Οι Βρετανοί πράκτορες υποπτεύονται την ύπαρξη ενός τυφλοπόντικα, στα ανώτερα κλιμάκια - τα οποία αποκαλούνται «Τσίρκο» - της βρετανικής αντικατασκοπείας MI6, που πρέπει να επικοινωνεί με τους Σοβιετικούς. Ο Σμάιλι, προτού καλά - καλά προλάβει να βγει στη σύνταξη, καλείται από την υπηρεσία να ερευνήσει - με πλήρη μυστικότητα - την υπόθεση. Εκείνος επανέρχεται και βρίσκεται αντιμέτωπος με απλήρωτους, προσωπικούς λογαριασμούς από ένα πικρό παρελθόν. Ο Σμάιλι συλλογίζεται σιωπηλά, μόλις που μειδιά, οι φράσεις του φειδωλές, ψυχρός και σκεφτικός με πολλά απωθημένα εσωτερικά δράματα. Ο Σμάιλι του Αλφρεντσον φορά γυαλιά όπως ο Αλεκ Γκίνες (μοιάζει δε πολύ με τον Ιταλό Τόνι Σερβίλο), σημείο, που σε συνδυασμό με τα μουντά, υγρά χρώματα της εικόνας, προκαταβάλλει το θεατή εξαρχής για το ότι εδώ δεν πρόκειται να επακολουθήσει κάποια μάλλον ρηξικέλευθα τολμηρή καινούρια ερμηνεία... ενώ προϊδεάζει ταυτόχρονα για ένα ανώνυμο κοστούμι που θα φορέσει μια άρτια, από τεχνική άποψη, παραγωγή, γεγονός που δε συνεπάγεται ότι η ταινία είναι κακή. Κάθε άλλο! Η αφήγηση είναι συναρπαστική και απευθύνεται σε κοινό που διψάει για θρίλερ.
Ο Αλφρεντσον μοιάζει να έχει αδυναμία στη σκηνοθεσία του πλάνου που καλύπτει με το μοντάζ. Δεν υπάρχει καταιγιστική δράση και κυνηγητά αυτοκινήτων. Το φιλμικό κείμενο πυκνό, οι αφηγηματικοί χρόνοι εναλλάσσονται σε γραμμική διάταξη. Οι διάλογοι διεξοδικοί σε καταπληκτικά αγγλικά. Φυλακίζουν τη διάχυτη παράνοια της εποχής μέσα σε ένα αποπνικτικά κλειστοφοβικό κλίμα όπου καλλιεργείται η καχυποψία των εγκεφάλων των υπηρεσιών αντικατασκοπείας οι οποίοι κατασκευάζουν σύνθετα παιχνίδια με πράκτορες, αντικατασκοπεία και παραπληροφόρηση, με την προδοσία να περιμένει πίσω από κάθε στροφή και με αποκορύφωμα τις βρώμικες δολοφονίες. Ο Τόμας Αλφρεντσον βάζει σε ενέργεια ατέλειωτες αποχρώσεις του καφέ και μυριάδες λεπτομέρειες που προσδίδουν πατίνα περασμένων δεκαετιών στην κορεσμένη ατμόσφαιρα που μυρίζει κλεισούρα. Ο χώρος στα γραφεία των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών και οι αόρατοί τους ένοικοι, εκπέμπουν κύματα σουσπάνς, δημοσιοϋπαλληλικής θλιβερότητας και μούχλας που επικάθεται στα πάντα. Ο Αλφρεντσον μεταφέρει με στιλιστική ευαισθησία όλες αυτές τις ιδιότητες και η λαμπρή φωτογραφία, με γκάμα χρωμάτων τόνου πάνω στον τόνο, συμπληρώνει ό,τι λείπει... το ίδιο και η αυθεντική μουσική γραμμένη ειδικά για την ταινία.
Από τον αντικομμουνισμό της θεματογραφίας του Λε Καρέ δε θα μπορούσε να ξεφύγει η «ΚΑΙ Ο ΚΛΗΡΟΣ ΕΠΕΣΕ ΣΤΟΝ ΣΜΑΪΛΙ» που περιστρέφεται γύρω από το αντιθετικό δίπολο καλής Δύσης/κακής Ανατολής. Το δίπολο αυτό που ο κινηματογράφος εξακολουθεί να διατηρεί ζωντανό έχει κοινό παρανομαστή - τις μυστικές υπηρεσίες με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο κακός όμως που απαγάγει, βασανίζει και εν ψυχρώ δολοφονεί είναι πάντα ο ίδιος. Ποτέ η Δύση, που πάντα βρίσκεται σε άμυνα ... Ο Αλφρεντσον, λοιπόν, εμμέσως πλην σαφώς, επανενεργοποιεί τη χιλιοειπωμένη υπενθύμιση περί του τέλους της ψευδαίσθησης, θέση που ήδη στις αρχές του '80 προετοίμασε και άνοιξε τον ιδεολογικό δρόμο στην Θάτσερ και τον Ρήγκαν.
Βέβαια, ένα πραγματικά καλό φιλμ είναι εκείνο που δίνει στο θεατή πολύ περισσότερα απ' όσα ο ίδιος φαντάζεται και είναι δύσκολο να επιτευχθεί με το μοντέλο που κατ' εξακολούθηση χρησιμοποιεί ο Αλφρεντσον που ικανοποιείται να μαρκάρει απλά χωρίς να στριμώχνει κανέναν και τίποτα.
Παίζουν: Γκάρι Ολντμαν, Κόλιν Φερθ, Μαρκ Στρονγκ, Κιάραν Χιντς, Τζον Χαρτ, Κάθυ Μπέιτς κ.ά.
Παραγωγή: Μ. Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία (2011).