Υπερπαραγωγή με μεγιστοποίηση της δράσης, του γρήγορου μοντάζ υπό τους ήχους ροκ μουσικής, αλλά επίσης και σε ό,τι αφορά τους γεμάτους τόλμη και αυταπάρνηση νεαρούς άνδρες και γυναίκες οι οποίοι καλούνται να υπερνικήσουν τις όποιες ελλείψεις του χαρακτήρα τους και να τσακίσουν τους βίαιους εξωγήινους χούλιγκανς. Αφήγηση σε έξαλλη ταχύτητα, υπερβολή παντού, από την προβολή προϊόντων έως τον κενό πατριωτισμό, από τα κάθε λογής κλισέ ως τις επιφανειακές φιγούρες των ρόλων και τις ανεγκέφαλες σκηνές...
Ο Αλεξ και ο Στόουν είναι αδέλφια. Ο πρώτος μακρυμάλλης, ανεύθυνος και ανάξιος ζει στον καναπέ του δεύτερου που είναι ένας καθώς πρέπει αξιωματικός του Ναυτικού, ο οποίος πασχίζει να φέρει τον αδελφό του στο σωστό δρόμο και να τον κάνει να καταταγεί στο αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό. Η ΝΑΣΑ τώρα, μπορεί να εκπέμπει στο διάστημα αλλά αγνοεί πως, τεχνολογικά προηγμένοι, εξωγήινοι έχουν ήδη προσθαλασσωθεί και καιροφυλαχτούν να επιτεθούν στη Γη, έχοντας το ορμητήριό τους κάτω από την επιφάνεια του νερού... Στο μεταξύ ο τολμηρός και ταλαντούχος - αλλά άγαρμπος - Αλεξ βρίσκεται στα πρόθυρα εξωπετάγματος από το σώμα του Ναυτικού όταν... μια συνηθισμένη ναυτική άσκηση στα ανοιχτά του Ειρηνικού μεταβάλλεται σε ύστατη ναυμαχία, στον πιο κρίσιμο αγώνα για να σωθεί η ζωή επί της Γης.
Παίζουν: Αλεξάντερ Σκάρσγκορντ, Λίαμ Νίσον, Τέιλορ Κιτς, Ριάνα, Μπρούκλιν Ντέκερ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ 2012 (Διάρκεια 131').
Η κωμωδία της Γιάκομπσεν δε γίνεται ποτέ ενοχλητική και ξετυλίγεται σε τόνους χαμηλούς, με αφηγηματικές στρατηγικές που ισορροπούν με τρόπο λεπτεπίλεπτο την απαισιοδοξία και το χιούμορ... Η σκηνοθετική γραμμή που επιμηκύνει κάπως παραπάνω τις σκηνές, προσδίδει στην ιστορία έναν ιδιαίτερο τόνο, ένα κράμα αμηχανίας και ανίας. Οι διάλογοι, η μουσική, η γλώσσα της εικόνας, οι διάσπαρτες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, ο ρυθμός, το αισθησιακό και το σουρεαλιστικό στοιχείο λειτουργούν σαν συγκριτικό προτέρημα, σε σχέση με άλλες ταινίες του είδους.
Ηδη στην εισαγωγή συναντάμε την 16χρονη Αλμα να αυνανίζεται στο πάτωμα της κουζίνας δίπλα στο ακουστικό του τηλεφώνου απ' όπου βγαίνει μια βιαστική φωνή που πουλά, ακριβά, τηλεφωνικό σεξ. Η Αλμα διανύει την ηλικία που αισθήσεις κι ένστικτά ξυπνούν, σε όλους τους τόνους ξεκαθαρίζει ότι θέλει να βρει κάποιον να κάνει έρωτα, να ξεφορτωθεί την παρθενιά της. Ψάχνεται να βάλει τάξη στα συναισθήματά της. Εξάλλου, αυτό μοιάζει να 'ναι ό,τι πιο αξιόλογο μπορεί κανείς να κάνει στην απομακρυσμένη, στην καταθλιπτική «τρύπα» στην άκρη του κόσμου που κατοικεί με την μητέρα της, η οποία παρά λίγο να λιποθυμήσει στη θέα του υπέρογκου τηλεφωνικού λογαριασμού και μιας έφηβης κόρης σε μόνιμη υπερδιέγερση. Αν όχι η μοναδική, είναι από τις ελάχιστες φορές που βλέπουμε στο σινεμά «μια» και όχι «έναν» έφηβο να βρίσκεται απέναντι στις ορμόνες και την λίμπιντό του... Κι αυτό σε έναν θλιβερά μικρό τόπο όπου τίποτα, ποτέ δε συμβαίνει... όπου οι έφηβοι, η Αλμα και οι κολλητές της, όλες τους χαρακτήρες λοξοί και ενδιαφέροντες, πνίγουν την πλήξη τους στους ήχους της νεανικής μουσικής και το αλκοόλ και την ανία τους, καπνίζοντας στη στάση του λεωφορείου. Διέξοδος για την Αλμα ο συμμαθητής Αρτουρ, προσωποποίηση του αντικείμενου του πόθου της... Αλλά όταν η ιστορία μαζί του ξεστρατίζει κι εκείνη αντιμετωπίζει την περιφρόνηση του περίγυρου αποφασίζει να κάνει κάτι γι' αυτό. Απλά συμπαθητική!
