Πέμπτη 20 Γενάρη 2011
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΖΙΤΖΗΣ
45 τετραγωνικά

Παρά τις όποιες τεχνικές αδυναμίες ο Στράτος Τζίτζης φαίνεται ότι ξεκινά με πρόθεση να χτίσει ένα συγκροτημένο δραματουργικά χαρακτήρα/ρόλο, μιας νέας γυναίκας της γενιάς των 700 ή μάλλον των 500 ευρώ, εγκλωβισμένης σε ένα σύγχρονο «ανταποδοτικό» κοινωνικό μόρφωμα. Για τη συγκεκριμένη ομάδα, τις νέες και όμορφες γυναίκες, ισχύει επιπλέον και το εξεχόντως διαδεδομένο «κάθεσαι να ...σου δίνω, δεν κάθεσαι ...δεν έχει!», που και εδώ - στη βάση του δηλαδή - βρίσκονται ουσιαστικά και ξεκάθαρα οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Η ταινία θα μπορούσε να διαθέτει ουσιαστικές προϋποθέσεις εξέλιξής της σε δυναμικό λάβαρο της γενιάς στην οποία αναφέρεται, εάν το πορτρέτο της ηρωίδας εμπλουτιζόταν από περαιτέρω στοιχεία με υπαινικτική διάσταση μιας μελλοντικής μεταστροφής και ενσυνείδητης μετατόπισης της Χριστίνας, καθώς και με τη διασύνδεση του προσωπικού - οικονομικού στη βάση - προβλήματός της με συλλογικές πρακτικές, μόνιμης επίλυσής του, μέσα από τους αγώνες και τις διεκδικήσεις του λαϊκού κινήματος.

Η 23χρονη Χριστίνα, από ένστικτο μάλλον, συνειδητοποιεί ότι η αρχή της όποιας ουσιαστικής ελευθερίας και κατ' επέκταση πραγματικής γυναικείας χειραφέτησης συνδέεται αφ' ενός με την οικονομική βάση και αφ' ετέρου εδράζεται στις σχέσεις παραγωγής. Η ίδια δουλεύει πωλήτρια σε επικερδή μπουτίκ του Κολωνακίου. Προφανώς δεν έχει διαπαιδαγωγηθεί από τον κύκλο της - τα συμπεράσματα εξάγονται από τις θέσεις (κοινότοπης και συμβιβασμένης «ρεάλ πολιτίκ» ) που εκφράζουν οι α-συνείδητες παρατηρήσεις της μητέρας της - ώστε να εντάσσει το ατομικό της πρόβλημα σε συλλογικά πλαίσια. Ενώ επαναστατεί στον εκβιασμό που έχει «ερωτική ιδιοτέλεια», η ίδια έχει διδαχθεί να κάνει χρήση των ίδιων, επακριβώς, μεθόδων ώστε να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της. Εχει διδαχθεί από το κρατούν, αστικό πολιτικό σύστημα να ανάγει τα προβλήματά της σε απλώς προσωπικές και ανθρωπολογικές ανησυχίες με αίτια που άπτονται της κοινωνικής «νοοτροπίας» και των κοινωνικών «προκαταλήψεων». Με τον τρόπο αυτό βέβαια αφήνονται άθικτες οι πρωταρχικές αιτίες και οι υλικοί όροι που γεννούν και αναπαράγουν διακρίσεις και αδικία. Το εμβόλιμο στοιχείο που αναφέρεται στην τέχνη και την ταύτισή της με κάποιον «άγνωστο» ετερόφυλο, ενώ αρχικά λειτουργεί ως δέλεαρ, έχει αποδειχθεί σημαντική συμβολή στη διαμόρφωση της συνείδησης ενός νεαρού ατόμου. Το παρόν δηλώνει και πλήθος πολιτικώς ορθών «διακοσμητικών» στοιχείων σε κάθε αριστερίζουσα παραγωγή, βλέπε «εξωτική» ethnic μουσική που βγαίνει από το υπόγειο της αθηναϊκής πολυκατοικίας σε πάροδο της Αχαρνών, με τους συγκεντρωμένους πολύχρωμους μετανάστες, μια εικόνα αποψιλωμένη από τις όποιες αιτίες της μετανάστευσης και την όποια θέση διαχείρισης του ζητήματος προς την κρατούσα εξουσία. Καλή, αλλά ανολοκλήρωτη η προσπάθεια του Τζίτζη γιατί ουσιαστικά δεν αποτινάσσει καίριες θέσεις της αστικής ιδεολογίας, η οποία όσο πάει και αποδεικνύεται ότι τελεί σε κατάσταση επιθανάτιου ρόγχου. Η τέχνη δεν επιτρέπεται να συντάσσεται με ό,τι εξακολουθεί να περιορίζει τον άνθρωπο, αναπαράγοντας ιδεολογήματα σαθρά, ειδικά σε καιρούς εγρήγορσης και να μη βρίσκεται στην πρωτοπορία. Η τέχνη πρέπει να απεγκλωβίζει και να απελευθερώνει το άτομο, ειδικά σε καιρούς αντιπαράθεσης, σαν τους σημερινούς.

