Ο Τζίγκα Βερτόφ υπήρξε εξέχων μαχητής της στρατιάς των καλλιτεχνών, δημιουργών, διανοουμένων και θεωρητικών, που συγκρότησαν αυτό που αργότερα θα καταχωρούνταν στην ιστορία της τέχνης ως «σοβιετική πρωτοπορία», εξέφρασε με κινηματογραφικά ρηξικέλευθο τρόπο τα ιδεολογικά, αισθητικά και πολιτικά αιτήματα της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Συμπύκνωσε με τον καλύτερο τρόπο όλες αυτές τις ιδιότητες και εκλάμβανε τη συμμετοχή του στη σοσιαλιστική οικοδόμηση ως μάχη. Οπως άλλωστε και ήταν.
Στη μνημειώδη ταινία του «Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή» ο Βερτόφ θα έδειχνε ένα εικοσιτετράωρο μιας τυπικής μέρας μιας σοβιετικής πόλης. Για να κινηματογραφήσει τη μέρα αυτή του πήρε τέσσερα χρόνια και δούλεψε σε τρεις διαφορετικές πόλεις: τη Μόσχα, την Οδησσό και το Κίεβο. Οι λήψεις, απαξάπασες, υποτάσσονται σε ένα συγκεκριμένο μοντέλο οργανογράμματος. Η ταινία αρχίζει με μια άδεια κινηματογραφική αίθουσα. Τα κλειστά καθίσματα ανοίγουν ρυθμικά από μόνα τους, το κοινό που πλημμυρίζει το χώρο κάθεται σε αυτά. Οι θεατές αρχίζουν να βλέπουν ένα φιλμ να προβάλλεται. Πρόκειται για το φιλμ που ο Βερτόφ γυρίζει και ταυτόχρονα, το ίδιο, τελειωμένο, προβάλλεται στην οθόνη, ξετυλίγοντας και αποκαλύπτοντας την τεχνική και τα μυστικά της... Η μόνη σταθερή φιγούρα, και όχι χαρακτήρας, είναι ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή στο χέρι, τον οποίο βλέπουμε να κινηματογραφεί με ποικίλους τρόπους, πολλές από τις σκηνές της ταινίας. Στην ταινία, που αποδομεί κάθε έννοια «αόρατου» μοντάζ, βλέπουμε μονταρισμένες σκηνές από την ίδια την ταινία. Βλέπουμε τα μηχανήματα. Βλέπουμε τον μοντέρ. Βλέπουμε αυτό καθαυτό το «φυσικό» φιλμ. Βλέπουμε μια ταινία που κινηματογράφησε τον εαυτό της, έκανε μοντάζ στον εαυτό της και τώρα διευθύνει τον εαυτό της. Η διαδικασία αυτή μοιάζει με το γιαπωνέζικο «origami», είναι σαν να διπλώνει και να ξεδιπλώνει τον εαυτό της μέσα κι έξω. Και καμιά φορά το καρέ παγώνει, άρα ο κινηματογραφιστής σταμάτησε να δουλεύει. Αυτό το πάγωμα του καρέ το εφηύρε απεικονίζοντας την κάθοδο με μια σειρά ταυτόχρονων βημάτων. Κινηματογραφώντας σε τρεις πόλεις χωρίς να ονομάζει καμιά τους, ο Βερτόφ διευρύνει το εστιακό του πεδίο, ώστε η ταινία του να αναφέρεται γενικά στην Πόλη, στον Κινηματογράφο και στον Ανθρωπο που κρατά μια κινηματογραφική μηχανή. Η ταινία πραγματεύεται την πρακτική τού «βλέπω», αλλά και του «με βλέπουν». Την πρακτική τού «προετοιμάζομαι να δω» αλλά και την πρακτική τού «επεξεργάζομαι» αυτό που έχω ήδη δει και αυτό που τελικά βλέπω. «Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή» μετατρέπει σε ξεκάθαρο αφενός και ποιητικό αφετέρου, την εκπληκτική ιδιότητα που μας δίνει το σινεμά: να οργανώνουμε αυτό που βλέπουμε, να το κανονίζουμε, να του προσθέτουμε ρυθμό και «γλώσσα», αλλά και να το υπερβαίνουμε...
Ο Βερτόφ κατάφερε να βελτιώσει την πρωτοποριακή αυτή θεώρηση σε επίπεδο που να αγκαλιάζει ολόκληρη την ταινία. Γι' αυτό και η ταινία φαίνεται ακόμα και σήμερα, 80 και παραπάνω χρόνια μετά, τόσο φρέσκια. Γιατί έχουν υπάρξει προγενέστερα ντοκιμαντέρ για πόλεις και για εικοσιτετράωρα σε μητροπόλεις. Αλλά σαν κι αυτήν καμιά...
Παραγωγή: Σοβιετική Ενωση (1929).