Παίζουν: Χελένε Μπέργκσχολμ, Μάλιν Μπγιέρχοβντε, Μπεάτε Στέφρινγκ, Χενριέτε Στέενστρουπ, κ.ά.
Παραγωγή: Νορβηγία (2011).
Ο Τζίγκα Βερτόφ υπήρξε εξέχων μαχητής της στρατιάς των καλλιτεχνών, δημιουργών, διανοουμένων και θεωρητικών, που συγκρότησαν αυτό που αργότερα θα καταχωρούνταν στην ιστορία της τέχνης ως «σοβιετική πρωτοπορία», εξέφρασε με κινηματογραφικά ρηξικέλευθο τρόπο τα ιδεολογικά, αισθητικά και πολιτικά αιτήματα της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Συμπύκνωσε με τον καλύτερο τρόπο όλες αυτές τις ιδιότητες και εκλάμβανε τη συμμετοχή του στη σοσιαλιστική οικοδόμηση ως μάχη. Οπως άλλωστε και ήταν.
Στη μνημειώδη ταινία του «Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή» ο Βερτόφ θα έδειχνε ένα εικοσιτετράωρο μιας τυπικής μέρας μιας σοβιετικής πόλης. Για να κινηματογραφήσει τη μέρα αυτή του πήρε τέσσερα χρόνια και δούλεψε σε τρεις διαφορετικές πόλεις: τη Μόσχα, την Οδησσό και το Κίεβο. Οι λήψεις, απαξάπασες, υποτάσσονται σε ένα συγκεκριμένο μοντέλο οργανογράμματος. Η ταινία αρχίζει με μια άδεια κινηματογραφική αίθουσα. Τα κλειστά καθίσματα ανοίγουν ρυθμικά από μόνα τους, το κοινό που πλημμυρίζει το χώρο κάθεται σε αυτά. Οι θεατές αρχίζουν να βλέπουν ένα φιλμ να προβάλλεται. Πρόκειται για το φιλμ που ο Βερτόφ γυρίζει και ταυτόχρονα, το ίδιο, τελειωμένο, προβάλλεται στην οθόνη, ξετυλίγοντας και αποκαλύπτοντας την τεχνική και τα μυστικά της... Η μόνη σταθερή φιγούρα, και όχι χαρακτήρας, είναι ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή στο χέρι, τον οποίο βλέπουμε να κινηματογραφεί με ποικίλους τρόπους, πολλές από τις σκηνές της ταινίας. Στην ταινία, που αποδομεί κάθε έννοια «αόρατου» μοντάζ, βλέπουμε μονταρισμένες σκηνές από την ίδια την ταινία. Βλέπουμε τα μηχανήματα. Βλέπουμε τον μοντέρ. Βλέπουμε αυτό καθαυτό το «φυσικό» φιλμ. Βλέπουμε μια ταινία που κινηματογράφησε τον εαυτό της, έκανε μοντάζ στον εαυτό της και τώρα διευθύνει τον εαυτό της. Η διαδικασία αυτή μοιάζει με το γιαπωνέζικο «origami», είναι σαν να διπλώνει και να ξεδιπλώνει τον εαυτό της μέσα κι έξω. Και καμιά φορά το καρέ παγώνει, άρα ο κινηματογραφιστής σταμάτησε να δουλεύει. Αυτό το πάγωμα του καρέ το εφηύρε απεικονίζοντας την κάθοδο με μια σειρά ταυτόχρονων βημάτων. Κινηματογραφώντας σε τρεις πόλεις χωρίς να ονομάζει καμιά τους, ο Βερτόφ διευρύνει το εστιακό του πεδίο, ώστε η ταινία του να αναφέρεται γενικά στην Πόλη, στον Κινηματογράφο και στον Ανθρωπο που κρατά μια κινηματογραφική μηχανή. Η ταινία πραγματεύεται την πρακτική τού «βλέπω», αλλά και του «με βλέπουν». Την πρακτική τού «προετοιμάζομαι να δω» αλλά και την πρακτική τού «επεξεργάζομαι» αυτό που έχω ήδη δει και αυτό που τελικά βλέπω. «Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή» μετατρέπει σε ξεκάθαρο αφενός και ποιητικό αφετέρου, την εκπληκτική ιδιότητα που μας δίνει το σινεμά: να οργανώνουμε αυτό που βλέπουμε, να το κανονίζουμε, να του προσθέτουμε ρυθμό και «γλώσσα», αλλά και να το υπερβαίνουμε...