Παίζουν: Εφη Λογγίνου, Ράνια Οικονομίδου, Αντίνοος Αλμάνης, Γιάννης Γιαννόπουλος κ.ά.

Παραγωγή: Ελλάδα (2010).

ΑΛΕΞΕΪ ΦΕΝΤΟΡΤΣΕΝΚΟ
Σιωπηλές ψυχές

Ορθιο το κοινό στη Βενετία, στο 67ο Φεστιβάλ κινηματογράφου, χειροκροτούσε επί 12 ολόκληρα λεπτά μετά την προβολή της ταινίας του Αλεξέι Φεντορτσένκο, ως συμμετέχουσας στο διαγωνιστικό μέρος. Η ταινία έφυγε από την Ενετική Σερενίσιμα με το βραβείο των κριτικών. Μελαγχολικά σιωπηλή η ελεγεία για τις ρίζες, την καταγωγή, τον αφανισμό της παράδοσης και το θάνατο της αγαπημένης. Διάχυτα αισθησιακή ταινία με έντονα χαρακτηριστικά road movie που διασχίζει γυναικεία πρόσωπα, γκρίζα τοπία και μεγάλα έργα υποδομής που παραπέμπουν σε ένα κοντινό, ένδοξο παρελθόν. Το φιλμ γυρίστηκε με ιδιωτικά κεφάλαια - δήλωσε ο σκηνοθέτης στην εφημερίδα Κομσομόλσκαγια Πράβντα - γιατί το Υπουργείο Πολιτισμού, όπου κατάθεσε το σενάριο, αρνήθηκε τη χρηματοδότηση, γιατί το έκρινε πορνογραφικό.

Ο Μίρον, διευθυντής ενός εκδοτικού συγκροτήματος στη μικρή επαρχιακή πόλη Νέγια, ανακοινώνει στο φίλο του και φωτογράφο στην ίδια επιχείρηση Αϊστ το θάνατο της πολυαγαπημένης του γυναίκας, αλλά και την επιθυμία του, να τον συνοδεύσει στο αποχαιρετιστήριο ταξίδι προς την τελευταία της κατοικία, στις όχθες του ποταμού Βόλγα, όπως ορίζουν οι παγανιστικές παραδόσεις της φυλής των Μέργια, απ' όπου φαίνεται ότι κρατούν οι ρίζες ικανού μέρους του πληθυσμού της περιοχής. Μύθοι, ήθη και έθιμα των Μέργια, του αρχαίου φινλανδο-ουγγρικού λαού που γύρω στον 17ο αιώνα ενσωματώθηκε από τους Σλάβους, παρουσιάζεται ότι επέζησαν μέχρι τους σύγχρονους απογόνους τους. Το φιλμ είναι η ιστορία αυτού του ταξιδιού. Η ιστορία δύο ανδρών - με φυσιογνωμίες που λες και βγαίνουν από το «Στάλκερ» του Ταρκόφσκι - που ξεκινούν με αυτοκίνητο, ένα ταξίδι εκατοντάδων χιλιομέτρων κατά μήκος της χώρας με προορισμό τις όχθες της ιερής λίμνης, όπου και θα αποχωριστούν για πάντα, το νεκρό σώμα της Τάνια. Συνοδοιπόροι στο ταξίδι εκτός από την άψυχη Τάνια και δυο τσιχλόνια φυλακισμένα στο κλουβί. Στην υπάκουη - όπως μαθαίνουμε - στις επιθυμίες του συζύγου της Τάνια άρεσαν τα πουλιά, λυπόταν όμως που ζούσαν στα κλουβιά, γιατί της θύμιζαν τον εαυτό της και το ανομολόγητο κλουβί των ασφυκτικών εμμονών τού κατά πολύ μεγαλύτερου συζύγου της. Με το πνεύμα, η Τάνια ταξίδευε στις αγκαλιές άλλων ανδρών ...

