρονα για ένα ανώνυμο κοστούμι που θα φορέσει μια άρτια, από τεχνική άποψη, παραγωγή, γεγονός που δε συνεπάγεται ότι η ταινία είναι κακή. Κάθε άλλο! Η αφήγηση είναι συναρπαστική και απευθύνεται σε κοινό που διψάει για θρίλερ.
Ο Αλφρεντσον μοιάζει να έχει αδυναμία στη σκηνοθεσία του πλάνου που καλύπτει με το μοντάζ. Δεν υπάρχει καταιγιστική δράση και κυνηγητά αυτοκινήτων. Το φιλμικό κείμενο πυκνό, οι αφηγηματικοί χρόνοι εναλλάσσονται σε γραμμική διάταξη. Οι διάλογοι διεξοδικοί σε καταπληκτικά αγγλικά. Φυλακίζουν τη διάχυτη παράνοια της εποχής μέσα σε ένα αποπνικτικά κλειστοφοβικό κλίμα όπου καλλιεργείται η καχυποψία των εγκεφάλων των υπηρεσιών αντικατασκοπείας οι οποίοι κατασκευάζουν σύνθετα παιχνίδια με πράκτορες, αντικατασκοπεία και παραπληροφόρηση, με την προδοσία να περιμένει πίσω από κάθε στροφή και με αποκορύφωμα τις βρώμικες δολοφονίες. Ο Τόμας Αλφρεντσον βάζει σε ενέργεια ατέλειωτες αποχρώσεις του καφέ και μυριάδες λεπτομέρειες που προσδίδουν πατίνα περασμένων δεκαετιών στην κορεσμένη ατμόσφαιρα που μυρίζει κλεισούρα. Ο χώρος στα γραφεία των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών και οι αόρατοί τους ένοικοι, εκπέμπουν κύματα σουσπάνς, δημοσιοϋπαλληλικής θλιβερότητας και μούχλας που επικάθεται στα πάντα. Ο Αλφρεντσον μεταφέρει με στιλιστική ευαισθησία όλες αυτές τις ιδιότητες και η λαμπρή φωτογραφία, με γκάμα χρωμάτων τόνου πάνω στον τόνο, συμπληρώνει ό,τι λείπει... το ίδιο και η αυθεντική μουσική γραμμένη ειδικά για την ταινία.
Από τον αντικομμουνισμό της θεματογραφίας του Λε Καρέ δε θα μπορούσε να ξεφύγει η «ΚΑΙ Ο ΚΛΗΡΟΣ ΕΠΕΣΕ ΣΤΟΝ ΣΜΑΪΛΙ» που περιστρέφεται γύρω από το αντιθετικό δίπολο καλής Δύσης/κακής Ανατολής. Το δίπολο αυτό που ο κινηματογράφος εξακολουθεί να διατηρεί ζωντανό έχει κοινό παρανομαστή - τις μυστικές υπηρεσίες με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο κακός όμως που απαγάγει, βασανίζει και εν ψυχρώ δολοφονεί είναι πάντα ο ίδιος. Ποτέ η Δύση, που πάντα βρίσκεται σε άμυνα ... Ο Αλφρεντσον, λοιπόν, εμμέσως πλην σαφώς, επανενεργοποιεί τη χιλιοειπωμένη υπενθύμιση περί του τέλους της ψευδαίσθησης, θέση που ήδη στις αρχές του '80 προετοίμασε και άνοιξε τον ιδεολογικό δρόμο στην Θάτσερ και τον Ρήγκαν.
Βέβαια, ένα πραγματικά καλό φιλμ είναι εκείνο που δίνει στο θεατή πολύ περισσότερα απ' όσα ο ίδιος φαντάζεται και είναι δύσκολο να επιτευχθεί με το μοντέλο που κατ' εξακολούθηση χρησιμοποιεί ο Αλφρεντσον που ικανοποιείται να μαρκάρει απλά χωρίς να στριμώχνει κανέναν και τίποτα.
Παίζουν: Γκάρι Ολντμαν, Κόλιν Φερθ, Μαρκ Στρονγκ, Κιάραν Χιντς, Τζον Χαρτ, Κάθυ Μπέιτς κ.ά.
Παραγωγή: Μ. Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία (2011).