Ο Βερτόφ κατάφερε να βελτιώσει την πρωτοποριακή αυτή θεώρηση σε επίπεδο που να αγκαλιάζει ολόκληρη την ταινία. Γι' αυτό και η ταινία φαίνεται ακόμα και σήμερα, 80 και παραπάνω χρόνια μετά, τόσο φρέσκια. Γιατί έχουν υπάρξει προγενέστερα ντοκιμαντέρ για πόλεις και για εικοσιτετράωρα σε μητροπόλεις. Αλλά σαν κι αυτήν καμιά...
Παραγωγή: Σοβιετική Ενωση (1929).
Η ταινία του Μπερτράν Μπονελό «ΟΙΚΟΣ ΑΝΟΧΗΣ» πρωτοπροβλήθηκε στο 13ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Αθήνας του περασμένου Μάρτη. Η γαλλική αυτή, αισθησιακή και τίποτα παραπάνω, παραγωγή του 2010 υπήρξε μια από τις επίσημες συμμετοχές στο προαναφερθέν φεστιβάλ, εκτός διαγωνισμού. Η μελαγχολικών τόνων δίωρη ταινία εποχής, τοποθετείται στα τέλη του 19ου αρχές του 20ού αιώνα σε ένα ροκοκό σκηνογραφικά, παριζιάνικο πορνείο για πλούσιους αριστοκρατικούς πελάτες που ζει τις τελευταίες του μέρες. Αφηγείται τις αναμνήσεις από την καθημερινότητα και το δράμα των κοριτσιών που οι άνδρες αγοράζουν, ποθούν, αγαπούν και καταστρέφουν.
Η ελληνική βδομαδιάτικη συμβολή, πλουσιοπάροχη, αλλά ισχνή.
Παραγωγής 2011 η καινούρια, χαμηλού προϋπολογισμού ταινία «περιπλάνησης» του Κώστα Καπάκα με τίτλο «MAGIC HOUR». Ο τίτλος, εμπνευσμένος από την κινηματογραφική γλώσσα, αναφέρεται στο μαγικό φως που καταγράφει η κάμερα λίγο πριν ξημερώσει ή νυχτώσει. Ετσι η ταινία σχολιάζει το μεταίχμιο μεταξύ μέρας και νύχτας, όταν όλα ετοιμάζονται να αλλάξουν. Οπως ακριβώς και οι ζωές των δύο πρωταγωνιστών, του Διομήδη και του Αριστείδη, που συναντιούνται τυχαία, ξεκινούν την περιπλάνησή τους στην ελληνική επαρχία, ενώ καθένας τους προσπαθεί να ξεπεράσει μια προσωπική του κρίση. Με τον Ρένο Χαραλαμπίδη και τον Τάσο Αντωνίου στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Παραγωγής επίσης 2011, το ντοκιμαντέρ «ΑΝΟΙΧΤΑ ΜΙΚΡΟΦΩΝΑ» σε σενάριο και σκηνοθεσία Νίκου Σκαρέντζου. Θέμα του: Χιπ χοπ και ραπ και σχέση του μουσικού αυτού κινήματος με την ελληνική κοινωνία.
Παραγωγής 2011 και ο «ΣΟΥΠΕΡ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ». Ετσι τιτλοφορείται η τελευταία μεγάλου μήκους ταινία της ανεξάρτητης ομάδας παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών χαμηλού προϋπολογισμού «ΟΤΙΝΑΝΑΙ Productions» που δραστηριοποιείται από το 2002 και έχει στο μέχρι σήμερα ενεργητικό της δεκάδες ψηφιακά φιλμ αμιγώς χιουμοριστικού περιεχομένου. Τέτοιο είναι και ο υπερηρωικός «ΣΟΥΠΕΡ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ», μια σουρεαλιστική κωμωδία τοποθετημένη στη Θεσσαλονίκη, σε σκηνοθεσία του Γεωργίου Παπαϊωάννου. Σημειωτέον, το κόστος της ταινίας δεν ξεπέρασε τα 2.000 ευρώ.
Τέλος, στην «Ταινιοθήκη της Ελλάδας» θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη 24 και την Τετάρτη 25 Απρίλη, κινηματογραφικό διήμερο με θέμα «Θηλυκό - Αρσενικό». Η εκδήλωση περιλαμβάνει αμφότερες τις μέρες: Στις 18.15 προβολές ταινιών μικρού μήκους, στις 21.00 συζήτηση με θέμα «Γυναίκες δημιουργοί: δυνατότητες και περιορισμοί» στις 24 και «Γυναίκες στον κινηματογράφο: η ανδρική ματιά» στις 25, ενώ η βραδιά θα κλείνει με προβολή ταινίας μεγάλου μήκους και ώρα έναρξης 21.45. Η είσοδος στις προβολές και τις συζητήσεις είναι ελεύθερη. Για περισσότερες πληροφορίες και διευκρινήσεις «επικοινωνήστε» με την «Ταινιοθήκη».