Ο σύζυγος αποτίει ύστατο φόρο τιμής στην πολυαγαπημένη νεκρή. Το τελετουργικό της προετοιμασίας της Τάνια για τη μεγάλη αποχώρηση, που είναι ίδιο με κείνο του γάμου, εκτρέφεται, σε μέγιστο βαθμό, από τη δημιουργική φαντασία του σκηνοθέτη, δεδομένου ότι τίποτε ακριβές δεν είναι γνωστό για τους μυστηριώδεις Μέργια. Τα «εφευρεμένα» από τον Φεντορτσένκο έθιμα επιβάλλουν επίσης την εκμυστήρευση του συζύγου, στον συνοδηγό Αϊστ, πικαριστικών λεπτομερειών από την ερωτική ζωή του με την Τάνια. Με αριστοτεχνικό τρόπο αποκαλύπτεται αργότερα ο πραγματικός λόγος που ο σύζυγος επέλεξε τον Αϊστ για τον άχαρα σιωπηρό ρόλο του συνοδηγού.

Ο φωτογράφος Αϊστ έχει επωμιστεί και το ρόλο του αφηγητή. Είναι το πρόσωπο που μας εισάγει στην ιστορία, είναι η voice off, η αποδραματοποιημένη βαθιά φωνή σε χαμηλές οκτάβες, που σε όλη τη διάρκεια του φιλμ εξιστορεί, επεξηγεί το «μυστήριο», υφαίνοντας το ειδικό στο γενικό και σχολιάζει. Αυτή είναι η σταθερά που αποστασιοποιεί ό,τι μεταφυσικό ενυπάρχει στον πνευματισμό. Σ' έναν πνευματισμό στον αντίποδα της θρησκευτικότητας. Η εξέλιξη στη μυθοπλασία λειτουργεί σαν μεταφορά της ιστορικής εξέλιξης που βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία σαν τις παραδόσεις, τους αυτόχθονες, τους εθνοτικούς πληθυσμούς και το μέλλον τους που όλο και περισσότερο καλύπτεται από τη μαύρη ομίχλη της αβεβαιότητας. Το πλέγμα της αρμονικής συνύπαρξης λαϊκών παραδοχών και πραγματικότητας, μοντέλο που στο πρόσφατο παρελθόν άνθισε και λειτούργησε, σήμερα εκτροχιάζεται ως λογικό επακόλουθο της ενσυνείδητης κρατικής εγκατάλειψης. Ανατρέπεται και με τρόπο μεταφορικό πέφτει στο ποτάμι και πνίγεται στα αιμοβόρα ρεύματα των νερών, όπως το αυτοκίνητο, οι δύο άνδρες και τα φυλακισμένα στο κλουβί τσιχλόνια. Σαν τον πολιτισμό των Μέργια και των κάθε Μέργια που χάνεται ...από απροσεξία !

Η ταινία που διέπεται από εγγενή λεπτότητα και διακριτικότητα κυλάει αργά μέσα στο ρώσικο φυσικό τοπίο, με κάδρα φιξ, πλάνα σεκάνς εκκωφαντικής απλότητας, επιφανειακά ψυχρά λόγω απουσίας δραματικού στοιχείου κι ενίοτε διάρκειας χρόνου πραγματικού. Η δομή της γραμμικής αφήγησης λιτή και η γραφή της ευαίσθητη με αποτέλεσμα το φιλμικό κείμενο να μοιάζει ανθεκτική οπτική δαντέλα. Η ελεγειακή μουσική, οι συμβολισμοί, τα στοιχεία που συνθέτουν την αισθησιακή ποίηση της εικόνας ντύνουν τον ύμνο στην πρόσκαιρη απόλαυση της σάρκας μέσα στην αιωνιότητα της ύπαρξης και της ζωής και τον αναγάγουν σε ερωτικοποίηση της απουσίας. Η μελαγχολία της ποίησης είναι τόσο ηδονική που γίνεται επιθυμητή.

Μια ρώσικη πέρλα, νοσταλγική σαν μελαγχολικό όνειρο. Μια ιστορία έρωτα μετά το θάνατο, σαν ιεροτελεστία της ζωής ...

Παίζουν: Ιγκορ Σεγκέγιεφ, Γιούρι Τσούριλο, Γιλίγια Αουγκ, Ιβάν Τούσιν, κ.ά.

Παραγωγή: Ρωσία (2009).

Με το φάντασμα του Ταρκόφσκι να πλανάται πάνω από το ρώσικο κινηματογράφο... !

Πλούσια και η τρέχουσα βδομάδα, ακολουθεί αναλυτικότερη αναφορά. Παράλληλα, βγαίνει στις αίθουσες το σκληρό και τολμηρό ουγγρικό δράμα του Σάμπολτς Χαϊντού «Νύχτες στου Πασκάλ» (2011), εκεί που τα παραμύθια γίνονται πραγματικότητα αρκεί να πληρώσεις. Ο σκηνοθέτης θέλησε να σχολιάσει το επίκαιρο και σκληρό θέμα της διακίνησης γυναικών και το προβάλλει μέσα από μια πανδαισία εικόνων, χρωμάτων, αισθήσεων, συναισθημάτων, πόνου και ηδονής. Επίσης, η δραματική αμερικανική ταινία «The Fighter» (2010) σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Ο' Ράσελ, που αναφέρεται σε έναν ασυνήθιστο ήρωα του μποξ, «τον Ιρλανδό» και τον ετεροθαλή αδελφό του, που έπρεπε να έρθουν αντιμέτωποι για να δεθούν και πάλι μεταξύ τους και να ενώσουν, στην πορεία, ολόκληρη την οικογένειά τους. Ακόμη προβάλλεται «Το Δίλημμα» παραγωγής 2011, του Ρον Χάουαρντ, μια light αμερικανική κωμωδία για δύο νεαρά ζευγάρια και το μεγάλο δίλημμα ενώπιον του οποίου τίθεται ένας φίλος κολλητός όταν, εν μέσω γενικότερων δυσκολιών, μαθαίνει ότι η σύντροφος του καλύτερου φίλου του τον απατά...

Τέλος, η παρουσίαση των ταινιών που κάνουν πρεμιέρα στις αίθουσες της χώρας την τρέχουσα βδομάδα, ολοκληρώνεται με τη διεθνή παραγωγή δράσης του Νίκου Τζίμα - του σκηνοθέτη του «Αστραπόγιαννος» και του «Ο Ανθρωπος με το Γαρύφαλλο» - που φέρει τον τίτλο «Το Πέταγμα του Κύκνου» (φωτ.). Οπως αναφέρει το δελτίο Τύπου της ταινίας, το φιλμ έχει να κάνει με το πέταγμα της ψυχής προς την ελευθερία, την ομορφιά, τη μαγεία της φύσης και του έρωτα. Το φιλμ αναφέρεται σε αυτό που χάνουμε στη δίνη του σύγχρονου τρόπου ζωής, κάπου ανάμεσα στις συμπληγάδες της καριέρας και της οικονομικής επιτυχίας. Στην ταινία, που διαθέτει ηχηρό καστ ξένων και Ελλήνων ηθοποιών, πρωταγωνιστεί ο Αλέξης, φοιτητής στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, επαναστάτης, παθιασμένος με τη ζωή και τον έρωτα. Στην πορεία όμως μεταμορφώνεται σε «golden boy» μιας πολυεθνικής, σε ένα γρανάζι του μηχανισμού που κάποτε πολεμούσε... Παρασυρμένος από την επιτυχία, αφήνει πίσω του αξίες, φίλους και οικογένεια... Η ζωή του παίρνει τραγική τροπή όταν η απληστία της εταιρείας, στην οποία είναι στέλεχος, γίνεται η αιτία για μια μεγάλη οικολογική καταστροφή, με πολλά ανθρώπινα θύματα. Ο Αλέξης συνταράσσεται, αντιδρά και πολύ γρήγορα έρχεται αντιμέτωπος με τα μεγάλα συμφέροντα. Θέλει να ξαναβρεί όλα όσα έχασε, την ίδια του τη ζωή... Κι ενώ γύρω του εξελίσσεται ένα θρίλερ για την απόδοση ευθυνών, ο Αλέξης νιώθει παγιδευμένος και σύντομα οδηγείται σε μια αδυσώπητη σύγκρουση...


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΤΖΟΡΤΖ ΟΒΑΣΒΙΛΙ
Η άλλη όχθη

Ταινία δυνατή και πειθαρχημένη, αδιάλλακτη και στεγνή από πάθος. Με την κάμερα στο ύψος του παιδικού βλέμματος να αγκαλιάζει τα τραύματα και την πολυπλοκότητα μιας εμφύλιας σύρραξης. Η ταινία γίνεται κοινωνός της καταστροφής και της κατάπτωσης, της ανθρώπινης απορίας, της αμηχανίας και του βαθιού σκαψίματος της γης και των σημαδιών. Κι όλα αυτά με μια παράξενη ποίηση, στους αντίποδες του μελό. Εάν η ταινία ξεφεύγει από την αθλιότητα, προβάλλοντας έναν ονειρικό τόνο ξεκάθαρης οπτικής που την φέρνει κοντά στην προσέγγιση ενός μαγικού κόσμου των παραμυθιών, είναι χάρη στη σκηνική παρουσία του μικρού που επωμίζεται τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Πολλαπλασιάζονται συνεχώς οι άνθρωποι στους οποίους οι πολεμικές συρράξεις απαγορεύουν να ζήσουν. Κι ανάμεσά τους βρίσκεται πλήθος παιδιών σαν τον 12χρονο Τέντο που υποχρεώνεται, στην αρχή του πολέμου μεταξύ Γεωργίας και Αμπχαζίας, σε εξορία, με τη μητέρα του να εκπορνεύεται στον νέο τόπο. Ο Τέντο που δεν ανέχεται να ζει σαν πρόσφυγας, επιστρέφει με μια αποστολή στην πατρίδα του, ψάχνοντας για τον πατέρα του, πίσω από τις γραμμές του εχθρού. Χωρίς να γνωρίζει την ντοπιολαλιά και φοβούμενος για την ασφάλειά του, ο Τέντο προσποιείται τον κουφό όσο η Οδύσσειά του εξελίσσεται σε φυσικά και συγκινησιακά τοπία και σύνορα όπου βασιλεύουν οι εθνικιστικές νοοτροπίες και ο νόμος του «οφθαλμός αντί οφθαλμού».

Πρόκειται για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γεωργιανού σκηνοθέτη George Ovashvili. Πτυχιούχος του Ινστιτούτου Κινηματογράφου και Θεάτρου της Γεωργίας έχει στο ενεργητικό του δύο ταινίες μικρού μήκους, μια το 1997 και μια το 2004. Ο σκηνοθέτης έψαχνε εδώ και καιρό μια ιστορία για την πρώτη, μεγάλου μήκους ταινία του, προτού σκοντάψει στο σύντομο διήγημα του Γεωργιανού συγγραφέα Nugzar Shataidze, το εμπνευσμένο από την αληθινή ιστορία ενός νεαρού αγοριού που φθάνοντας στον τόπο εξορίας, επιστρέφει στον τόπο απ' όπου ξεκίνησε, ψάχνοντας να βρει τον πατέρα του που έμεινε πίσω στην Αμπχαζία.

Παίζουν: Τέντο Μπεκχάουρι, Γκαλόμπα Γκαμπαρία, Νίκα Αλαγιάγιεφ, Ταμάρα Μέσκι κ.ά.

Παραγωγή: Γεωργία, Αμπχαζία (2009).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